Οι υποστηρικτές της άποψης ότι οι πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι το απόλυτο κριτήριο εισαγωγής των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους κυρίως στο ότι είναι αδιάβλητες (υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει περιθώριο παράνομης πράξης όπως διαρροής των θεμάτων, αντιγραφής από μαθητές κατά την εξέταση, εύνοιας κατά την βαθμολόγηση των γραπτών κ.λ.π).

του Δημήτρη Τσιριγώτη Φυσικού

Έχουν όμως ποτέ αναρωτηθεί ότι ο υπερτονισμός αυτής της ιδιότητας (αδιάβλητες) είναι έμμεσος υπαινιγμός ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε τόσο διεφθαρμένοι που το μόνο που έχει σημασία όσον αφορά τις εισαγωγικές εξετάσεις είναι η ύπαρξη ενός αδιάβλητου συστήματος, γιατί αλλιώς είναι πολύ πιθανό να λάβουν χώρα παράνομες πράξεις για να ευνοηθούν κάποιοι μαθητές έναντι άλλων;

Ακριβώς το ίδιο σκεπτικό εκφράζουν και στην αντίρρηση τους να μετράει και ο βαθμός των καθηγητών του σχολείου στα μόρια εισαγωγής, κάτι που παρεμπιπτόντως εφαρμόζεται στην συντριπτική πλειοψηφία όλων των υπόλοιπων χωρών. «Αν μετράει ο βαθμός των καθηγητών του σχολείου τότε θα αρχίσουν οι πιέσεις και τα λαδώματα» υποστηρίζουν. Αυτό όμως είναι ή δεν είναι κατάφωρη κατηγορία εναντίον του συνόλου των καθηγητών αλλά και των γονέων;

Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν δημιουργείται ένα κλίμα του τύπου «μη τυχόν καταργήσουμε τις γιατί δεν υπάρχει κανένα άλλο σύστημα τόσο διαφανές». Το σκεπτικό όμως αυτό τελικά παίρνει την μορφή εκβιαστικού διλήμματος που έχει ως αποτέλεσμα να μην τίθεται κανένα θέμα αμφισβήτησης των Πανελλαδικών εξετάσεων ακόμα και αν δεν πληρείται κανένα από τα χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει μια καλή αξιολόγηση: η αντικειμενικότητα, η εγκυρότητα, η διακριτότητα και η αξιοπιστία. Στο παρακάτω κείμενο παρουσιάζονται μερικές αληθινές ιστορίες μαθητών-υποψηφίων Πανελλαδικών εξετάσεων οι οποίες ενισχύουν την άποψη ότι οι Πανελλαδικές εξετάσεις δεν ικανοποιούν σχεδόν καμία προϋπόθεση μιας καλής αξιολόγησης.

 Aντικειμενικότητα

Ελένη είναι μια μαθήτρια που ήθελε να περάσει στη Φιλολογία. Δεν άντεξε την πίεση και τρεις μήνες πριν τις εξετάσεις τα παράτησε. Θα ξαναδώσει του χρόνου. Η ψυχολογική επιβάρυνση των μαθητών λόγω του γεγονότος ότι οι Πανελλαδικές εξετάσεις είναι ένας διαγωνισμός «όλα για όλα» και «μια και έξω» είναι τεράστια. Δυστυχώς όμως στη χώρα μας το να μιλάς ακόμα και σήμερα για ψυχολογικά προβλήματα θεωρείται ταμπού. Αν μίλαγαν οι μαθητές και γονείς τους, πιστέψτε με θα τρομάζαμε.

Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των μαθητών λόγω της πίεσης που νιώθει από τις Πανελλαδικές εξετάσεις εκδηλώνει αγχώδεις διαταραχές, φοβίες, αϋπνίες, θλίψεις. Σύμφωνα με τους φαρμακοποιούς έχουμε τεράστια αύξηση στη ζήτηση βαλεριάνας και ανθο-ιαμάτων λόγω των απελπισμένων γονέων που προσπαθούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους, άκουσον άκουσον, να αντέξουν.

Πολλοί μαθητές αφού δοκιμάσουν τα πάντα τελικά αποφασίζουν να αναζητήσουν επαγγελματική βοήθεια σε κάποιο ψυχολόγο. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο από ότι φανταζόμαστε και θεωρώ αδιανόητο το γεγονός ότι δεν διαμαρτυρόμαστε για αυτόν τον απάνθρωπο θεσμό. Αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να θεωρήσουμε αντικειμενικές τις όταν οι μαθητές προσέρχονται σε αυτές με τόση μεγάλη ψυχολογική επιβάρυνση ώστε τελικά η ψυχολογική αντοχή και όχι η γνωστική ικανότητα να αποδεικνύεται το καθοριστικότερο στοιχείο της επίδοσής τους;

Μαρία όλα τα χρόνια που φοιτά στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο είναι άριστη μαθήτρια. Έχει αξιολογηθεί από πάρα πολλούς καθηγητές σε όλα τα μαθήματα με πολύ υψηλές βαθμολογίες και όμως τελικά γράφει κατώτερα του αναμενομένου στις Πανελλαδικές. Αν δεχτούμε ότι οι Πανελλαδικές εξετάσεις είναι αντικειμενικές τότε αυτό τι σημαίνει, ότι όλοι οι καθηγητές στο σχολείο που της έδιναν μεγαλύτερους βαθμούς ήταν μη αντικειμενικοί; Δηλαδή για να καταλάβω, τι εννοούμε; Ότι τέσσερα τρίωρα αξιολογούν καλύτερα από έξι ολόκληρα χρόνια;

Νίκος, αντιθέτως, είναι ένας μαθητής που για την Β’ και την Γ’ Λυκείου έχει αποφασίσει να δώσει αποκλειστική βαρύτητα στο φροντιστήριο αφού από τον Νοέμβριο της Β’ Λυκείου αρχίζει η προετοιμασία στην ύλη των Πανελλαδικών εξετάσεων. Έτσι λοιπόν για δύο ολόκληρα χρόνια η παρουσία του στο σχολείο είναι εντελώς τυπική –ίσα ίσα να μην μείνει από απουσίες-.

Όταν βγαίνουν τα αποτελέσματα των οι καθηγητές του σχολείου μένουν εμβρόντητοι από την υψηλή βαθμολογία του Νίκου και νιώθουν εκτεθειμένοι λόγω της πολύ χαμηλότερης βαθμολογίας που του είχαν βάλει. Οι δε γονείς του Νίκου εκφράζουν δεξιά και αριστερά το παράπονό τους γιατί οι καθηγητές του σχολείου αδίκησαν το παιδί τους.  Η στρατηγική του Νίκου έπιασε. Όμως αναρωτιέμαι πως γίνεται στις περιπτώσεις αυτές οι Πανελλαδικές εξετάσεις να θεωρούνται αντικειμενικές όταν κάποιοι σε αυτόν τον αγώνα όχι απλά ξεκίνησαν νωρίτερα αλλά κόψανε και δρόμο και στην τελική ευθεία ήταν πιο ξεκούραστοι;

Ηρώ είναι άριστη μαθήτρια. Λόγω οικονομικών προβλημάτων η οικογένειά της δεν μπόρεσε να την στείλει φροντιστήριο για να προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Πείσμωσε έβαλε τα δυνατά της, διάβασε από το πρωί μέχρι το βράδυ αλλά στο τέλος δεν τα κατάφερε όπως εκείνη ήθελε. Κατά τα άλλα οι Πανελλαδικές δίνουν σε όλους ίσες ευκαιρίες. Πόσο αντικειμενικές μπορεί να είναι οι εξετάσεις αυτές όταν δεν είναι επί ίσοις όροις όρους για όλους τους μαθητές;

Aξιοπιστία

Αλέξανδρος στους βαθμούς του στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών στις Πανελλαδικές είχε τεράστια απόκλιση μεταξύ των δύο βαθμολογητών (δείτε εικόνα). Συγκεκριμένα η απόκλιση των δύο πρώτων βαθμολογητών στο γραπτό του ήταν 27% ( δηλαδή 5,4 μονάδες της εικοσαβάθμιας κλίμακας). Επαναλαμβάνω στα Αρχαία. Άντε να δεχτώ ότι στην βαθμολόγηση της Έκθεσης μπαίνει και ο υποκειμενικός παράγοντας αλλά στα Αρχαία Ελληνικά, όπου αν εξαιρέσουμε την μετάφραση του αδίδακτου κείμενου (άγνωστο) όλα τα υπόλοιπα θέματα είναι μετρημένα κουκιά; Μια αξιολόγηση χαρακτηρίζεται αξιόπιστη όταν προκύπτει ο ίδιος βαθμός κάθε φορά που διορθώνεται είτε από τον ίδιο βαθμολογητή είτε από άλλον.

Βέβαια θα μου πείτε ότι υπάρχει η δικλείδα ασφαλείας του τρίτου βαθμολογητή (όταν η βαθμολογία των δύο πρώτων απέχει πάνω από 12 %). Σωστά, μόνο που στατιστικά η βαθμολογία του τρίτου  είναι σχεδόν πάντα μικρότερη από την μεγαλύτερη βαθμολογία μεταξύ των δύο πρώτων αφού η ακριβέστερη βαθμολόγηση που ζητείται από τον τρίτο βαθμολογητή συνήθως έχει ως αποτέλεσμα μια αυστηρότερη βαθμολόγηση. Εδώ να διευκρινίσω κάτι: για όσους θεωρούν τραβηγμένο το συγκεκριμένο παράδειγμα απλά να σας αναφέρω ότι όλα τα στοιχεία στο κείμενο αυτό είναι ακριβή αφού είναι στηριγμένα σε αληθινές ιστορίες και ότι ο μαθητής του συγκεκριμένου παραδείγματος τυγχάνει να είναι και γιός μου.

Γεωργία θέλει να μπει Ιατρική. Στις Πανελλαδικές εξετάσεις γράφει 3 εικοσάρια στη Φυσική, στη Βιολογία και στη Χημεία και στη Νεοελληνική Γλώσσα (Έκθεση) γράφει 14. Μένει εκτός Ιατρικής και φεύγει για Ιταλία αφού είναι το όνειρό της. Παρεμπιπτόντως περίπου 10.000 ήταν οι αναβαθμολογήσεις για το μάθημα της Έκθεσης για το 2017, ένα μάθημα που στις πολύ υψηλόβαθμες σχολές αποδεικνύεται το μάθημα κλειδί που κάνει τη διαφορά και που μόνο το 1,25% των υποψηφίων πήρε βαθμό πάνω από 18 ( δηλαδή μόνο 1 στους 80 μαθητές). Το κατά πόσο είναι αξιοκρατικό να κρίνεται η εισαγωγή στην Ιατρική, στα τμήματα του Πολυτεχνείου και στις Οικονομικές σχολές από το βαθμό στην Έκθεση είναι ένα ερώτημα.

Επίσης το γεγονός ότι πάρα πολλοί υποψήφιοι μαθητές παπαγαλίζουν απέξω παραγράφους και πολλές φορές και ολόκληρα κείμενα προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα καλό βαθμό στην Έκθεση είναι παθογόνο και ακυρωτικό ως προς την ίδια την ουσία του μαθήματος αφού από παραγωγή λόγου μετατρέπεται σε αναπαραγωγή λόγου.

Διακριτότητα

Σοφία όλα τα χρόνια στο Λύκειο ήταν άριστη στα μαθηματικά. Οι καθηγητές της την χαρακτήριζαν μαθηματικό μυαλό. Όμως στις εξετάσεις πήρε βαθμό μόλις 11 και φυσικά ακόμα δεν έχει καταλάβει τι πήγε στραβά στην προετοιμασία της. Παρεμπιπτόντως σε όλα τα διαγωνίσματα μαθηματικών του σχολείου και του φροντιστηρίου δεν είχε πέσει κάτω από 18,5. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων στα μαθηματικά για το 2017 ήταν τραγικά. Για παράδειγμα στην ομάδα Οικονομίας και Πληροφορικής το  83,4% των μαθητών πήρε κάτω από τη βάση και μόλις το 0,46% πήρε βαθμό πάνω από 18 ( δηλαδή 1 μαθητής στους 200 περίπου).

Κακά τα ψέματα από πλευράς διακριτότητας οι Πανελλαδικές εξετάσεις γενικά νοσούν. Μια αξιολόγηση χαρακτηρίζεται από διακριτότητα όταν διακρίνει και κατατάσσει τους μαθητές ανάλογα με την πραγματική τους κατηγορία επίδοσης (π.χ. άριστοι, πολύ καλοί, καλοί, μέτριοι, αδύνατοι, πολύ αδύνατοι).

Σύμφωνα με τους ειδικούς, για την επίτευξη υψηλής διακριτότητας πρέπει η αξιολόγηση να προσεγγίζει την κανονική κατανομή (καμπύλη του Gauss). Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι τα κακά γραπτά πρέπει να είναι λίγα (16 %) ,επίσης τα καλά γραπτά πρέπει να είναι λίγα (16 %) και η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών(68%) πρέπει να έχει μέση επίδοση. Φυσικά το διάγραμμα που θα παίρναμε με τα φετινά αποτελέσματα των μαθηματικών όχι τη καμπύλη του Gauss δεν θα προσέγγιζε αλλά πολύ φοβάμαι ότι δεν θα ήταν καν καμπύλη (δείτε εικόνα). Θα είχε πολύ ενδιαφέρον αν μπορούσαμε να δούμε τους βαθμούς τετραμήνου αυτών των μαθητών όπως και τους βαθμούς που είχανε στα μαθηματικά στις προηγούμενες τάξεις του Λυκείου.

Τότε θα διαπιστώναμε ότι οι καλοί μαθητές έγραψαν μέτρια (ή και πιο κάτω) ,οι μέτριοι μαθητές έγραψαν άσκημα και οι αδύναμοι πολύ άσκημα. Κάποιοι εδώ μπορεί να ισχυριστούν ότι ακόμα και έτσι το σύστημα των εξετάσεων έχει μιας κάποιας μορφής διακριτική ικανότητα. Μοιάζει με το πολύ συνηθισμένο επιχείρημα που ακούγεται : «ακόμα και άμα πέσουν οι βάσεις πάλι οι ίδιοι θα μπουν».

Μας διαφεύγει όμως κάτι βασικό. Διακριτότητα δεν σημαίνει μόνο να διακρίνονται μεταξύ τους οι άριστοι, οι καλοί ,οι μέτριοι και οι αδύναμοι μαθητές. Δεν σημαίνει απλά να ξεχωρίσουν μεταξύ τους. Σημαίνει να ξεχωρίσουν με βάση την πραγματική τους αξία. Χωρίς δηλαδή να αλλάζουν κατηγορία επίδοσης, ούτε προς τα πάνω, ούτε και προς τα κάτω.

Εγκυρότητα

Δημήτρης είναι ένας χαρισματικός μαθητής. Έχει διακριθεί σε πολλούς διαγωνισμούς εγχώριους και διεθνείς. Στις Πανελλαδικές εξετάσεις δεν τα πήγε τόσο καλά παρά τις αντίθετες προβλέψεις των καθηγητών του. Βλέπετε ο ίδιος είχε αποφασίσει να μην ακολουθήσει την συνήθη συνταγή επιτυχίας στις Πανελλαδικές εξετάσεις (φροντιστήριο) αλλά να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις. Ευτυχώς για εκείνον πήρε υποτροφία για ένα πολύ γνωστό πανεπιστήμιο των ΗΠΑ.

Βλέπετε ο Δημήτρης έπρεπε για να χωρέσει να περάσει από την στενή πόρτα των Πανελλαδικών να μικρύνει το δικό του μέγεθος και αυτός επέλεξε να μην το κάνει. Το παράδειγμα αυτό έχει να κάνει με ένα άλλο χαρακτηριστικό της αξιολόγησης, την εγκυρότητα. Μια εξέταση θεωρείται έγκυρη, όταν είναι σε θέση να μετρήσει αυτό για το οποίο κατασκευάστηκε. Δύο είναι τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μια αξιολόγηση ώστε να είναι έγκυρη:

Α) να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερη ύλη του μαθήματος αλλά αυτό είναι πρακτικά αδύνατον αφού πρόκειται για ένα διαγώνισμα τριών ωρών για να κριθεί αν κάποιος μαθητής έχει επαρκείς γνώσεις  σχεδόν σε όλη την ύλη του μαθήματος στο Λύκειο.

Οπότε πρόκειται για μια αποσπασματική αξιολόγηση που αναγκαστικά αφορά ένα πολύ μικρό μέρος της ύλης και άρα ελλοχεύει ο κίνδυνος της μη αποτύπωσης της πραγματικής αξίας του μαθητή στο κάθε μάθημα.

Β) η αξιολόγηση να μετρά όσο γίνεται περισσότερες γνωστικές δεξιότητες του μαθητή. Όμως πολύ φοβάμαι ότι δεξιότητες όπως η κριτική σκέψη, η βαθύτερη εννοιολογική κατανόηση, η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων δεν αξιολογούνται σωστά. Ο λόγος είναι ότι η επιτυχής ανταπόκριση των μαθητών στα θέματα στηρίζεται στην γνώση (απομνημόνευση) και στην ανάπτυξη τυποποιημένων αυτοματισμών του τύπου «όταν βλέπετε αυτό θα κάνετε τούτο». Έτσι εξηγείται και το γεγονός της αποτυχίας των μαθητών σε όσες περιπτώσεις τα θέματα ήταν πιο πρωτότυπα και λιγότερο αναμενόμενα.

Θα μπορούσαν να γεμίσουν πολλές σελίδες με παρεμφερή περιστατικά. Κακά τα ψέματα οι είναι μια αμαρτωλή και παθογόνος ιστορία που επειδή ακριβώς καθορίζει κατά ένα μεγάλο μέρος ολόκληρο το εκπαιδευτικό μας σύστημα, καμία πολιτική ηγεσία δεν τολμά να αμφισβητήσει. Σε όλες τις υπόλοιπες χώρες το να είναι μια αξιολόγηση αδιάβλητη θεωρείται «εκ των ων ουκ άνευ» και όχι όπως συμβαίνει στη χώρα μας κάτι για το οποίο πρέπει να καυχόμαστε.