Η πρόταση των 54 πανεπιστημιακών για την κατάργηση των αρχαίων από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο με ταυτόχρονη ενίσχυση της νεοελληνικής γλώσσας, έχει ανοίξει έναν έντονο διάλογο ανάμεσα σε άτομα και φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας. Η αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στους θεματοφύλακες της αρχαιομάθειας και στους υποστηρικτές των αρχαίων από μετάφραση, επαναφέρει τη γνωστή διαμάχη του ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ με τα γνωστά πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Κατάλοιπό της εξάλλου ήταν και η μέχρι τώρα 3ωρη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών και η 2ωρη της νεοελληνικής γλώσσας.

Διαβάζοντας προσεκτικά τις ανακοινώσεις και τα ψηφίσματα, ο καλόπιστος αναγνώστης παρατηρεί ότι κανείς από τους ανήκοντες στις αντιπαρατιθέμενες ομάδες –ούτε και η γράφουσα- δεν αμφισβήτησε την αξία και τη διαχρονικότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τη διεθνή του επίδραση και την αναγκαιότητα να γίνουν οι μαθητές κοινωνοί του ανθρωπιστικού πνεύματος και των αξιών του. Κανείς δεν προτείνει επίσης τη συνολική κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στο Γυμνάσιο (διδάσκονται 2 ώρες από μετάφραση σε όλες τις τάξεις) ή την κατάργηση των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο Λύκειο.

Το επίμαχο ερώτημα είναι, αν στο Γυμνάσιο τα αρχαία κείμενα θα διδάσκονται με όργανο την αρχαία γλώσσα ή τη νεοελληνική.

Αυτό το ερώτημα όμως εντέχνως το αποσιωπούν οι υποστηρικτές της μιας πλευράς. Επιμένουν σε γενικεύσεις για τη σημασία των αρχαίων κειμένων (που ουδείς αμφισβητεί), και σε ιδεοληψίες που συχνά αγγίζουν τα όρια του εθνικισμού, αναπαράγοντας λογικές που οι φιλόλογοι περιγράφουν ως «προγονοπληξία», όταν εξηγούν στους μαθητές και στις μαθήτριές τους την έννοια της Παράδοσης και την άγονη προσκόλληση σε αυτήν. Με αυτόν τον τρόπο συσκοτίζεται η πραγματικότητα και δημιουργείται η ψευδής εντύπωση ότι «διώκονται τα αρχαία ελληνικά στο Γυμνάσιο». Στα δεκάδες άρθρα και τα ψηφίσματα δεν υπάρχουν αναφορές σε επιστημονικές έρευνες και αξιόπιστα τεκμήρια, αλλά δε φαίνεται να υπάρχει επίσης –εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- η διάθεση για έναν προβληματισμό που να αφορά τις πραγματικές μορφωτικές ανάγκες των σημερινών μαθητών/τριών και την αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Και ποιότητα δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την ουσιαστική κατάκτηση της μητρικής γλώσσας, όπως έχει αποδειχτεί από πλήθος επιστημονικές έρευνες.

Το ουσιαστικό ζητούμενο επομένως είναι: Με ποιον τρόπο οι αξίες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού αλλά και τα ευρύτερα πολιτιστικά αγαθά θα κατανοηθούν και θα γίνουν κτήμα των νεότερων, βελτιώνοντας παράλληλα το γλωσσικό επίπεδο της μητρικής τους γλώσσας, δηλαδή της νεοελληνικής;

Τα συμπεράσματα μιας σημαντικής συγκριτικής μελέτης (1971-1987) του Χ. Φράγκου και του Πανεπιστημίου Θεσσ/κης (δείγμα 885 μαθητές που διδάχτηκαν 8ωρες εβδομαδιαία τα αρχαία από το πρωτότυπο μέχρι το 1971 στις 3 πρώτες τάξεις του τότε Γυμνασίου, και 500 μαθητές που το 1987 είχαν ήδη διδαχτεί τα αρχαία μόνο από μετάφραση στις ίδιες τάξεις και στην ίδια γεωγραφική περιοχή) έδειξαν ότι η διδασκαλία από μετάφραση βελτιώνει το γλωσσικό κώδικα και λειτουργεί ενισχυτικά στην καλύτερη κατάκτηση της μητρικής γλώσσας, και τεκμηρίωσαν την άποψη ότι δε θα έπρεπε για κανένα λόγο να επανέλθουν τα αρχαία από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο. Στην ίδια έρευνα καταρρίφθηκε επίσης ο μύθος της γνωστής «λεξιπενίας», όπως και αρκετά στερεότυπα για τη «μαγική» επενέργεια της αρχαίας γλώσσας στο γλωσσικό επίπεδο των μαθητών/τριών.

Όταν το 1993 η τότε κυβέρνηση με κριτήριο αυθαίρετες ιδεολογικές παραδοχές, θέλησε να επαναφέρει τα αρχαία από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο, σύσσωμη σχεδόν η εκπαιδευτική και η πανεπιστημιακή κοινότητα κατήγγειλαν αυτή την ενέργεια (από την πλούσια αρθρογραφία στις εφημερίδες της εποχής, ενδεικτικά αναφέρονται: Χ. Φράγκος, Φ.Ι.Κακριδής, Δ.Ν.Μαρωνίτης, Ε.Κριαράς, Φ.Κ.Βώρος, Α. Φραγκουδάκη). Η επαναφορά των αρχαίων καταγγέλθηκε επίσης από το 6ο Εκπαιδευτικό συνέδριο της ΟΛΜΕ (1993) με βασικό επιχείρημα την έλλειψη επιστημονικής και παιδαγωγικής τεκμηρίωσης. Πράγματι, τα αρχαία από το πρωτότυπο, διδάχτηκαν πειραματικά για ένα χρόνο στην Α΄ Γυμνασίου (1992-93) και το προαποφασισμένο αποτέλεσμα κρίθηκε «επιτυχές» (υπ. Παιδείας Σουφλιάς, πρ. Π.Ι. Μπαμπινιώτης), πριν ακόμη ολοκληρωθεί η σχολική χρονιά και η «έρευνα» του Π.Ι. (ερωτηματολόγιο με ερωτήματα όπως: «σου άρεσαν τα αρχαία που διδάχτηκες;»). Με αυτή την αντιεπιστημονική μεθόδευση, τα αρχαία από πρωτότυπο επεκτάθηκαν ως το 1995 σε όλες τις τάξεις του Γυμνασίου.

Στα 23 χρόνια που ακολούθησαν, τα γνωστικά ή γλωσσικά αποτελέσματα αυτού του εγχειρήματος στους μαθητές/τριες από ποιον πανεπιστημιακό ή άλλο φορέα αξιολογήθηκαν, με ποια ορθολογικά επιστημονικά εργαλεία και πότε; Υπάρχει μία έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (2007), αλλά αφορά 350 φιλολόγους (δείγμα ελεγχόμενο για την τυχαιότητά του), με ερωτήματα στοχευμένα (πχ «Θα θεωρούσατε έλλειμμα παιδείας αν οι μαθητές τελείωναν το Γυμνάσιο χωρίς να έρθουν καθόλου σε επαφή με την αρχαία ελληνική γλώσσα;»), με προφανείς απαντήσεις (το 96% των φιλολόγων απάντησε «αρκετά ως πολύ» σε αυτή την ερώτηση) και αντίστοιχα μεροληπτικά συμπεράσματα, που αναφέρονταν και στους μαθητές/τριες, που δεν αποτελούσαν όμως δείγμα της έρευνας. Το 2009 μάλιστα, το Π.Ι. δεν έδωσε άδεια σε μεταπτυχιακούς φοιτητές/τριες (Α.Π.Θ. Μ. Κελπανίδης) για έρευνα σε μαθητές/τριες, φοβούμενο ίσως ότι τα δεδομένα της θα είναι απορριπτικά για το αρχαιοκεντρικό δόγμα («οι μαθητές δεν έχουν την ωριμότητα και δεν είναι σε θέση να απαντήσουν», ήταν το πρόσχημα). Ο Μ. Κελπανίδης πραγματοποίησε τελικά έρευνα σε τυχαίο δείγμα 424 φιλολόγων. Στα συμπεράσματα αναφέρεται ότι: το 67% δεν ήταν ικανοποιημένοι/ες από τον τρόπο που διεξάγονταν το μάθημα των αρχαίων, και για το 82,3 % « η βελτίωση της ικανότητας να χειρίζονται οι μαθητές τους τη Νέα Ελληνική απαιτεί περισσότερες ώρες νέων ελληνικών και όχι αρχαίων» (αύξηση ωρών αρχαίων πρότεινε το 17% του δείγματος).

Η αποτυχία του αρχαιοκεντρικού προγράμματος και η δυσφορία μαθητών και εκπ/κών αποτυπώθηκε έκτοτε ερευνητικά (πχ. Μ.Κοξαράκη), πράγμα για το οποίο προφανώς δεν ευθύνεται η αρχαία γλώσσα (ενδεικτικές αιτίες: αποσπασματικά κείμενα, ακατάλληλα βιβλία-αναλυτικά, μηχανιστική απομνημόνευση γραμματικών και συντακτικών κανόνων, κ.ά).

Στο συμπέρασμα στο οποίο συγκλίνουν τα παραπάνω δεδομένα, ότι δηλαδή στο Γυμνάσιο η διδασκαλία των αρχαίων χρειάζεται να γίνεται από μετάφραση, πρέπει να επισημανθεί η αναγκαιότητα της αλλαγής αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων, με επιλογές συγγραφέων και κειμένων που θα λειτουργούν ως γέφυρες για την κριτική προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Για να έρθουν οι μαθητές/τριες σε επαφή και με την αρχαία ελληνική γλώσσα, θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται μικρά επιλεγμένα κείμενα από το πρωτότυπο, δίπλα στο μεταφρασμένο κείμενο και σε περιοδικά διαστήματα.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ενίσχυση της διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας.

Είναι κοινή η διαπίστωση των μάχιμων φιλολόγων ότι οι μαθητές/τριες αντιμετωπίζουν δυσκολίες, ιδιαίτερα στο γραπτό λόγο, ενώ τα βιβλία της Γλώσσας στο Γυμνάσιο είναι ανεπαρκή, τα αναλυτικά προγράμματα ελλιπέστατα, η παραγωγή γραπτού λόγου και η έκθεση στην ουσία δεν διδάσκονται, ενώ εξετάζονται μέχρι και στις πανελλήνιες εξετάσεις. Επομένως, είναι αναγκαίο να αυξηθούν οι ώρες της Νεοελληνικής Γλώσσας στην κατεύθυνση της καλλιέργειας γλωσσικής εκφραστικής ικανότητας, με διδασκαλία δημιουργικής γραφής, ανάπτυξη λεξιλογίου κλπ. Απαραίτητο κρίνεται επίσης να ενισχυθεί και να αναδιαρθρωθεί το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας συνδεόμενο με δημιουργική ανάγνωση, φιλαναγνωσία και κριτική κειμένων. Οι σχολικές βιβλιοθήκες -που πρέπει επιτέλους να λειτουργήσουν- μπορούν να παίξουν σε αυτό έναν καθοριστικό ρόλο.

Η πρόσφατη απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να μειώσει κατά μία ώρα τα αρχαία από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο, είναι ένα ημίμετρο με αρνητικό εκπαιδευτικό πρόσημο, εφόσον αυτές οι ώρες δεν αποδίδονται στη διδασκαλία της Νεοελληνικής γλώσσας στη Β΄ και τη Γ΄ τάξη. Φαίνεται ότι το Υπουργείο, ενώ δείχνει ευαισθησία και υποχωρητικότητα σε πολιτικές και ιδεολογικές πιέσεις, δε δείχνει την ίδια ευαισθησία για την αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου, που δεν μπορεί να υπακούει σε λογιστικές πρακτικές εξοικονόμησης προσωπικού.

Σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο μεγάλων προκλήσεων (παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα, ΜΜΕ, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τεχνολογία), είναι προφανές ότι τα παιδιά μας, θα πρέπει να κατακτήσουν πρωτίστως τη μητρική τους γλώσσα και μέσω αυτής να γνωρίσουν και να χαρούν, όχι μόνο τον αρχαίο αλλά και το νεότερο πνευματικό πολιτισμό.

Περιμένουμε επομένως όλοι όσοι υπεραμύνονται της διατήρησης των αρχαίων από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο και ιδιαίτερα οι πανεπιστημιακοί, να δείξουν την ανάλογη μαχητικότητα και το ενδιαφέρον τους για την ενίσχυση της νεοελληνικής γλώσσας. Εκτός βέβαια, αν θεωρούν ότι το μόνο καλό που διαθέτουμε ως νεοέλληνες είναι οι πρόγονοί μας.

Αθήνα, 10 Ιουνίου 2016 Πρωτονοταρίου Μαριάννα (φιλόλογος, μέλος ΔΣ ΚΕΜΕΤΕ και ΔΣ Γ΄ΕΛΜΕ Αθήνας)