: Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σπουδών του Λυκείου για το μάθημα της Ν. Γλώσσας, κατά την παραγωγή λόγου ο μαθητής οφείλει να «προβληματίζεται για ποικίλα θέματα και να εκφράζεται γραπτά με σαφήνεια

• να χειρίζεται τους τρόπους πειθούς (επίκληση στη λογική, στο συναίσθημα, στην αυθεντία κ.λπ) και τα διάφορα μέσα πειθούς (επιχειρήματα, τεκμήρια, περιγραφές, μεταφορές, χιούμορ κ.λπ) με τον κατάλληλο τρόπο για να πετύχει τον εκάστοτε επιδιωκόμενο στόχο

• να αναπτύξει την ικανότητα να γράφει ποικίλα είδη κειμένων, στα οποία κυριαρχεί ο αποφαντικός – κριτικός τρόπος ή παρουσιάζονται οι ποικίλες μείξεις του με τους άλλους τρόπους και να χρησιμοποιεί την κατάλληλη για την περίσταση γλωσσική ποικιλία».

του Γιώργου Χρυσουδάκη* για το

Η εμπειρία των μάς δείχνει ότι το επικοινωνιακό είδος που κυριαρχεί στην είναι το άρθρο και ακολουθούν ο προσχεδιασμένος προφορικός λόγος (ομιλία), η επιστολή και το δοκίμιο πειθούς.

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΛΟΓΟΥ:

Η μηχανιστική καταγραφή ιδεών λειτουργεί απολύτως αρνητικά στην ανάλυση και αιτιολόγηση των επιχειρημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, συνήθως, οι μαθητές ακολουθούν το «μοντέλο της παράθεσης πληροφοριών» («knowledge telling»), το οποίο δε συνιστά ουσιαστική ανάπτυξη των ζητουμένων του θέματος και, παράλληλα, πλήττει ευθέως και τη συνεκτικότητα του κειμένου.

Στο πλαίσιο αυτό, η πληροφορία: «η διαφήμιση μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική κατανάλωση», είναι μία ανώφελη πληροφορία, αν καταγραφεί μηχανιστικά και στερεότυπα από τον μαθητή. Συνεπώς, εκείνο που κρίνεται απολύτως αναγκαίο είναι οι μαθητές να μπορούν να μετατρέψουν τις αποδεικτέες θέσεις σε επιχειρήματα, στα οποία θα φαίνεται η πορεία ανάλυσής τους και οι εννοιολογικές σχέσεις μεταξύ των προτάσεων / περιόδων του επιχειρήματος.

Επίσης, εκείνο που, συχνά, παρατηρείται είναι ότι ο μαθητής «σηκώνει τα χέρια ψηλά», όταν δεν μπορεί να ανακαλέσει στη σκέψη του το υλικό που υπάρχει σε κάποιο βιβλίο. Κάποιες φορές, μάλιστα, έχοντας τυποποιήσει στην αντίληψή του έναν αριθμό πληροφοριών, προσπαθεί, «εκβιαστικά», να τις προσαρμόσει παντού, με συνέπεια να προκύπτει μία ανάλυση «πληθωριστική», με επαναλήψεις ιδεών και επιχειρημάτων, η οποία, συνήθως, δεν ανταποκρίνεται στην ουσιαστική προσέγγιση των ζητουμένων, αλλά τα θίγει περιφερειακά και, συνεπώς, αναποτελεσματικά.

Ο παραπάνω κίνδυνος γίνεται «απειλητικότερος», όταν οι επιμένουν να προσεγγίζουν τα ζητούμενα, αντλώντας ιδέες από διάφορους τομείς, όπως ο υλικός, ο ηθικός κ.λπ, με αποτέλεσμα να «χάνονται» σ’ έναν «κυκεώνα» πληροφοριών, ο οποίος δεν οδηγεί σε ουσιαστική ανάλυση του .

Εκείνο που απαιτείται, συνεπώς, είναι η ψύχραιμη αποκωδικοποίηση της παραγωγής λόγου, η πλήρης κατανόηση των ζητουμένων στο πλαίσιο μιας κοινωνικής πραγματικότητας και η οργάνωση ενός κειμένου έξι παραγράφων, των 100-120 λέξεων περίπου. Είναι αναγκαίο, κάθε παράγραφος, ανάλογα με τον οργανωτικό στόχο που επιτελεί, να διακρίνεται για τη δομική της αρτιότητα. Οι τέσσερις παράγραφοι του κυρίως θέματος προσεγγίζουν τα δύο, προς ανάλυση, ζητούμενα. Κάθε παράγραφος του κυρίως θέματος μπορεί να περιέχει 2-3 επιχειρήματα, επαρκώς αναλυμένα. Ένα επιχείρημα αναπτύσσεται σωστά, όταν δεν παρατηρούνται σ’ αυτό νοηματικά «άλματα» και η συνεκτικότητά του ανταποκρίνεται στις λογικές σχέσεις που δημιουργούνται κατά την πορεία ανάλυσης.

Ας τονισθεί, στο σημείο αυτό, ότι το κομμάτι της , στην εξέταση της Ν. Γλώσσας, δεν προσφέρεται για ανούσια επίδειξη γνώσεων. Ο μαθητής θα κριθεί για την ποιότητα των επιχειρημάτων του και όχι για την ποσότητα. Πόσο μάλλον, όταν αυτή δημιουργεί «χαώδεις» αναλύσεις. Το μάθημα της Ν. Γλώσσας, εκτός των άλλων, είναι και μάθημα βιωμάτων και εμπειριών, στοιχεία που οι μαθητές μπορούν ν’ αξιοποιήσουν για την επιλογή της αναγκαίας επιχειρηματολογίας.

Οι μαθητές δε θα πρέπει να υπερβαίνουν το όριο των λέξεων (πέραν του δικαιώματος του + – 10%). Για κάθε 100 λέξεις υπέρβαση, ο μαθητής μπορεί να χάσει 1 μονάδα. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ο διορθωτής ενδέχεται να εξετάσει πόση είναι η υπέρβαση και αν λειτουργεί εις βάρος του περιεχομένου ή της δομής του κειμένου.

Η ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΥΦΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΛΟΓΟΥ:

Η επαρκής συγγραφή της παραγωγής λόγου, κυρίως σε ό,τι αφορά στις κειμενικές αρετές της συνοχής και της συνεκτικότητας, είναι μία διαρκής «πληγή» στα . Οι δυσκολίες εντοπίζονται, κατά βάση, στο γεγονός ότι οι μαθητές λειτουργούν με μία λογική προσθετική, αθροίζοντας, δηλαδή, στο χαρτί «σκόρπιες» απόψεις και ιδέες και χωρίς να συνειδητοποιούν πάντοτε την αναγκαιότητα να οργανώσουν λειτουργικά τα κείμενά τους.

Συνεπώς, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στο σημείο αυτό. Οι στερεότυπες μεταβάσεις, προσθετικής λογικής (Μία αιτία… Επιπροσθέτως, μία άλλη αιτία…), είτε μεταξύ των επιμέρους νοημάτων είτε μεταξύ των παραγράφων, πλεονάζουν, με αποτέλεσμα να μην αναδεικνύονται οι νοηματικές σχέσεις που «διατρέχουν» το κείμενο. Επίσης, οι παράγραφοι σπανίως διακρίνονται για τη δομική τους αυτοτέλεια (θεματική πρόταση / περίοδος + ανάλυση 2 – 3 λεπτομερειών / επιχειρημάτων + κατακλείδα), επιτείνοντας, όχι μόνο την οργανωτική, αλλά και τη νοηματική σύγχυση.

Ας μην ξεχνάμε, παράλληλα, ότι το κείμενο της «παίρνει ζωή», εντασσόμενο σ’ ένα συγκεκριμένο επικοινωνιακό «περιβάλλον», η γνώση του οποίου είναι απαραίτητη για τους μαθητές, προκειμένου να οργανώσουν και να αναπτύξουν λειτουργικά το θέμα τους. Ωστόσο, συχνά, ιδίως σε περιπτώσεις προσχεδιασμένου προφορικού λόγου (ομιλίας), οι μαθητές περιορίζονται στο να καταγράψουν μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του είδους (προσφώνηση και αποφώνηση), χωρίς να τηρούν τις προϋποθέσεις του αντίστοιχου ύφους που απαιτούνται και κατά τη διάρκεια της ανάλυσης του . Το κείμενο, έτσι, χάνει την επικοινωνιακή του «ετοιμότητα», γεγονός που πλήττει τόσο τη μορφή του κειμένου, όσο και τη δομή του.

Βέβαια, και στο σημείο αυτό χρειάζεται προσοχή. Η υπερβολική ή η άστοχη χρήση επικοινωνιακών δεικτών (π.χ. ρητορικών ερωτήσεων, επαναφοράς της αρχικής προσφώνησης κ.λπ.), λειτουργεί εις βάρος της δομικής και υφολογικής αρμονίας του κειμένου.

, «υπηρετώντας» τον οργανωτικό τους ρόλο, είναι κανονικές παράγραφοι. Πρόλογοι και επίλογοι των 2 – 3 σειρών δε βοηθούν στη συνολική οργάνωση του κειμένου.

Ο λόγος των μαθητών πρέπει να είναι απλός και σαφής, αλλά όχι απλοϊκός, ακολουθώντας πάντα την επικοινωνιακή περίσταση του θέματος. Ούτε η άγονη προφορικότητα ούτε το εξεζητημένο ύφος οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

Οι μαθητές μπορούν να χρησιμοποιούν σημεία στίξης, πέραν των κλασικών, όταν ο λόγος το επιτρέπει. Προφανώς, οφείλουν να τηρούν τους κανόνες ορθογραφίας. Εάν τα ορθογραφικά λάθη είναι σημαντικά, μπορούν να χάσουν μέχρι 3 μόρια.

*Ο Γιώργος Χρυσουδάκης είναι Φιλόλογος και Ακαδημαϊκός υπεύθυνος του μαθήματος της Ν. Γλώσσας στον Εκπαιδευτικό Όμιλο «Πουκαμισάς»