Φοράει πάντα το καπέλο του, μάλλον είναι στυλ. Σε κοιτάζει με διεισδυτική ματιά. Το βλέμμα του είναι στοχαστικό και το αντιλαμβάνεσαι εύκολα. Δεν μιλάει πολύ. Είναι σοβαρός και αρκετά ευπρεπής. Συχνά νιώθεις ότι η σκέψη του είναι φευγάτη. Όχι δεν αισθάνεσαι ότι ονειρεύεται, αλλά ότι κάτι τον απασχολεί, όχι κάτι συγκεκριμένο αλλά ίσως η ίδια η ζωή ή ίσως η πρόσληψή της και η ερμηνεία της.

Του Νίκου Τσούλια

Ναι ο Νίκος της Α΄ Λυκείου είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Αλλά ποιος μαθητής και ποια μαθήτρια, ποιος άνθρωπος γενικότερα δεν είναι ξεχωριστός / ξεχωριστή, θα μου πείτε. Συμφωνώ, αλλά δεν πρόκειται περί της συνηθισμένης ιδιαιτερότητας του κάθε ανθρώπου.

Ο Νίκος «σε καλεί» από την αρχή σε κάτι πολύ διαφορετικό. Εκδηλώνει μια φοβερή ωριμότητα στη σκέψη του, χωρίς να χάνει ίχνος από την εφηβεία του. Δείχνει μια εντυπωσιακή δυνατότητα αναλυτικής σκέψης, εμφανίζεται με έναν ιδιαίτερα στοχαστικό λόγο. Και ανάλογες παρατηρήσεις και θεωρήσεις καταθέτουν στις σχετικές συζητήσεις που κάνουμε και οι άλλοι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν στη τμήμα του Νίκου.

Ασχολήθηκα μαζί του από το εξής σημείο – πρόκληση. Ο Νίκος δεν είναι καλός μαθητής, καταπώς αξιολογούμε γενικώς τους μαθητές και τις μαθήτριες. Θα έλεγα ότι δεν είναι καθόλου καλός μαθητής. Αλλά εμφανίζει το εξής χαρακτηριστικό. Όταν κάνεις μια δύσκολη ερώτηση, μια ερώτηση που δεν βασίζεται επί συγκεκριμένης γνωστής μαθησιακής ύλης, μια ερώτηση που απαιτεί μόνο ή κυρίως κριτική σκέψη, είναι ο μόνος που θα απαντήσει. Και θα απαντήσει σχεδόν πάντα εύστοχα.

«Δεν μου λες Νίκο, γιατί δεν διαβάζεις», τον ρώτησα κάποια ημέρα.

«Δεν με ενδιαφέρει το διάβασμα. Δεν μου αρέσει να έχω κάποιο βιβλίο μπροστά μου. Με εκνευρίζει».

«Και με τι ασχολείσαι; Χάνεσαι στο διαδίκτυο;», τον ρωτώ βέβαιος για την ευστοχία της ερώτησής μου.

«Όχι, δεν με ενδιαφέρει. Κάτι λίγο με απασχολεί».

Ένιωσα ηττημένος γιατί θεωρούσα ότι είχα μια ασφαλή προσέγγιση και μια εύκολη – βασισμένη στην εμπειρία μου και στα διαβάσματά μου – ερμηνεία.

Ο Νίκος έχει όλα τα χαρακτηριστικά του παιδιού και του έφηβου της ηλικίας του· ακόμα και η δερματική ακμή κάνει τη σχετική παρουσία της. Ξεχωρίζει μόνο από την αδιαφορία του στη μάθηση αλλά και από την παράλληλη και πολύ αναπτυγμένη κριτική σκέψη, από το βάθος του στοχασμού του και από το σημαντικό αξιακό φορτίο της κοσμοθεωρίας του. Κάθε φορά που συζητάς μαζί του νιώθεις το ξεπέταγμα της νόησής του, μετράς την κουβέντα του όπως θα μετρούσες την κουβέντα ενός στοχαστή.

Αναρωτιέμαι. Πώς μπορεί το σχολείο να ανταποκριθεί στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Νίκου; Ποια μπορεί να είναι εκείνη η εκπαίδευση που θα δώσει φτερά στις εκπληκτικές δυνατότητες της σκέψης του; Το σχολείο πρέπει να ασχοληθεί με τις αμέτρητες ιδιαιτερότητες των μαθητών και πώς; Πώς μπορείς να τροποποιήσεις τη διδασκαλία σου, έτσι ώστε να συμπεριλάβει και αυτόν στη όλη διαδικασία του μαθήματός σου; Πώς πρέπει να μετασχηματίζεις την όλη εμπειρία σου,

ώστε να μην σε παγιδεύει σε στερεότυπα και σε προκαταλήψεις, για να μπορείς να ανταποκριθείς σε ένα περιβάλλον της σχολικής αίθουσας διαρκώς διαφορετικό, όλο και πιο πολύπλοκο;

Αν και έχω μια σχετική συνάφεια με την ειδική αγωγή – λόγω του σχετικού αντικειμένου της διδακτορικής διατριβής μου –, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι έχω τη δυνατότητα να προσεγγίσω και πολύ περισσότερο να αντιμετωπίσω τέτοιας υφής ζητήματα της σχολικής αίθουσας. Και η πρόκληση είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί συνδέεται τόσο με τους πολλαπλούς τρόπους μάθησης των μαθητών και των μαθητριών όσο και με την αποτελεσματική και δημιουργική διδακτική μεθοδολογία των εκπαιδευτικών.

Έχουν περάσει ανεπιστρεπτί – θεωρητικά τουλάχιστον – οι παλιότερες αντιλήψεις που ισχυρίζονταν ότι υπάρχει μια ενιαία εκπαιδευτική λειτουργία, στην οποία όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες είναι υποχρεωμένοι να προσαρμόζονται για να αποκομίσουν τα διάφορα μαθησιακά οφέλη. Τώρα η κρατούσα επιστημονική και παιδαγωγική αντίληψη είναι ακριβώς αντίθετη. Το όλο σχολικό και εκπαιδευτικό σύστημα – τόσο στην εθνική μακροκλίμακά του όσο και στην ειδική σχολική μικροκλίμακά του – οφείλει να εκθέτει διαφοροποιημένο μαθησιακό πρόγραμμα, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες και δεξιότητες όλων των μαθητών / μαθητριών.

 

Το σχολείο είναι οργανισμός μάθησης για μαθητές και εκπαιδευτικούς. Και αυτό δεν είναι μια γενική και αόριστη διαπίστωση. Η περίπτωση του Νίκου μού φέρνει αυτή τη «μεγάλη αλήθεια» στην επιφάνεια με ένταση. Η παιδαγωγική έρευνα – και ιδιαίτερα εκείνη της σχολικής κλίμακας – σε άλλες χώρες έχει προχωρήσει και έχει δώσει ελπιδοφόρα αποτελέσματα. Αλλά εδώ πώς μπορούμε να καλλιεργήσουμε τα νέα παιδαγωγικά και επιστημονικά προτάγματα όταν η πολιτεία διαρκώς απομακρύνεται από τις ουσιαστικές ανάγκες των σχολείων, όταν δεν αντιμετωπίζει τους εκπαιδευτικούς ως επιστήμονες και ως παιδαγωγούς αλλά ως υπαλλήλους και όταν αρκετοί από εμάς «αποδεχόμαστε» με την παθητική, με την τυποποιημένη και με την παραδοσιακή και μη συνδυαζόμενη με την έρευνα σχολική λειτουργία το ρόλο αυτό του υπαλλήλου;