Όλοι εμείς οι εκπαιδευτικοί μηδενικής προϋπηρεσίας, αγωνιζόμαστε για το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα της πρόσβασης στο αγαθό της εργασίας και ταυτόχρονα ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, της ετεροαπασχόλησης και της γενικευμένης εργασιακής επισφάλειας.

Ομάδα Αναπληρωτών Μηδενικής Προυπηρεσίας

Παρά το γεγονός πως πολλοί από εμάς είμαστε κάτοχοι μεταπτυχιακών διπλωμάτων ειδίκευσης, διδακτορικών και ευρείας κατάρτισης, τόσο στα γνωστικά μας αντικείμενα, όσο και ευρύτερα στον επιστημονικό κλάδο, βρισκόμαστε καθηλωμένοι επί πολλά χρόνια στους πίνακες αναπληρωτών εκπαιδευτικών μηδενικής προϋπηρεσίας, χωρίς καμία ορατή προοπτική να υπηρετήσουμε κάποτε την επιστήμη μας σε μια σχολική τάξη. Τα αίτια αυτής της κατάστασης πρέπει να αναζητηθούν τόσο στην οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα μας και έχει επιφέρει τεράστιες περικοπές στον πολύπαθο χώρο της Παιδείας, όσο και στη διαχρονική εμμονή των κυβερνήσεων σ’ένα αντισυνταγματικό και βαθιά άδικο σύστημα προσλήψεων αναπληρωτών με κυρίαρχο και σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο την προϋπηρεσία.

 

Το πρόσφατα ψηφισμένο νομοσχέδιο διορισμών του Υπουργείου Παιδείας, σε επίπεδο προθέσεων, διακηρύττει την αναγκαιότητα αλλαγής αυτής της κατάστασης, εφόσον για πρώτη φορά θέτει στα κριτήρια μόνιμου διορισμού εκπαιδευτικών και τα ακαδημαϊκά τους προσόντα, μοριοδοτώντας σε μικρό ποσοστό ορισμένα εξ’αυτών. Ωστόσο, η πριμοδότηση 120 μηνών προϋπηρεσίας, ανώτερη από οποιαδήποτε αντίστοιχη σε όλους τους διαγωνισμούς επιλογής προσωπικού, συνιστά έμμεσο «φωτογραφικό» διορισμό και καθιστά κενό γράμμα την όποια θεωρητική αναγνώριση ή μοριοδότηση ακαδημαϊκών προσόντων.

 

Η χρόνια απουσία μόνιμων διορισμών, ως απόρροια των μνημονιακών δεσμεύσεων, και το άτυπο, αλλά ουσιαστικό, «κλείδωμα» των πινάκων αναπληρωτών εκπαιδευτικών την τελευταία δεκαετία, δεδομένης της αποκλειστικότητας που απολάμβανε η προϋπηρεσία ως κριτήριο πρόσληψης αναπληρωτών (μαζί με απειροελάχιστα κοινωνικά κριτήρια) οδήγησαν σε μια συνεχή ανακύκλωση των ίδιων προσώπων στις θέσεις αναπλήρωσης. Δεκάδες χιλιάδες πτυχιούχοι, νέοι και παλαιότεροι, κάθε χρόνο δηλώνουν διαθέσιμοι να υπηρετήσουν την εκπαίδευση απ’ακρη σ’άκρη της πατρίδας μας, βρίσκοντας όμως τις πόρτες των σχολείων κλειστές για εκείνους. Καθίσταται σαφές, επομένως, ότι η πρόσβαση στο κριτήριο της προϋπηρεσίας δεν είναι ισότιμη για όλους τους υποψηφίους, κάτι που καθιστά την πρόταξη του ως βασικό παράγοντα μόνιμου διορισμού ή/ και πρόσληψης σε θέση αναπληρωτή προδήλως ανεφάρμοστη, αντισυνταγματική και άδικη.

 

Σπεύδουμε εξαρχής να διευκρινίσουμε πως τιμούμε απολύτως τους συνάδελφους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, χάρη στους οποίους λειτούργησαν τα σχολεία μας τα τελευταία χρόνια. Μακριά από εμάς κάθε λογική κοινωνικού αυτοματισμού και διχασμού του εκπαιδευτικού σώματος. Με θλίψη όμως, διαπιστώνουμε ότι η συγκεκριμένη θέση δεν ισχύει αυτονόητα και για όλους τους εν ενεργεία συναδέλφους. Εδώ και αρκετό καιρό, ακριβέστερα από την πρώτη μέρα δημοσιοποίησης στοιχείων του προτεινόμενου και πρόσφατα ψηφισμένου νομοσχεδίου, παρατηρήθηκε μια συντονισμένη και λυσσαλέα σε πολλές περιπτώσεις επίθεση εκ μέρους φορέων, συλλόγων, μεμονωμένων εκπαιδευτικών ακόμη και πανεπιστημιακών, εναντίον συναδέλφων χωρίς προϋπηρεσία, οι οποίοι κατέχουν ακαδημαϊκούς τίτλους σπουδών πέραν του βασικού τους πτυχίου. Μέσα σ’ένα κλίμα γενικευμένης απαξίωσης και έλλειψης κάθε έννοιας συναδελφικής αλληλεγγύης, αλλά και ακαδημαϊκού επιπέδου, γίνεται λόγος για «πληρωμένα μεταπτυχιακά», «αγορασμένους τίτλους σπουδών», για «μεταπτυχιακά και διδακτορικά που μοιράζει ο Αι-Βασίλης», «σπουδές της πλάκας», «παραμάγαζα της Μεσογείου» για «βολεμένα άτομα που κάνουν σπουδές πολυτελείας» επειδή έχουν «υπεροχή σε χρόνο, χρήμα και διασυνδέσεις» και πλήθος παρόμοιων σχολίων.

 

Πέρα από την προφανή ανακρίβεια της αποσιώπησης της ύπαρξης αρκετών ΠΜΣ στα ελληνικά πανεπιστήμια χωρίς δίδακτρα και με αυστηρές, αδιάβλητες εισαγωγικές εξετάσεις, εκείνο που ξεχνούν οι εν λόγω εμπαθείς σχολιαστές είναι ότι οι μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί τίτλοι μας αποκτήθηκαν κατά μεγάλο ποσοστό από τα δημόσια Πανεπιστήμια της χώρας μας, από τα οποία αποφοιτήσαμε τόσο εμείς, όσο και εκείνοι. Επομένως κάθε απόπειρα υποβάθμισης των τίτλων σπουδών μας, η οποία μάλιστα γίνεται με περισσή ευκολία, συνιστά έμμεση πλην σαφέστατη υποβάθμιση όλων των τίτλων σπουδών που αποκτήθηκαν από τα συγκεκριμένα ΑΕΙ.

 

Όσον αφορά τους τίτλους σπουδών από ιδρύματα εκτός Ελλάδος, καλό θα ήταν να είμαστε όλοι λίγο περισσότερο ειλικρινείς, πρώτα και κύρια με τους εαυτούς μας. Η αναγνώριση πτυχίων προερχόμενων από τα συγκεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ως πρακτική του ελληνικού κράτους χρονολογείται εδώ και αρκετά χρόνια και συγκεκριμένα από την προ κρίσης περίοδο, όταν και άρχισαν να γίνονται αθρόες προσλήψεις στο χώρο της Ειδικής Αγωγής. Το αν έπρεπε ή όχι και κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις και ρυθμιστικό πλαίσιο να ανοίξει η συγκεκριμένη «αγορά» ακαδημαϊκών πιστοποιήσεων και να αξιολογηθεί το επίπεδο των σπουδών και των παρεχόμενων γνώσεων είναι μια μεγάλη συζήτηση με πολλές πτυχές, που αφορούν τόσο το παρελθόν, όσο και το μέλλον.

 

Δυο βασικές διαπιστώσεις, ωστόσο, μπορούν να γίνουν από κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη: πρώτον, η ευθύνη για όλα τα ανωτέρω βαραίνει σε κάθε περίπτωση την Πολιτεία, η οποία κλήθηκε και θα κληθεί άμεσα, εφόσον το νέο σύστημα αποτελεί πλέον Νόμο του Κράτους, να διαχειριστεί την κατάσταση που η ίδια δημιούργησε. Και δεύτερον, από τη συγκεκριμένη πρακτική επωφελήθηκαν, λαμβάνοντας μόρια και κατοχυρώνοντας δικαιώματα διορισμού, πλείστοι όσοι εν ενεργεία εκπαιδευτικοί, αναπληρωτές και μόνιμοι, που τώρα ξιφουλκούν μαινόμενοι εναντίον της. Σε κάθε περίπτωση, οι απόψεις και οι αρχές μας δε γίνεται να διαμορφώνονται επιλεκτικά και κατά περίσταση, ανάλογα με το συμφέρον της συγκυρίας. Αναλύσεις αποκομμένες από το γενικότερο πλαίσιο που μόλις περιγράψαμε, οι οποίες απαξιώνουν και επιτίθενται αβασάνιστα στις γνώσεις και στην επιστημονική επάρκεια των συναδέλφων, το μόνο που εξυπηρετούν είναι η διαιώνιση της απαράδεκτης ύπαρξης εκπαιδευτικών δυο ταχυτήτων. Εκείνων που απέκτησαν προϋπηρεσία, την οποία προσβλέπουν να εξαργυρώσουν και εκείνων που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να την αποκτήσουν και δε θα τους δοθεί ούτε στο ορατό μέλλον.

 

Κατηγορούμαστε ως θιασώτες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου στην εκπαίδευση, ως υποστηρικτές της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ, ως μέρος του κοινωνικού δαρβινισμού και ούτω καθ’εξής. Αλήθεια, σε τι απ’όλα αυτά αντιστάθηκαν έμπρακτα όσοι στήριζαν διαχρονικά το αδιάκοπο κυνήγι της προϋπηρεσίας, μέσα από τον κατεξοχήν νεοφιλελεύθερο, στην ουσία του, θεσμό της αναπλήρωσης; Μήπως αναπαρήγαγαν, σε τελική ανάλυση, την λογική των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, της επισφάλειας, και των αναλώσιμων εκπαιδευτικών που προσλαμβάνονται και απολύονται ακόμα και για διάστημα τριών-τεσσάρων μηνών πριν την λήξη του σχολικού έτους; Μήπως κατέστησαν χιλιάδες συναδέλφους όμηρους μιας δαπανηρής και ψυχοφθόρας «επένδυσης» στην προϋπηρεσία, με αβέβαιη απόδοση σε απροσδιόριστο χρονικό ορίζοντα; Πότε διεκδικήθηκαν τελευταία φορά με σθένος μαζικοί, μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών;

 

Πότε ζητήθηκε η κατάργηση του θεσμού της αναπλήρωσης και η εφαρμογή της μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις κωλύματος των μόνιμων εκπαιδευτικών, όπως άλλωστε ήταν και ο αρχικός σκοπός θέσπισης της; Ρητορικά τα ερωτήματα. Την ώρα που το κυνήγι της πολυπόθητης προϋπηρεσίας αναπληρωτή έφτανε μέχρι το σημείο ορισμένοι, με όπλο τις όποιες γνωριμίες τους, να αλλάζουν πίνακα κατάταξης μέσω αμφιλεγόμενων διαδρομών(π.χ ενισχυτική διδασκαλία), εμείς, προερχόμενοι από οικογένειες βιοπαλαιστών, κοπιάσαμε, υποβληθήκαμε σε εξετάσεις επί εξετάσεων, γράψαμε εργασίες επί εργασιών, στερηθήκαμε χρόνο, προσωπική και οικογενειακή ζωή, υλικά αγαθά, τόσο εμείς, όσο και οι οικογένειες μας, για να διευρύνουμε τους ορίζοντες μας, και να εμβαθύνουμε στο γνωστικό μας αντικείμενο, με στόχο κάποια στιγμή να το εξασκήσουμε προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

 

Δε μας χαρίστηκε τίποτα και δε χρωστάμε σε κανέναν εκτός από τους εαυτούς μας και τους ανθρώπους που μας στήριξαν. Το πόσο «προνομιούχοι» είμαστε, ας μας επιτρέψουν οι συνάδελφοι να το γνωρίζουμε καλύτερα μέσα από το αγωνιώδες κυνήγι μιας υποτροφίας που θα μας επέτρεπε να συνεχίσουμε τις σπουδές μας, μιας κακοπληρωμένης θέσης εργασίας σε τηλεφωνικό κέντρο, σε διανομή φυλλαδίων, σε καταστήματα εστίασης ή σ’ένα πεντάμηνο πρόγραμμα του ΟΑΕΔ. Δεν είναι δυνατόν να μας ζητείται ν’απολογούμαστε για τους τίτλους σπουδών μας, ούτε για τα προσόντα μας, όποια έννοια κι αν δώσει κανείς στη συγκεκριμένη λέξη. Δε ζητάμε καμιά απόλυση αναπληρωτή για να πάρουμε τη θέση του, ούτε επιδιώκουμε να εξαλειφθεί η προϋπηρεσία από τα κριτήρια διορισμών.

 

Μακριά από λογικές αυταρέσκειας και ανθρωποφαγίας, διεκδικούμε κάλυψη όλων των κενών με μαζικούς, μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών, μέσα από ένα αντικειμενικό και αξιοκρατικό σύστημα προσλήψεων, που θα συνυπολογίζει ισοβαρώς όλα τα προβλεπόμενα κριτήρια. Οι αντινομίες που περιγράφονται στο κείμενο αυτό και βιώνουμε καθημερινά όλοι μας ως εκπαιδευτικοί(είτε εν ενεργεία, είτε με μηδενική προϋπηρεσία)δίχως να φέρουμε ευθύνη, μπορούν να εξισορροπηθούν από την Πολιτεία μέσα από την πρόβλεψη ειδικού ποσοστού στον πίνακα διορισμών για τα άτομα μηδενικής προϋπηρεσίας και όσους εμπίπτουν σε κοινωνικά κριτήρια, κατάργηση σχολικών συγχωνεύσεων, μικρότερα τμήματα και τερματισμό όλων των περικοπών που επιβλήθηκαν στην παιδεία τα τελευταία χρόνια. Στα δίκαια αυτά αιτήματα μας ζητάμε την συμπαράσταση όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας, αλλά και κάθε καλοπροαίρετου συμπολίτη μας.