: Δεν πρωτοτύπησε ούτε την φετινή χρονιά η επιτροπή που επέλεξε τα θέματα για την στις . Για άλλη μια φορά κλήθηκαν οι μαθητές (ΓΕΛ, ΕΠΑΛ, Εσπερινών σχολείων) να επεξεργαστούν κείμενα των οποίων η διασκευή ήταν πρόχειρη και προβληματική σε σημείο που να υπάρχουν δυσκολίες στην νοηματική αλληλουχία τους, άρα και στην κατανόησή τους προκειμένου να απαντήσουν «σωστά» στις σχετικές ερωτήσεις και –κυρίως- στην απόδοση της περίληψης ή στην απάντηση ερωτήσεων «κλειστού τύπου», δηλαδή «σωστού – λάθους».

της Αιμιλίας Καραλή (Φιλόλογος)

Για άλλη μια φορά οι συντακτικές, γραμματικές και σημασιολογικές παρατηρήσεις θύμισαν τις εξετάσεις για την επάρκεια μιας ξένης γλώσσας αντί για την δυναμική προσέγγιση της μητρικής γλώσσας των μαθητών.

Για άλλη μια φορά οι εκφωνήσεις για την παραγωγή κειμένου αναλώθηκαν στην μεγαλειώδη περιγραφή και διατύπωση ενός ηθικοπλαστικού αυτονόητου που ζητούσε το αυτονόητο: προτάσεις και λύσεις για το οικολογικό πρόβλημα («μόλυνση (sic!) του περιβάλλοντος), σκέψεις και συναισθήματα για την αλαζονική συμπεριφορά του ανθρώπου στο οικοσύστημα, η ανάγκη και της παιδευτικής λειτουργίας του σχολείου και ο «ρόλος» του εκπαιδευτικού και του μαθητή στην πραγμάτωσή της.

Τα όρια και οι εγγενείς αδυναμίες αυτού του τύπου αξιολόγησης του μαθήματος έχουν επισημανθεί και αναλυθεί εδώ και χρόνια. Αντί να παίρνονται υπόψη από τους κάθε φορά ιθύνοντες αγνοούνται και παρακάμπτονται. Γι’ αυτό κι ευδοκιμεί ένα σύστημα αναπαραγωγής έτοιμων πληροφοριών που προβάλλονται ως ιδανικά «σιγουράκια» για κάθε τύπου θέμα. Και κάθε χρόνο βάζουν στοίχημα οι διορθωτές των γραπτών δοκιμίων μετά τον πρόλογο κιόλας των εκθέσεων για το τι θα ακολουθήσει. Και είναι θλιβερό το θέαμα των κλωνοποιημένων εκφράσεων, περιόδων, παραγράφων που συναντούμε στα κείμενα των μαθητών, ασκημένων από «ειδικούς» προπονητές του «μαθήματος».

Ελάχιστα είναι τα γραπτά που αποπνέουν μια δημιουργική και πρωτότυπη σκέψη, μια ζωντανή γλώσσα, μια συστηματική και βαθιά προσέγγιση ακόμη και των «ανιαρών» θεμάτων. Τρομοκρατημένοι οι μαθητές για το τι «πρέπει» να γράψουν αυτολογοκρίνονται και ακολουθούν «δοκιμασμένα» μονοπάτια προκειμένου να εξασφαλίσουν «εγγυημένα» ένα στοιχειώδες 15. Γιατί τα γραπτά που ξεπερνούν το 18 στα Γενικά Λύκεια κυμαίνεται γύρω στο 1,5 %, ενώ στα ΕΠΑΛ γύρω στο 2,5% των γραπτών ξεπερνά το 16 (Στοιχεία του 2017). Και είναι τραγικό βέβαια το ότι οι βαθμοί στα Αρχαία Ελληνικά και στα Λατινικά (αλλά και σε εκείνα που στηρίζονται σε έναν βαθμό αποστήθισης όπως η Βιολογία, οι Αρχές Οικονομικής Θεωρίας, η Ιστορία) είναι κατά πολύ μεγαλύτεροι από εκείνους της έκθεσης, δηλαδή της αξιολόγησης των μαθητών στην γλώσσα την οποία μιλάνε.

Το θέμα βέβαια της βαθμολόγησης του μαθήματος είναι ένα άλλο ακανθώδες θέμα. Αποκλίσεις τεράστιες και σωρηδόν αναβαθμολογήσεις συνοδεύουν την πορεία προς την έκδοση των τελικών αποτελεσμάτων. Ορισμένες φορές νομίζει κανείς ότι οι βαθμολογητές έχουν διαβάσει διαφορετικό γραπτό. Μια ματιά μόνο στους αναρτημένους βαθμούς κάθε σχολείου είναι αρκετή για να εντοπιστεί το μέγεθος του προβλήματος.

Το ζήτημα της διδασκαλίας και της αξιολόγησης του μαθήματος της Νεοελληνικής γλώσσας –και ιστορικά- θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα διδακτορικής διατριβής. Γιατί αυτό που κυριαρχεί σήμερα είναι μια αποστεωμένη και ανούσια προσέγγισή του, υποταγμένη στην τυποποιημένη «σκέψη», απαλλαγμένη από την δημιουργικότητα, την γνώση και την πρωτοτυπία. Είναι κοντολογίς ένας καθρέφτης πολλαπλών αντανακλάσεων ενός κοινωνικού και, κατά συνέπεια, εκπαιδευτικού συστήματος που απεχθάνεται την «παιδεία» και την προορίζει μόνο για θέμα έκθεσης. Ακίνδυνα και κομφορμιστικά πράγματα, δηλαδή. Οψόμεθα.