Δημοσιεύτηκε η συνέντευξη  που πήρε η Ιωάννα Δρόσου από το Μάκη Κουζέλη, Πρόεδρο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ

Δύο χρόνια έχουν συμπληρωθεί από όταν ανέλαβες πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Να επιχειρήσουμε έναν απολογισμό;
Το Ινστιτούτο είναι ένας θεσμός που γνωμοδοτεί και σχεδιάζει προτάσεις για την εκπαιδευτική πολιτική, κυρίως όταν αυτό ζητείται από το υπουργείο. Επομένως, για οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία αφορά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση ζητείται σχεδιασμός και από εμάς. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει για καμιά πρόταση ότι πρέπει το υπουργείο να την υιοθετήσει κατά γράμμα, καθώς εκείνο έχει πάντα την τελική πολιτική κρίση, όμως οφείλει να τη λάβει υπόψη. Η δουλειά που έχουμε κάνει από τον Δεκέμβριο του 2015 αναφέρεται κατά πρώτον στο ίδιο το Ινστιτούτο και αφορά δύο πεδία. Από τη μία αντιστρέψαμε το κλίμα απαξίωσης απέναντι στο Ινστιτούτο και επομένως έχει πια άλλο κύρος η γνωμοδότησή του. Από την άλλη, αλλάξαμε τη δομή του και τον τρόπο λειτουργίας του, από ένα σχεδόν μονοπρόσωπο φορέα που λειτουργούσε συγκεντρωτικά, το μετατρέψαμε σε ένα συλλογικό όργανο σχεδιασμού εκπαιδευτικής πολιτικής.

Οι μαθητές στο επίκεντρο του σχολείου

Ποιες είναι οι παρεμβάσεις-σταθμοί που σχεδιάσατε;
Κατ’ αρχάς εστιάσαμε σε παρεμβάσεις που αφορούν τη δημοκρατική λειτουργία του σχολείου, όπως και τον τρόπο οργάνωσής του. Συγκεκριμένα συμμετείχαμε στη συζήτηση για τις δομές στήριξης των σχολείων και στην επέκταση του ολοήμερου δημοτικού σχολείου. Προχωρήσαμε επίσης στον εξορθολογισμό της ύλης, ώστε να είναι λιτή, να μην επιβραβεύει μόνο την απομνημόνευση και μειώσαμε τις εξετάσεις. Ταυτοχρόνως, φτιάξαμε κενά στο σχολικό πρόγραμμα, κενά απαραίτητα και για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς. Ακόμα, έχουμε εισαγάγει τα δύο αυτά χρόνια μια σειρά από φαινομενικά μικρότερες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως είναι εξαιρετικά σημαντικές και φτιάχνουν έναν ιστό που θα αποβεί κρίσιμος. Ένα παράδειγμα είναι η θεματική εβδομάδα, για την οποία εισπράξαμε πολλές αντιδράσεις, αλλά φάνηκε πως είχε εξαιρετικά αποτελέσματα. Για μια σπάνια φορά το εκπαιδευτικό σύστημα της δευτεροβάθμιας λειτούργησε οριζόντια και οι εκπαιδευτικοί συνεργάστηκαν μεταξύ τους, όπως και με την κοινότητα. Αυτό είναι πολύ μεγάλη αλλαγή για τα ελληνικά δεδομένα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η περιγραφική αξιολόγηση των μαθητών, που εφαρμόζεται ήδη πιλοτικά. Με αυτό τον τρόπο «εκπαιδεύονται» οι εκπαιδευτικοί ώστε να προσεγγίζουν το κάθε παιδί ξεχωριστά και επομένως να διαφοροποιούν τον τρόπο διδασκαλίας ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε μαθητή. Ένα τελευταίο παράδειγμα είναι η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η εκπόνηση δημιουργικών ερευνητικών εργασιών των μαθητών και όχι μόνο για την μέιωση των παραδοσιακών εξετάσεων. Με αυτές, λοιπόν, τις «μικρές», αλλά ουσιαστικές αλλαγές μεταβάλλεται ο τρόπος διδασκαλίας και μάθησης και, επομένως, σιγά σιγά οι μαθητές και οι μαθήτριες έρχονται στο επίκεντρο του σχολείου, όπως θα έπρεπε να ισχύει σε κάθε προσπάθεια σχεδιασμού εκπαιδευτικής πολιτικής.

Πράγματι έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στα σχολεία. Συγκεκριμένα όσον αφορά την πρωτοβάθμια επεκτάθηκε το ολοήμερο, εφαρμόστηκαν τα σχολικά γεύματα, μειώθηκε ο χρόνος των μαθημάτων. Από την άλλη, όλα αυτά γίνονται χωρίς μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό και με την πρόσληψη αναπληρωτών, για την κάλυψη των κενών. Πώς θα υπάρξει ένα διαφορετικό σχολείο, χωρίς το προσωπικό να το στηρίξει;
Τα εύσημα για όσα έχουν γίνει ανήκουν στο υπουργείο που κατάφερε, σε αυτές τις συνθήκες ασφυξίας, να υλοποιήσει αυτές τις αλλαγές, όπως είναι το ολοήμερο. Η συντριπτική πλειονότητα των πραγμάτων που προσπαθούμε να εντάξουμε στο σχολείο χρειάζεται και τους αντίστοιχους πόρους, που είναι πολύ δύσκολο να ανευρεθούν. Υπάρχουν, όμως, και δυνατότητες που δεν χρειάζονται πόρους και τις αξιοποιούμε στο έπακρο, όπως είναι η μείωση της ύλης ή του χρόνου διδασκαλίας, κινήσεις που φέρνουν πολύ θετικά αποτελέσματα. Από εκεί και πέρα, είναι σαφές ότι ένα σχολείο για να λειτουργήσει χρειάζεται μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό. Και αυτό είναι πολύ κρίσιμο, διότι οι αναπληρωτές δεν προλαβαίνουν να αναπτύξουν σχέση με το σχολείο και επομένως πώς θα διδάξουν όταν τρέχουν από σχολείο σε σχολείο; Η έλλειψη πόρων όμως δεν πρέπει να είναι ανασταλτικός παράγοντας για να κάνουμε ό,τι μπορούμε με τα δεδομένα που έχουμε.

Η πρόταση για το Λύκειο

Τον Ιανουάριο, όπως ανακοίνωσε ο αρμόδιος υπουργός Κώστας Γαβρόγλου, θα παρουσιαστεί η πρόταση για το Λύκειο. Ποια ήταν η εισήγησή του ΙΕΠ;
Η πρότασή μας έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά. Το ένα θέτει ως μακροπρόθεσμο στόχο τη δημιουργία ενός Λυκείου ενιαίου και πολυκλαδικού. Η λογική μας είναι να υπάρξει ένα ενιαίο Λύκειο, «φέρνοντας κοντά» τα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ) με τα Γενικά Λύκεια (ΓΕΛ), έτσι ώστε οι μαθητές να επιλέγουν που θέλουν να δώσουν έμφαση. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι αλλαγές στην Α Λυκείου και όπως θα δείτε, οι διαφορές μεταξύ ΕΠΑΛ και ΓΕΛ είναι πλέον μικρές, κυρίως περιεχομενικές και όχι δομικές. Επιπλέον, στην Α Λυκείου κατοχυρώνεται η πιστοποίηση στην ξένη γλώσσα και στις τεχνολογίες.

Έτσι, στη Β Λυκείου στόχος μας είναι να παραμείνει ένας μικρός αριθμός μαθημάτων, πέρα από τα Θρησκευτικά, τη Γυμναστική και τις πρωτοβουλίες που θα μπορούν να παίρνουν οι μαθητές για την κοινοτική και κοινωνική τους δραστηριοποίηση, ένα θεσμό που τώρα εισάγουμε. Φανταζόμαστε, λοιπόν, ένα κορμό με τέσσερα μαθήματα, που αντιστοιχούν στις βασικές γνώσεις του σχολείου και αυτά είναι η Γλώσσα, τα Μαθηματικά, οι Φυσικές Επιστήμες και οι Κοινωνικές Επιστήμες.

Επομένως, όλα τα παιδιά που θα τελειώνουν το Λύκειο θα έχουν κοινές γενικές γνώσεις σε όλα τα αντικείμενα που χρειάζονται ως εφόδια και θα γνωρίζουν τι συμβαίνει στον κόσμο σήμερα, αφού θα εκσυγχρονιστεί το περιεχόμενο όλων των μαθημάτων. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούν τα παιδιά να καταλάβουν για παράδειγμα γιατί γίνεται πόλεμος στη Συρία σήμερα και έρχονται στη χώρα μας τόσοι πρόσφυγες ή πώς δουλεύει το κινητό τους.

Στη Β Λυκείου, ταυτόχρονα, κατά την πρότασή μας, θα αρχίσει η εμβάθυνση στα πεδία όπου ενδιαφέρουν τον κάθε μαθητή. Και εδώ έρχεται το δεύτερο χαρακτηριστικό της πρότασή μας, που είναι η επιμονή να γίνει το σχολείο ενδιαφέρον. Και αυτό το σημείο δεν συζητείται από κανέναν, πώς δηλαδή θα αλλάξει το περιεχόμενο των μαθημάτων, ώστε να είναι ελκτικό για τα παιδιά.

Το να επιλέξει ο κάθε μαθητής ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του προϋποθέτει ότι ξέρει «τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει». Μπορεί όμως να μην έχει καταλήξει από τη Β Λυκείου ή να αλλάξει γνώμη…
Συμφωνούμε απολύτως. Γι’ αυτό θέλουμε οι επιλογές στη Β Λυκείου να μην είναι δεσμευτικές, να αποτελούν μια δοκιμή των κλίσεων και η ανάγκη προσανατολισμού να αφορά κυρίως τη Γ Λυκείου. Η πρόταση για τη Γ Λυκείου χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό σε σχέση με το τι είναι αυτή η τάξη σήμερα, μια τάξη εξωσχολικής κυρίως προετοιμασίας για ότι θέλουν οι μαθητές να ακολουθήσουν μετά το Λύκειο.

Η Γ Λυκείου έχει πια καθιερωθεί να είναι μια χρονιά που τα φροντιστήρια αναλαμβάνουν την προετοιμασία για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Με την πρότασή μας προσπαθούμε να μην είναι αναγκαία η καταφυγή στο φροντιστήριο. Συγκεκριμένα κρατάμε ως βασικό υποχρεωτικό μάθημα για όλους τη Γλώσσα και αφήνουμε στους μαθητές τη δυνατότητα να διαλέξουν άλλα τρία μαθήματα, που μπορεί να είναι συνδυασμός ενδιαφερόντων ή συνδυασμός μαθημάτων για να ανοίγουν πεδία πρόσβασης στην τριτοβάθμια.

Πώς αυτή η πρόταση θα αντιμετωπίσει την παραπαιδεία; Μήπως έτσι μετατρέπεται το σχολείο σε φροντιστήριο;
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους καλλιεργείται και εμπεδώνεται μια κουλτούρα που παραπέμπει το όραμα για κοινωνική κινητικότητα στην η εκπαίδευση και γι’ αυτό η ελληνική οικογένεια υπερεπενδύει σήμερα στην εκπαίδευση. Αυτό, βέβαια, δεν είναι αρνητικό αφού βοήθησε την ελληνική εκπαίδευση να αναπτύξει σπάνια θετικά χαρακτηριστικά. Ανέπτυξε, όμως, και την παραπαιδεία που είναι ένα χαρακτηριστικό του εκπαιδευτικού μας συστήματος, στηριγμένο σε τεράστια οικονομικά συμφέροντα και το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από τη μία μέρα στην άλλη.

Όσο υπάρχουν περιορισμένες θέσεις, το φροντιστήριο έχει πεδίο να αναπτύσσεται. Για να θυμίσω και τον Πουλαντζά, οι θέσεις είναι αυτές που κρίνουν την κοινωνική αναπαραγωγή και όχι το επίπεδο ή οι δυνατότητες που δίνει η πολιτεία στην εκπαίδευση. Γι’ αυτό το φροντιστήριο έχει φτάσει ακόμα και στο δημοτικό, ενώ υπάρχει ήδη πίεση στους νηπιαγωγούς να μαθαίνουν γράμματα στα μικρά παιδιά, για να είναι προετοιμασμένα για το δημοτικό. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι αποτελεί αυταπάτη να θεωρεί κανείς πως με οποιαδήποτε απόφαση μπορεί να εξαφανίσει το φροντιστήριο.

Μπορεί όμως να προσπαθήσει να εξασθενίσει την ανάγκη να καταφύγει κανείς σε αυτό. Αντιλαμβανόμαστε ότι το να έχεις 4ωρα μαθήματα στη Β Λυκείου και 6ωρα  στην Γ Λυκείου εξασφαλίζει μια πλήρη κάλυψη των ενδιαφερόντων που μπορεί να έχουν οι μαθητές, ώστε να μην χρειάζεται να πάνε φροντιστήριο. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την αντίστοιχη στάση των εκπαιδευτικών, των γονέων και των μαθητών. Στόχος μας, λοιπόν, είναι να καταστήσουμε δυνάμει το φροντιστήριο απολύτως μην αναγκαίο.

Στόχος η ελεύθερη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο

Το αίτημα για ελεύθερη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο έχει εξασθενήσει;
Για εμάς παραμένει ένας στόχος. Όμως, θα πρέπει πρώτα να καταστήσουμε τον απολυτήριο Λυκείου έναν επαρκή δείκτη για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και προς αυτή την κατεύθυνση κινούμαστε, ώστε να καταφέρουμε μακροπρόθεσμα με το απολυτήριο και χωρίς άλλες εξετάσεις να μπαίνει κανείς στο πανεπιστήμιο. Αυτό, όμως, προϋποθέτει πως θα γίνει κοινωνικά αποδεκτό ότι το σύστημα βαθμολόγησης στο Λύκειο είναι αδιάβλητο και αντικειμενικό, χαρακτηριστικά που μέχρι στιγμής αποδίδονται μονάχα στις . Άλλωστε, στις χώρες που ισχύει αυτό είναι σαφές ότι δεν είναι διαφορετικό μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά υπάρχει και άλλη νοοτροπία στην κοινωνία.

Από την άλλη, η πρόταση να υπολογίζεται για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ο βαθμός των εργασιών, δεν ανοίγει ένα ακόμα πεδίο για την παραπαιδεία;
Να διευκρινίσω πως όσον αφορά τις εργασίες μια επισήμανσή μας είναι να αποτελέσουν μια εναλλακτική των παραδοσιακών ενδοσχολικών εξετάσεων. Και η αλήθεια είναι ότι μπορεί με αυτή την πρόταση να ανοίξει και ο ασκός των δυνάμει φροντιστηριακών παρεμβάσεων. Γι’ αυτό μια τέτοια πρωτοβουλία χρειάζεται πράγματι πολύ μεγάλη προσοχή στην εφαρμογή της.

Ποια είναι η πρόταση για τις πανελλαδικές εξετάσεις;
Όπως είπα, η κεντρική σκέψη είναι να καταργηθούν οι εισαγωγικές. Προτείνουμε για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να λαμβάνεται υπόψη η απόδοση στα τρία μαθήματα της Γ Λυκείου, η εξέταση στα οποία θα γίνεται με έναν τρόπο οργανωμένο από την πολιτεία. Κι επειδή ακόμα είναι κοινωνικά αποδεκτός μόνο ο τρόπος των πανελλαδικών εξετάσεων, διατηρούμε μεταβατικά αυτόν τον τρόπο κεντρικής οργάνωσης, προετοιμάζοντας παράλληλα το σχολείο και την κοινωνία για ένα άλλο σύστημα, στο οποίο η αξιοπιστία των ενδοσχολικών αξιολογήσεων δεν θα αμφισβητέιται. Μέχρι να το πετύχουμε αυτό, που εκτιμώ ότι χρειάζεται περίπου μια δεκαετία, θα συνεχίσουμε με τις εξετάσεις που θα συμπεριλαμβάνουν και εκείνες τύπου «πανελλαδικών».

Έχει ακουστεί και η πρόταση για ενδιάμεσες πανελλαδικές τον Ιανουάριο…
Αυτό δεν περιλαμβάνεται στη δική μας πρόταση. Η λογική μας ήταν το απολυτήριο του Λυκείου να βαθμολογείται βάσει κυρίως της ενδοσχολικής και δευτερευόντως την κοινά κεντρικά οργανωμένη εξέταση. Αντιστρόφως, σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο ενδοσχολικός βαθμός να παίζει σαφώς μικρότερο ρόλο.

Η Εκκλησία στην εκπαίδευση

Αναφέρθηκες κάποια στιγμή στις αλλαγές στην ύλη των μαθημάτων. Προς ποια κατεύθυνση κινούνται αυτές;
Αυτή τη στιγμή το Ινστιτούτο επεξεργάζεται τα νέα προγράμματα σπουδών της Β Λυκείου, τα οποία, σύμφωνα με τον σχεδιασμό, θα εφαρμοστούν από του χρόνου. Επομένως, τα τρία μαθήματα –Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες, Κοινωνικές Επιστήμες και Ιστορία- θα είναι προσαρμοσμένα στο σήμερα.

Γιατί δεν έχουν υπάρξει ριζικές αλλαγές στην εμπλοκή που έχει η Εκκλησία στα σχολεία, από το μάθημα των Θρησκευτικών, μέχρι την πρωινή προσευχή, τον αγιασμό και τις εικόνες μέσα στην αίθουσα;
Καταρχάς επί Φίλη εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, που είχε ελεγχθεί, αξιοποιηθεί και διαφοροποιηθεί τα προηγούμενα χρόνια, πριν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Φάνηκε από αυτή την προσπάθεια ότι ακόμα και αυτό το ελάχιστο βήμα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, μια διαδικασία εξορθολογισμού του μαθήματος των Θρησκευτικών, δεν είναι εύκολο, καθώς οι δυναμικές ισχύος –τυπικής και άτυπης- στην ελληνική κοινωνία δεν επιτρέπουν ένα μάθημα θρησκειολογίας, παρά το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία έχει γίνει πολυπολιτισμική και πολυθρησκειακή. Θεωρώ όμως ότι, ύστερα και από την εφαρμογή των αλλαγών, είμαστε αυτή τη στιγμή σε ένα δρόμο καλής συνεννόησης για να διαμορφώσουμε συνολικά το εκπαιδευτικό υλικό. Η Εκκλησία είναι ένας πολύ ισχυρός παράγοντας στην ελληνική κοινωνική ζωή και ως τέτοιος έχει θέσει κάποια όρια. Αυτό αφορά αφενός το χρόνο διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών και, αφετέρου τα θρησκευτικά σύμβολα εντός του σχολείου. Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η παιδαγωγικά απαραίτητη πρωινή συγκέντρωση των μαθητών επαφίεται  επί της ουσίας στη σχολική κοινότητα και το σύλλογο διδασκόντων. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, εδώ και πολλά χρόνια και όχι μόνο λόγω συμμετοχής μαθητών άλλων δογμάτων, η αφορμή αναστοχασμού κατά την πρωινή συγκέντρωση έχει άλλο χαρακτήρα, όπως την ανάγνωση ενός ποιήματος.

Πώς αλλάζει το εκπαιδευτικό σύστημα

Κάθε κυβέρνηση από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα εφαρμόζει και μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία τελικά απορρυθμίζει το σχολείο. Γιατί δεν έχει παρουσιαστεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για την εκπαίδευση που να αφορά όλες τις βαθμίδες;
Προσωπικά δεν είμαι υπέρ των μεγάλων μεταρρυθμίσεων, αλλά των μικρών εγχειρητικών τομών, το να παρέμβει κανείς δηλαδή σε κρίσιμους κόμβους του συστήματος ώστε αυτό να λειτουργήσει με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, οι αλλαγές στα προγράμματα σπουδών κινούνται σε μια ενιαία λογική του πώς αλλάζουμε το διδακτικό περιβάλλον και του πώς καλλιεργούμε τις δυνατότητες του κάθε παιδιού. Προσπαθούμε έτσι να ξεφύγουμε από τη λογική της παπαγαλίας και να αλλάξουμε τον αποκλειστικό προσανατολισμό προς το εξεταστικό σύστημα, προγραμματίζοντας παράλληλα την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτές, λοιπόν, οι αλλαγές-παρεμβάσεις μπορεί να φαίνονται μικρές, αλλά αλλάζουν τελικά πλήρως το εκπαιδευτικό σύστημα ομαλά. Και μπορείτε να το δείτε αν ανατρέξετε στα θέμα των πανελλαδικών εξετάσεων, στα οποία ήδη σε κάποιο βαθμό αποτυπώνεται μια έγνοια να μην διευκολύνουν την αποστήθιση αλλά να δίνουν έμφαση στη δημιουργική σκέψη.

Ποια η συμμετοχή του κόμματος σε όλη αυτή την προσπάθεια που παρουσίασες;
Τα πάντα συζητούνται και εντός του κόμματος, καθώς προσπαθούμε να είναι ανοιχτός ο δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ κόμματος και κυβέρνησης. Γι’ αυτό όπου καλούμαστε πηγαίνουμε και ενημερώνουμε ή συζητάμε, είτε σε επίπεδο τοπικών οργανώσεων, τμήματος παιδείας ή οργανώσεων εκπαιδευτικών είτε σε επίπεδο ΕΠΕΚΕ (Επιτροπή Παραγωγής και Ελέγχου Κυβερνητικού Έργου). Και ο διάλογος που γίνεται σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας –και αυτό δεν αφορά μόνο τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ- είναι πάντα πολύ σημαντικός και γόνιμος.  Άλλωστε, είναι απαραίτητο να υπάρχει δημιουργική κριτική στις κυβερνητικές αποφάσεις. Ωστόσο, κατά καιρούς υπάρχει μια δυσκολία κατανόησης του ρόλου του Ινστιτούτου, που αφενός είναι υποχρεωμένο να γνωμοδοτεί σε κάθε πρόταση και σε κάθε ερώτημα που του τίθεται από το υπουργείο αφετέρου ως επιστημονικός θεσμός δεν είναι πολιτικά οργανωμένος.

 

Ασπίδα προστασίας στους πρόσφυγες

 

Ποιες είναι οι πρόνοιες ώστε το εκπαιδευτικό σύστημα να αφορά όλους τους μαθητές, επομένως και τους πρόσφυγες;
Ήδη με ευθύνη του υπουργείου έχουν οι λειτουργήσει οι μεταβατικές δομές υποστήριξης των προσφύγων. Τώρα περνάμε στην «κανονικότητα», που θα είναι τα παιδιά να μπουν στην τάξη. Γι’ αυτό χρειάζεται να είναι καλά καταρτισμένοι οι εκπαιδευτικοί, να υπάρχουν συνεργάτες των εκπαιδευτικών που θα μπορούν να διδάξουν την ελληνική γλώσσα ως δεύτερη και να δημιουργηθούν δομές εντός των σχολείων που θα στηρίζουν τους μαθητές, ώστε να μπορούν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα.

Εκτός από την προετοιμασία των προσφύγων για την είσοδό τους στα σχολεία χρειάζεται να προετοιμαστούν και οι υπόλοιποι μαθητές, όπως και οι γονείς, για να μην υπάρξουν ρατσιστικές αντιδράσεις.
Παρά τις χρυσαυγίτικες επιθέσεις, υπήρξε μια ασπίδα προστασίας στους πρόσφυγες που πήγαν σε σχολεία και οφείλουμε να δώσουμε τα εύσημα στην ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, πράγματι χρειάζεται να υπάρξει μια κοινωνική πολιτική για την υποδοχή αυτών των παιδιών στα σχολεία.