Για πρώτη φορά η κυβερνητική, αλλά και η συνακόλουθη αυτής πολιτική, ηγεσία του τόπου μας ανάλωσε -για τρία και πλέον έτη- τόση φαιά ουσία στον λαϊκισμό, στην δημαγωγία και, βεβαίως, στην «προκλητική» συμπάθεια έναντι όλων εκείνων των αναπληρωτών καθηγητών τής Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Δρ/Δρ Απόστολος Α. Καπρούλιας, Φιλόλογος-Θεολόγος. Αντιπρόεδρος της ΕΛΜΕ Ζακύνθου και Μέλος της Επιτροπής Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της Νέας Δημοκρατίας.

Υπουργοί και Υφυπουργοί Παιδείας (Μπαλτάς, Κουράκης, Φίλης, Γαβρόγλου, Μπαξεβανάκης, Τζούφη), ακόμη και ο Αν. Υπουργός Οικονομικών (Χουλιαράκης) επέδειξαν τον «θεσμικό» οίκτο τους έναντι των εκπαιδευτικών αυτών, οι οποίοι, περιφερόμενοι ανά την Ελλάδα, συνεχίζουν να προσφέρουν -για ένα ευρύ χρονικό διάστημα- τις υπηρεσίες τους στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας.

Συστηματικά, μάλιστα, οι ως άνω θεσμικοί παράγοντες τούς ενεθάρρυναν αλλά και τους ενθαρρύνουν στο «κυνήγι» των μορίων, με αποτέλεσμα πολλοί από τους συνάδελφους να κατοικοεδρεύουν στα «δυσπρόσιτα», μακριά από τον τόπο τους και την οικογένειά τους για πολλούς μήνες. Και, ενώ με αυτόν τον τρόπο τους καλλιέργησαν την ελπίδα για τον μόνιμο διορισμό τους καθώς, από καιρού εις καιρόν,  υποσχέθηκαν ότι θα διορισθούν όλοι αυτοί οι «μετοικούντες» αναπληρωτές (25.000 διορισμοί), τώρα «δεσμεύονται» ότι η συζήτηση για το ζήτημα θα «ανοίξει» τον Οκτώβριο του 2018. Οι συνάδελφοι, όμως, διερωτώνται και ενδιαφέρονται για το πότε επιτέλους θα «κλείσει» αυτή η συζήτηση, ήτοι για το πότε έχουν προγραμματισθεί –βεβαίως, όχι από μία τέτοια αναξιόπιστη ως προς αυτό κυβέρνηση- οι διορισμοί τους. Όπως, επίσης, αγωνιούν να πληροφορηθούν και για τον ακριβή αριθμό των «ενδεχόμενων» διορισμών, καθώς φαίνεται τελικώς πως οι όποιες εξαγγελίες περί 25.000 διορισμών Δασκάλων και Καθηγητών ήσαν και εκείνες έωλες. Άλλωστε, και οι πρόσφατες δηλώσεις της κ. Τζούφη (15.000 διορισμοί) περίτρανα το επιβεβαιώνουν!

Πρόδηλον είναι, λοιπόν, πως οι όποιοι διορισμοί πραγματοποιηθούν θα απέχουν παρασάγγας ακόμη και από τον αριθμό που η κ. Τζούφη προσδιόρισε. Ήδη το Υπουργείο με τις, τουλάχιστον αντεπιστημονικές και αντιδεοντολογικές, δεύτερες και τρίτες αναθέσεις, με την κατάργηση των εργαστηριακών ωρών για τους συναδέλφους Φυσικούς, με τις επίσης «προκλητικές» ομαδοποιήσεις ειδικοτήτων (Βλ. Οικονομολόγοι), με την αύξηση των μαθητών ανά Τμήμα, αλλά και με τις συγχωνεύσεις σχολείων προχωρεί «μεθοδικά» στον επίπλαστο περιορισμό των οργανικών κενών, εκείνων δηλαδή που καλύπτει το μεγάλο εύρος των συναδέλφων αναπληρωτών. Εάν, τώρα, καλῇ τῇ πίστει αποδεχθούμε πως πράγματι οι διορισμοί θα εκκινήσουν το σχολικό έτος 2019-2020 (α΄ φάση), η εκτίμησή μου είναι πως στις «πολυπληθείς» ειδικότητες (ΠΕ-02, ΠΕ-03 και ΠΕ-04) δεν θα υπερβαίνουν –σε αυτήν την φάση- τους 200 με 250 συναδέλφους. Άρα, στην περίπτωση των Φιλολόγων (ΠΕ-02) στην πρώτη φάση φαίνεται πως μάλλον «διορίζονται» οι συνάδελφοι της Ειδικής Κατηγορίας, εάν και εφόσον, βεβαίως, ισχύσουν τα όσα τεχνηέντως διαρρέει το Υπουργείο περί, δηλαδή, επαυξημένης μοριοδότησης των κοινωνικών κριτηρίων.  Τι θα συμβεί, όμως, με την β’ και την γ’ φάση, όπου φαίνεται ότι στα χρονοδιαγράμματα του Υπουργείου αυτές θα ακολουθήσουν τα επόμενα, του 2019-2020, δύο σχολικά έτη;

Δεδομένου ότι η χώρα θα ευρίσκεται σε εκλογική περίοδο το Φθινόπωρο του 2019, θα ενεργοποιηθεί εκ νέου -ως προεκλογικό τέχνασμα ετούτη την φορά-  η ακόλουθη διλημματική διατύπωση: ή ψηφίζετε την Κυβέρνησή μας για να προχωρήσουν και οι επόμενες φάσεις διορισμών ή ψηφίζετε την Νέα Δημοκρατία, η οποία θα προχωρήσει σε απολύσεις –διά της «τιμωρητικής» αξιολόγησης- εκπαιδευτικών. Εν ολίγοις, εάν εκλεγεί η Νέα Δημοκρατία, οι αναπληρωτές να μην προσβλέπουν σε διορισμούς και, βεβαίως, οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί καλόν είναι να αρχίσουν να ανησυχούν!

Ο Κ. Μητσοτάκης όσο και η αρμόδια Τομεάρχης Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Ν. Κεραμέως- δεν ενεπλάκησαν, σκοπίμως κατά την άποψή μου, σε αυτό το «μικροπολιτικό παζάρι». Αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν το ζήτημα της Παιδείας –άρα και τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς που απρόσκοπτα και αγόγγυστα στηρίζουν την κύρια θεσμική μορφή της- με την δέουσα υπευθυνότητα και σοβαρότητα. Δεν χρησιμοποιούν όψεις ή πτυχές του «φθηνού» λαϊκισμού προς άγραν των ψήφων. Ωστόσο, θα πρέπει να ομολογήσουμε εδώ ότι εξαρχής έχουν διασυνδέσει το ζήτημα των διορισμών στην Εκπαίδευση με τον θεσμό της αξιολόγησης. Αλλά περί ποίας αξιολόγησης ομιλούν; Πώς νοείται ο όρος, στην περίπτωση που θεαθεί πέραν των «αριστερών» μεθερμηνειών του;

Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας αλλά και η Ν. Κεραμέως έχουν κατ’ επανάληψιν διευκρινίσει πως δεν επ’ ουδενί δεν αναφέρονται σε «τιμωρητική» αξιολόγηση. Επιπροσθέτως, έχει επισημανθεί –στο πρόσφατο συνέδριο της ΔΑΚΕ Καθηγητών- πως σε έναν τέτοιον θεσμό δεν είναι δυνατόν να αξιολογούνται μόνον φυσικά πρόσωπα. Για την Παράταξή μας, ο εν λόγω θεσμός χρειάζεται πρωτίστως να αφορά στις οργανωτικές και στις λειτουργικές πτυχές τής εκπαιδευτικής δραστηριότητας, τις οποίες, εν τω μεταξύ, θα «αξιολογήσει», ενεργοποιώντας τα δέοντα επιστημονικά και παιδαγωγικά κριτήρια. Υπό την έννοια αυτήν, χρειάζεται να επαναξιολογηθούν και, ούτως ειπείν, να επαναπροσδιορισθούν επί τα βελτίω όλες εκείνες οι «καινοτόμες εφαρμογές» τής σημερινής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας. Οίκοθεν, λοιπόν, εννοείται πως οι ως άνω αναφερόμενες αντιεπιστημονικές και αντιπαιδαγωγικές πρωτοβουλίες του Υπουργείου (δεύτερες και τρίτες αναθέσεις, κατάργηση εργαστηριακών ωρών, ομαδοποιήσεις ειδικοτήτων, αύξηση των μαθητών ανά Τμήμα, συγχωνεύσεις σχολείων) δεν έχουν θέση σε έναν χώρο στον οποίο ως Παράταξη φιλοδοξούμε, αν μη τι άλλο,  να άρχει η ορθολογικότητα.

Κατόπιν τούτων και σε έναν δεύτερο βαθμό θα προχωρήσει και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Άλλωστε, τόσο η ελληνική κοινωνία όσο και η εκπαιδευτική κοινότητα δεν ανθίστανται στην εν λόγω εξέλιξη της διαδικασίας. Μπορεί, ένθεν κακείθεν, να διατυπώνονται επιφυλάξεις ως προς την μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί, ωστόσο είναι απολύτως βέβαιον πως η ύπαρξή της θα οδηγήσει σε βελτιωτικές και σε αυτοβελτιωτικές των εκπαιδευτικών παρεμβάσεις. Θα αποτελέσει έναν ασφαλή πλοηγό, ώστε να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε όλοι εμείς οι εμπλεκόμενοι στην Εκπαίδευση τον βαθμό ετοιμότητάς μας, αν όχι στο ιδανικό, τουλάχιστον στο ενδεδειγμένο εκπαιδευτικό και μαθησιακό περιβάλλον. Και αναφορικά με τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται περί του εφικτού ή μη μίας δικαίας αξιολόγησης του εκπαιδευτικού δυναμικού, θα σημείωνα πως από ορισμένα Πανεπιστημιακά Τμήματα (π.χ. στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς) έχουν πλέον «εφευρεθεί» τα μεθοδολογικά εκείνα εργαλεία, τα οποία και θα διασφαλίσουν μία άκρως αντικειμενική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Να σημειώσω εδώ δε πως, στο εν λόγω Πανεπιστημιακό Ίδρυμα, η έρευνα και η ενδελεχής μελέτη επί της ποιοτικής κατοχύρωσης της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού προσωπικού έχει προχωρήσει πλέον σε τέτοιον βαθμό, ώστε να διδάσκεται ως γνωστικό αντικείμενο ακόμη και σε μαθήματα e-learning.

Επομένως, για να επανέλθω και στο ζήτημα του διορισμού των αναπληρωτών συναδέλφων, θα σημείωνα πως η Νέα Δημοκρατία δεν αρνείται ότι είναι άκρως απαραίτητη η συνεισφορά και η διδακτική εμπειρία τους στην Εκπαίδευση. Ωστόσο, κατά την άποψή μου και εντελώς παρενθετικά, μία απολύτως δίκαιη και αξιοκρατική διαδικασία επιλογής εκπαιδευτικού προσωπικού θα πρέπει -έστω και με έναν άλλο τρόπο ή και σε ένα ποσοτικό μέγεθος- να μην αποστερεί την δυνατότητα συμμετοχής σε εκείνη και συναδέλφων, οι οποίοι δεν πληρούν απαραίτητα το κριτήριο της προϋπηρεσίας.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι σαφές πως η πρώτη διάσταση της αξιολόγησης εκχωρεί την δυνατότητα στην επομένη ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να διαθέτει πλέον μία σαφή, ολοκληρωμένη και, κυρίως, ορθολογική άποψη περί των οργανικών κενών, οπότε και τοιουτοτρόπως να προχωρήσει στην ανάληψη των σχετικών πρωτοβουλιών. Παρά ταύτα, εκτιμώ ότι χρειάζεται και από την πλευρά των ενδιαφερομένων να καταστεί κατανοητό πως ο χώρος που θα τους «υποδεχθεί» με μία άλλη, της συνήθους για εκείνους, σχέση εργασίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραμένει εγκλωβισμένος σε παλαιές συνήθειες, τάσεις ή λογικές αδράνειας και εφησυχασμού. Χρειάζεται να «αναβαπτισθεί» και διά της αξιολογικής «αναβάθμισης», της υποστήριξης και της εξέλιξης τόσο του εκπαιδευτικού έργου όσο και του ικανού καθ’ όλα στελεχιακού δυναμικού.