«Πιο σημαντική από το πρόγραμμα μαθημάτων είναι η μέθοδος της διδασκαλίας και το πνεύμα μέσα στο οποίο προσφέρεται». (Μπ. Ράσελ)

 

Από την εποχή των πρώτων σχολείων της σύγχρονης Ελλάδας, της Ελλάδας που μετρούσε τις πληγές αιώνων σκλαβιάς και που προσπαθούσε είτε με την ανούσια αρχαιολατρεία είτε με το στείρο μιμητισμό προς την Εσπερία να κερδίσει ένας μέρος από τον χαμένο χρόνο και να βρει έναν ευρωπαϊκό βηματισμό, με την εκπαίδευση να εντάσσεται με έναν αγχωτικό τρόπο σ’ αυτή την προσπάθεια και ως εκ τούτου ο παιδαγωγισμός επιχειρούσε να κινητοποιήσει τη θέληση του έθνους για πρόοδο, μέχρι τη σημερινή εποχή της θεοποίησης της ανταγωνιστικότητας και της καθολικής εμπορευματοποίησης, της απόλυτης χρησιμοθηρίας και του ατομισμού και την εκ τούτου μονομέρεια της μετάδοσης της γνώσης να καθίσταται ο κύριος στόχος της εκπαίδευσης, υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση.

 
Αν μελετήσουμε τα παλιά αναλυτικά προγράμματα και τα σχολικά βιβλία, ο παιδαγωγισμός επικυριαρχεί και παίρνει συχνά ακόμα και τη μορφή προπαγάνδας / καταναγκασμού και όχι συμβουλευτικής: «να μάθει το παιδί να αγαπάει την εργασία, να σέβεται τους μεγαλύτερους, να έχει ως ιδανικά το έθνος και την πατρίδα, να πιστεύει στην εκκλησία και στην οικογένεια». Παραμελείται σημαντικά η σύγχρονη διαφωτιστική τάση για ενίσχυση των θετικών επιστημών (κάποια στιγμή για να …καλυφθεί αυτό το κενό ιδρύεται ένα Λύκειο, το Βαρβάκειο) και η τεχνική εκπαίδευση. Και έτσι, η ελληνική εκπαίδευση υστερεί από την ίδια τη θεμελίωσή της.

 
Τα σημερινά βιβλία κίνησαν το εκκρεμές στην άλλη άκρη: να στουμπώσουν το μυαλό του παιδιού με γνώσεις και πληροφορίες, να ξέρει περισσότερα από τον άλλο, να απομνημονεύσει τα πάντα. Και το αξιακό πεδίο αντιμετωπίζεται σαν να μην υπάρχει. Ποιος μιλάει με επιμέλεια στα παιδιά σήμερα, για παράδειγμα, να είναι φιλεργατικά, να κατανοήσουν ότι η εργασία είναι απαραίτητο στοιχείο κοινωνικής και προσωπικής ολοκλήρωσης και όχι μόνο στοιχείο οικονομικής ευεξίας ή να σέβονται κάθε άνθρωπο; Η παιδαγωγική απουσιάζει. Η ελληνική εκπαίδευση υστερεί και πάλι από την ίδια τη θεμελίωσή της αλλά σε άλλη περιοχή.

 
Το ποια είναι η σχέση της αγωγής και της μετάδοσης της γνώσης δεν φαίνεται να απασχολεί το ελληνικό σχολείο. Δεν αναδεικνύεται η διαλεκτική τους σχέση. Δεν παίρνει θεσμική έκφραση το γεγονός ότι η μετάδοση των γνώσεων δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσον αγωγής και ένταξης του νέου στην κοινωνία.

 
Οι σχεδιαστές της εκπαιδευτικής πολιτικής δεν μπορούν να συλλάβουν το «Όλον», όλη η αναφορά της είναι εγκιβωτισμένη στο τι μπορεί να προβλέψει ο νομοθέτης, στο πεδίο του ορατού (αναλυτικά προγράμματα, ωρολόγια προγράμματα, βιβλία…). και αυτό κάνουν σήμερα οι πολιτικά αρμόδιοι. Γιατί δεν μπορούν να κατανοήσουν τον πυρήνα και την ουσία της σχολικής ζωής, δεν μπορούν να αποκρυσταλλώσουν παρεμβάσεις που να πηγάζουν από τη λειτουργία της σχολικής αίθουσας…
Κι’ αυτό είναι απόρροια ενός απλού εκπαιδευτικού ερωτήματος που δεν τίθεται: Τι είναι αυτό που κινητοποιεί τη σκέψη του παιδιού; Γιατί εδώ έγκειται το μεγαλείο του ανθρώπου και συνάμα της παιδείας. Αρκεί να σκεφθούμε ότι η δύναμη της σκέψης ενός ανθρώπου μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Ένας άνθρωπος αλλάζει την εικόνα του κόσμου. Ο Αριστοτέλης, ο Νεύτωνας, ο Αϊνστάιν… άλλαξαν τον κόσμο.
Να αναρωτηθούμε, λοιπόν, πόση είναι η δύναμη της σκέψης μας, αφού ένα σκίρτημά της μπορεί να αλλάξει τη σύνολη πραγματικότητα; Αυτή είναι η ομορφιά της γνώσης, αυτός ο στόχος της αγωγής, αυτός είναι ο πυρήνας της παιδείας. Η εκπαίδευση ως θεσμοθετημένη έκφραση της πολιτείας επιζητεί την προαγωγή της Παιδείας. Ως εκ τούτου, η εκπαίδευση δεν μπορεί να εξαντλείται στα επιμέρους και να χάνει την ψυχή της στα δευτερεύοντα.

 
Οφείλει να καλλιεργεί στους μαθητές και στις μαθήτριες πνεύμα ανησυχίας και αναζήτησης, να δημιουργεί πηγή εργατικότητας και δημιουργίας, να προάγει μια αντίληψη και μια στάση ζωής. Γι’ αυτό τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου διερευνούν πέραν των γνώσεων, την άρτια προσωπικότητα, την κοινωνικότητα, την πνευματική εγρήγορση. Η Παιδεία αφορά το «Όλον», του ανθρώπου και του Κόσμου.
Στο γνωστό καταγωγικό επιστημολογικό πρόβλημα της «γνώσης απ’ έξω» για να μπορείς να παρατηρήσεις το επισκοπούμενο αντικείμενο και της «γνώσης από μέσα», για να μπορείς να κατανοήσεις το αντικείμενο, η ψυχή της Παιδείας επιχειρεί την υπέρβαση της γνωστής «αντίθεσης υποκειμένου – αντικειμένου σε σχέση με το σύστημα της συμμετοχής – μέθεξης δράστη της γνώσης και του προς γνώση κόσμου» (M. Gauchet, Η απομάγευση του κόσμου).
Η είναι μέθεξη… Μέθεξη του Κόσμου, μέθεξη της ζωής… Γιατί μόνο έτσι μπορεί να καλλιεργήσει τις βαθύτερες πνευματικές και υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου.
Εδώ αναδύεται η μεγάλη πρόκληση του σχολείου και του εκπαιδευτικού: Πώς μπορεί να αναζητήσεις και να βρεις την αυθεντικότητα της «άγριας σκέψης», όπου οι γνώσεις δεν δημιουργούν βεβαιότητες και προκαταλήψεις αλλά καθίστανται αναβαθμίδες για νέα γνώση, για διαρκή κινητοποίηση της σκέψης, για πνευματική χειραφέτηση, για την αυτεξουσιότητα του ανθρώπου.
Πώς μπορείς να εμπνεύσεις τη σκέψη των νέων με τις φοβερές δυνατότητες που αυτή έχει, ώστε να είναι διαρκώς ερευνητική και στοχαστική, να αλλάξει τον κόσμο και να γευθεί το νόημα της ζωής!

«Ο αληθινά σοφός δάσκαλος
δεν σε προσκαλεί στον οίκο της σοφίας του,
αλλά στο κατώφλι του δικού σου πνεύματος».

Χαλίλ Γκιμπράν, λιβανέζος συγγραφέας και ποιητής.