Είσαι . Το διάλεξες, ήταν επιλογή σου, δηλώνεις περήφανα πως είσαι νηπιαγωγός και πως είναι ό,τι πιο δημιουργικό έχεις κάνεις μέχρι τώρα.

Της Χαράς Ανδρεΐδου*

Δεν βρίσκεσαι στην πρώτη νεότητα, έχεις πίσω σου μια ζωή και στους ώμους σου το βάρος αρκετών χρόνων. Έχεις πτυχία από δύο πανεπιστημιακές σχολές, ένα μεταπτυχιακό και ένα διδακτορικό (σε διαφορετικά αντικείμενα), πτυχία ξένων γλωσσών και ένα πολυσέλιδο βιογραφικό σε θέσεις ευθύνης και σε πολλά, διαφορετικά, πάντοτε δημιουργικά πεδία. Όλα αυτά ωστόσο δεν μοριοδοτούνται με κανέναν τρόπο για την τοποθέτησή σου σε έναν νομό και σε ένα σχολείο, κι έτσι όλα αυτά τα χρόνια, όλη αυτή η γνώση, όλη αυτή η εμπειρία, είναι σαν να μην υπάρχουν  μέσα στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, όπου το μόνο που μετράει είναι η προϋπηρεσία.

Είσαι επίσης εργαζόμενη μητέρα δύο παιδιών, που μπορεί να μην είναι πια βρέφη, ωστόσο είναι ακόμα προστατευόμενα μέλη, άρα εξαρτώνται ακόμα από σένα με πολλούς τρόπους, και τα μεγάλωσες μόνη σου καθώς πήρες διαζύγιο όταν αυτά ήταν ακόμη σε νηπιακή ηλικία. Δεν είσαι παντρεμένη, και τιμωρείσαι γι’ αυτό, αφού δεν έχεις τα περίφημα – και παράλογα καθοριστικά – Μόρια της συνυπηρέτησης, ό,τι δουλειά κι αν θα έκανε ο σύζυγός σου. Έχεις περάσει πρόσφατα μια πολύ σοβαρή περιπέτεια υγείας, η οποία, αφού σου στράγγιξε κάθε ικμάδα για ένα μεγάλο διάστημα και εξακολουθεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην καθημερινότητά σου, σε «προίκισε» με μια επίσημη πιστοποίηση αναπηρίας από τα ΚΕΠΑ, ευτυχώς όχι πάνω από πενήντα τοις εκατό, δηλαδή σε ημιθανή κατάσταση, αλλά δυστυχώς και πάλι όχι σε βαθμό που να σου δίνει πολύτιμα Μόρια για την τοποθέτησή σου σε ένα σχολείο.

Αναγκάζεσαι να κάνεις πάνω από εκατό χιλιόμετρα κάθε μέρα, με πάγο στον δρόμο, με ομίχλη που δεν σου επιτρέπει να δεις πέρα από το καπό του αυτοκινήτου, με καταρρακτώδη βροχή, με αποχαυνωτικό καύσωνα, σε έναν άθλιο δρόμο, παίζοντας τη ζωή σου κορώνα-γράμματα και παίζοντας πακμαν με τις νταλίκες και τα φορτηγά, για να πας στον διπλανό νομό, όπου έχεις τοποθετηθεί, να στριμώχνεσαι κάθε μέρα μέσα στο κουβούκλιο ενός αυτοκινήτου μαζί με άλλους δύο, τρεις, τέσσερις, ταλαιπωρημένους και ταλαίπωρους όπως κι εσύ, συναδέλφους – στην καλύτερη περίπτωση – ή να κάνεις αυτή τη διαδρομή μόνη σου – στη χειρότερη περίπτωση – οπότε κυριολεκτικά ο μισός από τον πενιχρό μισθό σου να φεύγει στις βενζίνες και στη συντήρηση του αυτοκινήτου. Το σχολείο όπου είναι η οργανική σου θέση έχει κλείσει, γιατί όλες οι νεαρές οικογένειες έχουν φύγει από τα χωριά και ο αριθμός των παιδιών δεν αρκεί για να κρατήσει ανοιχτό ένα σχολείο. Προσπαθείς, με όση δύναμη και όσο κουράγιο διαθέτεις – και όση αξιοπρέπεια αντέχεις να διατηρήσεις – να διεκδικήσεις μια καλή, για τα δεδομένα τα οποία μόλις προανέφερα, τοποθέτηση.

Αναγκάζεσαι να επιδοθείς στο κυνήγι των , μέσα σε ένα σύστημα που, περισσότερο κι από δυσλειτουργικό κι από άδικο κι από άκαμπτο, είναι εξωφρενικά, ασύλληπτα παράλογο, με έναν παραλογισμό που ξεπερνάει κάθε φράγμα και κάθε όριο κοινής λογικής και σεβασμού απέναντι στον συνάδελφο, στον συνάνθρωπο, στον άνθρωπο. Αναγκάζεσαι να υποστείς την ταπείνωση να εξηγήσεις σε έναν, σε δυο, σε τρεις, σε εκατόν τρεις ανθρώπους, οι οποίοι είναι αρμόδιοι για να αποφασίσουν για τη δική σου ζωή, μια και δυο και τρεις και εκατόν τρεις φορές, τις πιο προσωπικές λεπτομέρειες της οικογενειακής σου ζωής, της οικονομικής σου κατάστασης, της κατάστασης της υγείας σου. Αναγκάζεσαι να μετέλθεις όλα τα μέσα για να πείσεις για τα αυτονόητα, μπαίνεις, χωρίς να το θέλεις, σε μια διαδικασία ανταγωνισμού και καχυποψίας με τους συναδέλφους σου, με τους οποίους διεκδικείς το έπαθλο μιας θέσης σε ένα σχολείο, μιας τάξης δικής σου, όπου θα μπορείς να κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις, να διδάξεις. Και δεν τα καταφέρνεις. Σου λένε ότι περισσεύεις, ότι δεν υπάρχει θέση για σένα.

Αναγκάζεσαι να υποστείς την ταπείνωση τού να εξηγήσεις στον γονιό, που σε γνωρίζει σαν δασκάλα του παιδιού του και σε πλησιάζει με χαρά να σου ευχηθεί Καλή Χρονιά και να σου πει πόσο χαίρεται που θα είσαι και φέτος μαζί με το παιδί του, αναγκάζεσαι να του πεις πως δεν θα είσαι φέτος στην τάξη σου, με τους περσινούς μαθητές σου, γιατί δεν έχεις Μόρια και περισσεύεις.

Και – το πιο οδυνηρό, το πιο επώδυνο, το πιο ισοπεδωτικό απ’ όλα – δεν ξέρεις τι να πεις και πώς να κρύψεις τον λυγμό σου όταν το νηπιάκι σου, που το ξέρεις από μωρό στο καροτσάκι, όταν το έφερνε η μητέρα του στο σχολείο για να πάρει το μεγαλύτερο αδελφάκι του, που ήταν κι εκείνο μαθητής σου, σ’ αυτό το νηπιάκι σου, που πέρασες πέρυσι μια ολόκληρη χρονιά μαζί του, που το είδες, με τη βοήθεια και την υποστήριξή σου να μεταμορφώνεται από «κουταβάκι» σε άνθρωπο, στο αγαπημένο σου νηπιάκι, που έρχεται και σ’ αγκαλιάζει με την εμπιστοσύνη που μόνο ένα νήπιο μπορεί να νιώσει και να δείξει, δεν ξέρεις τι να του πεις όταν σε ρωτάει:

«Κυρία, δεν θα μας πεις εσύ το παραμύθι;»

«Όχι, αγάπη μου, γιατί δεν έχω Μόρια»…

 

*Εκπαιδευτικός, συγγραφέας