Τις προάλλες βρέθηκα τυχαία σε μια μεγάλη παρέα , δηλαδή νέων από 18 ως 23 ετών περίπου. Φυσικά δεν άφησα την ευκαιρία να πάει χαμένη. Έπιασα αμέσως δουλειά: έφερα την κουβέντα, χωρίς να με πάρουν χαμπάρι, στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της εποχής μας. Βλέπετε ήθελα να πάρω λίγη από την επαναστατική φλόγα της νεολαίας μας, ίσως γιατί τώρα τελευταία νιώθω τη δική μου αρκετά πεσμένη.

Και ενώ πίστευα ότι θα ακούσω οργισμένες κραυγές, ότι θα αντικρύσω επαναστατημένες συνειδήσεις νέων που όλα θέλουν να τα αλλάξουν, ενώ περίμενα ότι θα αναγκαστώ να απολογηθώ για τις δικές μας προηγούμενες γενιές για το λόγο ότι έχουν ευθύνες για την σημερινή κατάσταση φευ…….. τίποτα από αυτά δεν έγινε.
Οι απόψεις των νέων που εκφράστηκαν με έπιασαν εξ απροόπτου. Ήταν γεμάτες ορθολογισμό και τολμώ να πω συντηρητισμό. Μάλιστα όταν προσπάθησα να τους τσιγκλήσω και να τους μιλήσω για συλλογικές διεκδικήσεις, για κινήματα και άλλα συναφή, ένας από αυτούς πήρε το λόγο και κάπως ειρωνικά μου είπε: «καλά δεν νομίζεις ότι κάποια στιγμή εσείς οι μεγαλύτεροι πρέπει να μεγαλώσετε λιγάκι; Πρέπει επιτέλους να δείτε την πραγματικότητα. Πότε θα το χωνέψετε ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει; Μας έχετε πρήξει με τις ιδεολογίες σας». Εμβρόντητος περίμενα λίγο μήπως κάποιος άλλος από την παρέα των φοιτητών αντιδράσει στα λεγόμενα του προλαλήσαντα αλλά ήταν ολοφάνερο ότι αυτός μιλούσε εκ μέρους όλων. Πήρα το λόγο και κάπως απότομα τους ρώτησα: «Καλά δεν είστε έξαλλοι με όλα αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μας;». Ένας άλλος φοιτητής μου απάντησε: «Πλάκα σπάμε. Δεν είναι πράγματα για να ασχοληθεί κανείς στα σοβαρά».

Εν τω μεταξύ οι περισσότεροι από αυτούς, για όση ώρα μιλάγαμε, ήταν με το ένα μάτι σε μένα και το άλλο στο κινητό τους, θυμίζοντας πιο πολύ σχολιαρόπαιδα παρά φοιτητές. Γυρνάω λοιπόν και τους λέω αγριεμένος αυτή τη φορά: «ρε παιδιά, τελικά εσείς τα βρίσκετε όλα καλά;». Μια κοπέλα μου απάντησε αμέσως: «Καθόλου καλά αφού όταν τελειώσουμε την σχολή δεν θα βρούμε εύκολα δουλειά». Η αλήθεια είναι ότι με αυτό που άκουσα αναθάρρεψα λιγάκι αλλά δεν κράτησε για πολύ γιατί κάτι μέσα μου με έτρωγε και την έκανα την ερώτηση: «Δηλαδή αν βρείτε δουλειά θα είστε απόλυτα ευχαριστημένοι;». Ένας ψηλός πήρε το λόγο: «φυσικά, τι άλλο να θέλουμε δηλαδή; Ειδικά και άμα είναι και καλή, σούπερ!!!».
Είχα πέσει από τα σύννεφα και μάλιστα χωρίς να προνοήσω για αλεξίπτωτο. Ένιωθα, παρόλο που είχα τη διπλάσια ηλικία από αυτούς, σαν να ήμουν εγώ ο μικρός και ονειροπόλος της παρέας. Από εκείνους καμία επαναστατικότητα, εντελώς απολιτική στάση στα πράγματα, καμία οργή, καμία ρομαντική διάθεση. Ειδικά αυτή η φράση: «αν βρούμε και μια καλή δουλειά, όλα καλά» τρύπαγε το μυαλό μου.

Θα μου πείτε, μπορεί να ήταν η συγκεκριμένη παρέα. Έλα όμως που αυτές τους οι κουβέντες απλά μου επιβεβαίωσαν αυτό που πέρναγε καιρό από το μυαλό μου. Γνωρίζω βέβαια κάποιες εξαιρέσεις αλλά θεωρώ ότι η πλειοψηφία έχει απόψεις σαν της παραπάνω παρέας.
Στη διαδρομή για το σπίτι, αφέθηκα στις σκέψεις μου. Θυμήθηκα τις δικές μου γενιές ως νεολαία. Καταρχάς ποτέ μα ποτέ δεν είχα ακούσει κάποιον συμφοιτητή ή φίλο μου να εκφράζεται τόσα ωμά και κυνικά. Θυμάμαι ότι αυτό που θέλαμε τότε και συζητάγαμε ήταν πως θα αλλάξουμε τον κόσμο. Είχαμε όνειρα συλλογικά. Με είχε συγκλονίσει η ατομιστική στάση των σημερινών φοιτητών που σας προανέφερα: ο καθένας τους νοιαζότανε να βρει δουλειά ο ίδιος, δηλαδή να βολευτεί μόνον αυτός, που είναι τελείως διαφορετικό από το να ζητάς να μειωθεί η ανεργία.
Γιατί άραγε το ορμητικό ποτάμι, που περίμενα σήμερα να παρασύρει και μένα, αποδείχτηκε ήσυχη λιμνούλα; Γιατί η νεολαία μας, στην μεγάλη της πλειοψηφία, μοιάζει να έχει πολιτική αφασία; Μια λέξη περνούσε επίμονα από το μυαλό μου: .
Ματαιωμένες εφηβείες ή μήπως σε αναστολή;

 
Η σημερινή νεολαία μοιάζει να είναι η γενιά των ματαιωμένων εφηβειών. Παλιά που τα παιδιά είχαν εφηβείες πρώτα επαναστατούσαν εναντίον των γονέων τους και αργότερα αυτή η επαναστατική φόρα συνεχίζονταν και εναντίον αυτού που τότε λέγαμε σύστημα ή κατεστημένο. Πόσο παλιές όμως ακούγονται αυτές οι λέξεις σήμερα; Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην. Αφαιρέσαμε την εφηβεία από τα παιδιά γιατί τους στραγγίξαμε όλο το χρόνο τους. Οι μαθητές σήμερα δεν έχουν χρόνο για χάσιμο αφού πρέπει να ετοιμαστούν από πολύ μικροί για την μεγάλη δοκιμασία της ζωής τους: τις εισαγωγικές εξετάσεις. Πρέπει να αποκτήσουν και επιπλέον προσόντα, όσα περισσότερα γίνεται από τους άλλους. Και όμως αυτός ο «χρόνος για χάσιμο» είναι που αφήνει την εφηβεία να βιωθεί όπως πρέπει και να αποτελέσει το βασικότερο σκαλοπάτι της ενηλικίωσης. Αυτός ο χαμένος από τα διαβάσματα χρόνος, της άσκοπης περιπλάνησης ,του χασομεριού, που τα παιδιά ονειροπολούν, που «αλητεύουν», που παίζουν ή κάνουν κάτι που τα ευχαριστεί πραγματικά, που κοιτάνε στον καθρέπτη το σώμα τους να αλλάζει και που ανακαλύπτουν τον εαυτό τους είναι ο ωφέλιμος χρόνος της εφηβείας.
Και εμείς οι γονείς να ψαλιδίζουμε τις εφηβείες των παιδιών μας. Στην περίοδο της έκρηξης των συναισθημάτων τους και του δημιουργικού τους χάους ζητάμε από τα παιδιά μας να γίνουν μηχανές που εκτελούν συγκεκριμένα προγράμματα και εντολές. Και αισθανόμαστε ότι έχουμε πετύχει ως γονείς μόνο αν τα παιδιά μας πετύχουν στο πανεπιστήμιο. Λες και δεν θέλουμε τίποτα άλλα από τα παιδιά μας. Μόνο με μεγάλο καμάρι αύριο να μπορούμε να πούμε: «σπούδασα δύο παιδιά». Αλήθεια μας ενδιαφέρει καθόλου, αν αύριο τα παιδιά μας θα είναι ισορροπημένα, αν θα είναι ευχαριστημένα από τη ζωή τους, αν θα έχουν κοινωνική και πολιτική συνείδηση, αν θα νοιάζονται για ότι συμβαίνει γύρω τους και για τους άλλους, αν θα είναι ικανά να κάνουν υγιείς σχέσεις; Μάλλον όλα αυτά τα θεωρούμε δευτερεύοντα. Το μόνο που θέλουμε είναι να σπουδάσουν σε καλή σχολή και να βρουν μια καλή δουλειά. Ότι δηλαδή ακριβώς μου εξέφρασαν με περίσσεια ωμότητα και οι φοιτητές που σας είπα στην αρχή της αφήγησής μου: «αν βρούμε και μια καλή δουλειά, όλα καλά» μου είχαν πει.
Σκεφτόμενος όλα αυτά είχε γίνει μια μετατόπιση του θυμού μου. Ο θυμός που είχα νιώσει για τους φοιτητές είχε μετατοπιστεί σε αυτούς που πλέον θεωρούσα ως ηθικούς αυτουργούς της στάσης τους στα πράγματα: στους γονείς τους και γενικά στις γενιές που τους μεγάλωσαν. Οι φοιτητές με τις ματαιωμένες εφηβείες απλά είχαν πιστέψει ως δικά τους όνειρα τις προσδοκίες που είχαν οι γονείς τους από εκείνους, μιας και εντελώς δικά τους όνειρα δεν τους είχε επιτραπεί να κάνουν. Τι άλλο περίμενα και εγώ δηλαδή από νέους που έχουν περάσει αυτή την διαδικασία υποταγής, που έχουν μάθει να κάνουν υπομονή μέχρι να εκπληρώσουν τα όνειρα άλλων;
Έχετε παρατηρήσει ότι η σημερινοί νέοι δεν έχουν ρολόγια; Πιθανόν αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι πάντα κάποιος άλλος βρίσκεται δίπλα τους με το χρονόμετρο στο χέρι και τους λέει να κάνουν γρήγορα. Σε μια περίοδο της ζωής τους που το φυσιολογικό είναι να επιβραδύνουν ώστε να μπορούν να εμπεδώσουν τις αλλαγές που γίνονται στα κορμιά και στις ψυχές τους εμείς τους λέμε: «Βιάσου, έχεις καθυστερήσει, θα σε περάσουν οι άλλοι». Κάπως έτσι λοιπόν «οι άλλοι» γίνονται «οι αντίπαλοι» και η ζωή γίνεται ένας ανελέητος αγώνας επιβίωσης.
Αναρωτιέμαι μήπως τελικά εμείς οι μεγαλύτεροι βάζουμε τα παιδιά μας στη χρονο-μηχανή κάπου εκεί που ξεκινάνε το Γυμνάσιο και αυτή τα ταξιδεύει κατευθείαν στα δεκαοχτώ τους χρόνια χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς και χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα από τη διαδρομή; Να γιατί αυτή η παρέα των νέων μου θύμισε περισσότερο μαθητές στην αρχή της εφηβείας τους παρά ενήλικους φοιτητές. Μήπως τελικά την σημερινή εποχή η εφηβεία δεν ματαιώνεται όπως αρχικά πίστευα αλλά πλέον αρχίζει στα δεκαοχτώ;