Η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αποτελούν προϋπόθεση για την συμπερίληψη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Αυτό δήλωσε ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι σε επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αναφερόμενος στο ελληνικό ζήτημα, στέλνοντας σαφές μήνυμα προς την ελληνική πλευρά να επιταχύνει τις όποιες εκκρεμότητες για να κλείσει η αξιολόγηση.

Νωρίτερα, ο Μάριο Ντράγκι είχε τονίσει ότι η οικονομία της ευρωζώνης συνεχίζει να ενισχύεται, αλλά εξακολουθεί να χρειάζεται νομισματική τόνωση. Ο πληθωρισμός μπορεί να κινείται υψηλότερα, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στον αντίκτυπο από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου, είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Είναι ακόμα αναγκαία η στήριξη από τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζουμε για να οδηγηθεί ο πληθωρισμός προς τον στόχο μας».

Οι δηλώσεις Ντράγκι για το ελληνικό ζήτημα έρχονται σε μια ημέρα που στο ΔΣ του ΔΝΤ αναμένεται να συζητηθεί το θέμα της ελληνικής οικονομίας. Όπως ανέφερε σε διευκρίνησή του ο εκρπόσωπος του Ταμείου Τζέρι Ράις, η σημερινή συνεδρίαση του συμβουλίου του ΔΝΤ δεν έχει στην ατζέντα την πιθανή συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα με χρηματοδότηση.

Σημειώνεται ότι στην έκθεση που αναμένεται να συζητηθεί στο ΔΣ υπάρχει και η εκτίμηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδος είναι εξαιρετικά μη διαχειρίσιμο (highly unsustainable) τόσο εξαιτίας του ύψους του (προβλέπεται ότι θα φθάσει το 170% του ΑΕΠ το 2020 για να μειωθεί ελαφρώς στο 164% το 2022 μέχρι να εκτιναχθεί στο 275% το 2060), όσο και των χρηματοδοτικών αναγκών που θα χρειαστεί η χώρα για την εξυπηρέτηση του. Οι δαπάνες αυτές θα ξεπεράσουν το φράγμα του 15% του ΑΕΠ το 2024 και το 20% το 2031 για να φθάσουν το 33% το 2040.

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι απαιτείται μία ουσιαστική αναδιάρθρωση των όρων των δανείων που έχουν χορηγήσει οι Ευρωπαίοι στην Ελλάδα προκειμένου να αποκατασταθεί η “βιωσιμότητα” του Χρέους.

Στον πλαίσιο αυτό το ΔΝΤ προτείνει, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα κυμαίνονται μεσοπρόθεσμα στο 1% με 1,5% του ΑΕΠ μεταξύ άλλων:

– Να παραταθεί έως το 2040 η περίοδος χάριτος, το οποίο συνεπάγεται μία παράταση κατά 6 ετων των δανείων του ESM και κατά 17 έως 20 ετών για τα διακρατικά δάνεια και εκείνα που έχει χορηγήσει ο EFSF.

– Παράταση του χρόνου λήξης των δανείων έως το 2070, το οποίο οδηγεί σε παράταση του χρόνου αποπληρωμής των διακρατικών δανείων κατά 30 χρόνια, και έως 14 χρόνια για τα δάνεια του EFSF, και 10 χρόνια για τα δάνεια του ESM,.

– Αναβολή στην καταβολή τόκων έως το 2040 με κεφαλαιοποίηση τους. Η αποπληρωμή τους προτείνεται να επιμηκυνθεί έως το 2070 και να πραγματοποιηθεί με ισόποσες δόσεις.

– “Κλείδωμα των επιτοκίων” όλων των δανείων που έχουν χορηγήσει ο ESM και ο ΕFSF (περίπου 200 δια. ευρώ ή 113% του ΑΕΠ), τουλάχιστον για 30 χρόνια. Το επιτόκιο των δανείων αυτών δεν θα πρέπει να υπερβεί το 1,5%.