ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 13ηΟκτωβρίου 2016.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Δεν μας εκπλήσσει ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν οι εκτός της Εκκλησίας φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι της εποχής μας το ρόλο της θρησκείας στη ζωή μιας οργανωμένης πολιτείας.
Κι’ αυτό γιατί είναι γνωστό το ιδεολογικό υπόβαθρο των σκέψεων και των επιχειρημάτων τους. Διαποτισμένοι «μέχρι το κόκκαλο» με τις αρχές του αθέου Διαφωτισμού και Ουμανισμού, αντιμετωπίζουν την θρησκευτική πίστη ως νοσηρό κοινωνικό σύμπτωμα και φαινόμενο και όχι ως έμφυτη υπαρξιακή ανάγκη. Αν και έχουν περάσει σχεδόν τρεις αιώνες από τότε που ο «Διαφωτισμός» διατύπωσε τις θεωρίες του περί του θρησκευτικού φαινομένου και αποδείχτηκαν στην πράξη επιστημονικά αστήρικτες, εν τούτοις υπάρχουν ακόμη και σήμερα εκείνοι που όχι απλά τις ασπάζονται, αλλά και τις προωθούν και μάλιστα με ιδιαίτερο φανατισμό.
Η γνωστή σε όλους μας για τις ιδεολογικές της αρχές εφημερίδα «ΑΥΓΗ», κομματικό όργανο της Αριστεράς, που κυβερνά σήμερα την χώρα μας, δεν παύει να δημοσιεύει κάθε τόσο άρθρα που αναπαράγουν τις παρά πάνω ιδεοληψίες του αθέου Διαφωτισμού και Ουμανισμού, καμουφλαρισμένες με πολλή τέχνη και μαεστρία με τον μανδύα της σύγχρονης επιστήμης, ώστε να πείθουν και να γίνονται αποδεκτές από τους αφελείς. Ένα τέτοιο άρθρο είδε το φως της δημοσιότητας πρόσφατα με τίτλο: «Η θρησκεία στη ζωή μας», με συγγραφέα τον κ. Γιώργιο Φαρακλά, καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι εξόφθαλμη η προσπάθεια του συντάκτη στο παρά πάνω κείμενο να παρουσιάσει τη θρησκεία ως ένα νοσηρό κοινωνικό σύμπτωμα και όχι, όπως προαναφέραμε, ως υπαρξιακή ανάγκη και βίωμα. Την θεωρεί ως ένα είδος δεισιδαιμονίας και σκοταδισμού, ο οποίος όλο και περισσότερο υποχωρεί με την πρόοδο των θετικών επιστημών.
Αρχίζει με την παρατήρηση ότι «Οι θρησκείες βρίσκονται σε υποχώρηση από τότε που οι επιστήμες σημειώνουν τόσο μεγάλες επιτυχίες. Η υποχώρηση αφορά τη θρησκεία ως κοσμοθεώρηση, ως τρόπο να βιώνουμε τον κόσμο. Άνθρωποι, οι οποίοι βιώνουν με χριστιανικό τρόπο τον κόσμο γύρω τους, δεν φαίνεται να υπάρχουν πια πολλοί». Η όλη δομή του άρθρου μας οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα, ότι ο συγγραφέας ομιλώντας περί θρησκείας, συμπεριλαμβάνει μεταξύ αυτών και την Ορθοδοξία. Ωστόσο όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, η Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας, δεν είναι μια θρησκεία, όπως όλες οι θρησκείες του κόσμου, που είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και σκοπό έχουν να εκπληρώσουν τον βαθύτερο πόθο του ανθρώπου, να καταφύγει σε μια υπέρτερη δύναμη για να βρει ασφάλεια και προστασία από κάθε κακό που απειλεί την ζωή του, αδυνατούν όμως να νικήσουν και να καταργήσουν την φθορά και τον θάνατο. Αντίθετα η ζωή εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία είναι πορεία από τον θάνατο στη ζωή, από την δουλεία της φθοράς και των παθών στην ελευθερία της αφθαρσίας των τέκνων του Θεού. Γι’ αυτό και βρίσκεται στον αντίποδα και όλων των θρησκειών του κόσμου.
Με την παρά πάνω πρόταση ο συγγραφέας εκφράζει την αντίληψη ότι όσο προοδεύουν οι επιστήμες, τόσο μαραζώνουν οι θρησκείες και φυσικά μαζί μ’ αυτές και η Ορθοδοξία. Επομένως τα δύο αυτά μεγέθη, θρησκεία και επιστήμη, Ορθοδοξία και επιστήμη, είναι ασυμβίβαστα μεταξύ των. Πρόκειται για το κλασικό μαρξιστικό επιχείρημα που κατά κόρον προπαγανδίστηκε τον περασμένο αιώνα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου κυριάρχησε ο υπαρκτός Σοσιαλισμός. Ότι δηλαδή η θρησκεία και η επιστήμη, έρχονται δήθεν σε αντίθεση μεταξύ τους και ότι η επιστήμη είναι ο μεγάλος και ισχυρός αντίπαλος του Χριστιανισμού. Η επιστήμη έγινε στα χέρια των αθέων μαρξιστών το κατ’ εξοχήν εργαλείο για την προώθηση της αθεϊστικής των ιδεολογίας. Φθάσανε μάλιστα στο σημείο στην λυσσώδη πολεμική τους εναντίον της Εκκλησίας, να αρνούνται, η και να διαστρέφουν επιστημονικές ανακαλύψεις, που κλόνιζαν το αθεϊστικό τους ιδεολόγημα και ευνοούσαν την πίστη σε δημιουργό Θεό. Θα αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, δανεισμένα από το σύγγραμμα του αείμνηστου συγγραφέως κ. Νκολάου Βασιλειάδη, με τίτλο: «Η χριστιανική πίστις εις τον αιώνα της επιστήμης», για να φανεί ότι ο πραγματικός αντίπαλος της επιστήμης υπήρξε όχι η χριστιανική πίστη, άλλα ο αθεϊσμός.
«Κατά τα πρώτα έτη μετά την Ρωσικήν Επανάστασιν του 1917, αι απόψεις του Αϊνστάϊν, του Μπορ, του Χάιζενμπεργκ και άλλων, ήνοιγαν νέους ορίζοντας δια τας φυσικάς επιστήμας. Ο νόμος της αιτιότητος … υφίστατο καίριον πλήγμα. Αντικαθίστατο από την αρχήν της αβεβαιότητος. Οι άθεοι μαρξισταί ανησύχησαν. Αι απόψεις αυταί, είπαν, ενθαρρύνουν τον… ιδεαλισμόν μεταξύ των φυσικών επιστημόνων. Δια τούτο η Ρωσική Ακαδημία των Επιστημών απέρριψε… την θεωρίαν της Σχετικότητος, όπως επίσης και την θεωρία των Κβάντα και τας θεωρίας των Μπορ και Χάιζενμπεργκ, τους οποίους εχαρακτήρισεν ως… «σκοταδιστές, εχθρούς της μαθήσεως και της επιστήμης, η μεταφυσικούς μπουρζουαζίας». «Την περίοδον του 1930 οι αστρονόμοι της Δύσεως κατέληξαν εις το συμπέρασμα, ότι το Σύμπαν διαστέλλεται. Αυτό εσήμαινε ότι το Σύμπαν δεν είναι άχρονον, υπήρξε εποχή κατά την οποίαν έλαβεν αρχήν.[…].Αλλ’ η άποψις αυτή της αστρονομίας ευνοούσε ιδιαιτέρως την ‘μεταφυσικήν των μπουρζουάδων’ και την θρησκείαν, όπως έλεγαν οι άθεοι μαρξισταί. Διότι εφ’ όσον το σύμπαν είχε αρχήν, ήτο φυσικόν να έχει και τέλος […]. Η θεωρία όμως αυτή δεν ήτο αρεστή εις τον άθεον κομμουνισμόν. Δια τούτο ο Σοβιετικός τύπος την επολέμησε με σφοδρότητα».
Η μέχρι σήμερα πορεία τόσο του Χριστιανισμού, όσο και της επιστήμης αποδεικνύουν πανηγυρικά, ότι η επιστημονική έρευνα δεν έρχεται σε καμιά απολύτως αντίθεση με το πνεύμα και την διδασκαλία του ευαγγελίου. Ήδη στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης διατυπώνεται από τον αιώνιο λόγο του Θεού, ότι η επιστήμη αποτελεί δώρο Θεού στον άνθρωπο: «Κύριος έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού» (Σοφ.Σειρ.38,6). Εκφράζεται επίσης η εκτίμηση και ο σεβασμός προς το ιατρικό λειτούργημα: «Τίμα ιατρόν προς τας χρείας αυτού τιμαίς αυτού, και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος» (Σοφ.Σειρ.38,1). Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει σε μια ομιλία του: «Έχω την γνώμη ότι έγινε παραδεκτό από όλους τους λογικούς ανθρώπους, ότι η παιδεία κατέχει την πρώτην θέσιν μεταξύ των ανθρωπίνων αγαθών, όχι μόνον δε αυτή η ιδική μας, η χριστιανική, και ευγενεστέρα […], αλλά και η εξωτερική, η μη χριστιανική, η εθνική […]. Δεν πρέπει δε να καταδικάζομεν την μη χριστιανικήν παιδείαν, την εξωτερική, την εθνική, επειδή αρέσει αυτό σε μερικούς» (Λογ.43,11, PG 36,508B, 509A). Πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας ήταν επιστήμονες με ευρύτατη μόρφωση, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και μάρτυς κ.α. Κατά τον διάσημο Γερμανό φυσικό Max Planck, οι δύο δρόμοι επιστήμης και θρησκείας προχωρούν παραλλήλως και συναντώνται εις το αχανές άπειρον, εις τον ίδιον σκοπόν.
Στη συνέχεια διατυπώνει ένα απίστευτα ρηχό επιχείρημα: «Όταν αρρωσταίνω, πρώτα τρέχω στον γιατρό μου, που με θεωρεί παράγωγο της οργανικής χημείας, όχι στον ιερέα της ενορίας μου. Καταρρέει λοιπόν ως και μέσα μου η αλήθεια της θρησκευτικής κοσμοθεωρίας μου. Όταν οι θρησκείες δύουν ως κοσμοθεωρίες, συνεχίζουν να υπάρχουν ως χορηγοί ταυτότητας, μια λειτουργία που μοιράζονται με το έθνος, το κόμμα, την ποδοσφαιρική ομάδα»! Το να καταφεύγω στον γιατρό και κατ’ επέκταση στην επιστήμη και όχι στον ιερέα της ενορίας μου, αυτό με κανένα τρόπο δεν αποδεικνύει ότι η επιστήμη είναι ισχυρότερη από την πίστη και ότι αυτή μεν μπορεί να θεραπεύσει από ασθένειες, ενώ ο Θεός δια του ιερέως της ενορίας όχι. Η χριστιανική πίστη είναι ασυγκρίτως ισχυρότερη από την επιστήμη, διότι έχουμε πάμπολλες περιπτώσεις ανθρώπων, που έπασχαν από ανίατες ασθένειες, οι οποίοι αφού κατέφυγαν πρώτα στην επιστήμη της ιατρικής και δεν μπόρεσαν να θεραπευτούν, στη συνέχεια κατέφυγαν με θερμή πίστη στην Παναγία, η σε κάποιον άγιο, (όπως στον άγιο Ραφαήλ, τον άγιο Νεκτάριο κ.λ.π.) και θεραπεύθηκαν θαυματουργικά.
Άστοχη και παιδαριώδης είναι επίσης η προσπάθεια του συγγραφέως να υποβιβάσει την Εκκλησία στο επίπεδο ενός σωματείου, ενός κόμματος η μιας ποδοσφαιρικής ομάδος. Ας μας απαντήσει ο κ. Φαρακλάς ποιό σωματείο, η ποιο κόμμα, η ποια ποδοσφαιρική ομάδα έχει να παρουσιάσει μια ιστορική πορεία 2000 ετών! Ποιό σωματείο, η ποιο κόμμα, άντεξε χωρίς να διαλυθεί μετά από μια πρωτοφανή πολεμική και έναν ανελέητο διωγμό, τον οποίον εξαπέλυσαν οι σκοτεινές δυνάμεις επί 2000 χρόνια τώρα εναντίον της Εκκλησίας. Και μόνο το γεγονός αυτό δείχνει ότι η Εκκλησία δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, αλλά θεανθρώπινος οργανισμός.
Συνεχίζοντας, φτάνει σε ακόμη μεγαλύτερες υπεραπλουστεύσεις. «Η θρησκεία, λένε, είναι ιδιωτική υπόθεση. Εννοούν ότι δεν είναι πολιτικό θέμα. Δεν μας αφορά ως πολίτες, μέλη της πολιτικής κοινότητας. Μας αφορά ως πιστούς, μέλη μιας κοινότητας πιστών. Η κοινότητα πιστών δεν συμπίπτει με την πολιτική κοινότητα. Ένας ορθόδοξος Βούλγαρος και ένας ορθόδοξος Έλληνας μάχονται ο ένας τον άλλο, καίτοι ανήκουν στην ίδια κοινότητα πιστών. Ένας ορθόδοξος Έλληνας και ένας εβραίος Έλληνας πολεμούν μαζί τους Βούλγαρους, γιατί είναι Έλληνες πολίτες, συμπατριώτες, καίτοι δεν ανήκουν στην ίδια κοινότητα πιστών»! Εδώ αγγίζει ένα άλλο πρόβλημα, το πρόβλημα του πολέμου και της βίας, προφανώς για αποδείξει, ότι η ενότητα των μελών του σώματος της Εκκλησίας δεν είναι αδιατάρακτη και αδιάσπαστη και ότι η ευαγγελική διδασκαλία της αγάπης προς τους εχθρούς σχετικοποιείται, η και καταργείται σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση του πολέμου.
Κατ’ αρχήν ο πόλεμος και η βία είναι καρπός της αμαρτίας και της αποστασίας του ανθρώπου από τον Θεόν. Εάν όλοι οι άνθρωποι πίστευαν στο Χριστό και εφάρμοζαν το ευαγγέλιο, δεν θα υπήρχε πόλεμος και βία στη γη. Επειδή όμως δεν συμβαίνει αυτό και η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων απορρίπτει το ευαγγέλιο, αναγκάζεται η Εκκλησία να αντιμετωπίσει ένα αναπόφευκτο κακό, εφαρμόζοντας τους όρους της οικονομίας. Ενώ στο επίπεδο των προσωπικών σχέσεων καταδικάζει απόλυτα και κατηγορηματικά τη βία και τον φόνο, στο επίπεδο των θεσμών τηρεί διαλεκτική στάση. Δείχνει δηλαδή επιείκεια σε όσους μετείχαν σε πολέμους, αγωνιζόμενοι για το κοινό καλό. Ο Μέγας Αθανάσιος γράφει σχετικά: «Φονεύειν ουκ έξεστιν, αλλ’ εν πολέμοις αναιρείν τους αντιπάλους και έννομον και επαίνου άξιον. Ώστε το αυτό κατά τι μεν και κατά καιρόν ουκ έξεστι, κατά τι δε και ευκαίρως, αφίεται και συγκεχώρηται» (Επιστολή προς Αμμούν, PG 26,1173B). Ο Μέγας Βασίλειος στον 13ο Κανόνα του λέει ότι οι φόνοι που γίνονται στους πολέμους δεν καταλογίζονται ως φόνοι. Παράλληλα όμως σε όσους φονεύουν στον πόλεμο, επιβάλει τριετή αποχή από την Θεία κοινωνία. Σε ολόκληρη την βυζαντινή περίοδο, αλλά και αργότερα στην ιστορία του νεωτέρου Ελληνισμού, οι πόλεμοι δεν είχαν μόνο πολιτικό αλλά και θρησκευτικό χαρακτήρα. Αυτό συνέβαινε διότι οι εχθροί του κράτους ήταν και εχθροί της Εκκλησίας. Η αγάπη προς τους εχθρούς της Πατρίδος δεν αίρει την αγάπη μας προς αυτήν. Η συναδέλφωση των λαών, (πάντοτε εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας και ουδέποτε εκτός αυτής), την οποία επιδιώκει η Ορθοδοξία, δεν αναιρεί την έννοια των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, διότι δεν λειτουργεί ισοπεδωτικά, όπως ο οδοστρωτήρας της σύγχρονης παγκοσμιοποιήσεως. Στην νεώτερη εθνική μας ιστορία στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, η Ορθόδοξη πίστη, όχι απλά στήριξε το Έθνος μας, αλλά το διέσωσε από τον πλήρη αφανισμό. Τα περίφημα κείμενα του απελευθερωτικού αγώνος και των Εθνικών Συνελεύσεων, θέτουν ως το κυριότερο στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας, την πίστη στο Χριστό, κάτι το οποίο μαρτυρεί τον κυρίαρχο ρόλο της Εκκλησίας στην εθνική μας παλιγγενεσία.
Στη συνέχεια προσπαθεί να «μπει» στο «βαθύτερο πνεύμα» της Εκκλησίας, το οποίο μόνον ο ίδιος κατανοεί και στηρίζεται στη λογική. Τονίζει: «Λογικά, η ίδια η Εκκλησία θα έπρεπε να απαιτεί τον χωρισμό κράτους και Εκκλησίας, μαθημάτων και κατήχησης, θρησκευτικών εορτών και εθνικών επετείων, πολιτικού γάμου και θρησκευτικού κ.ο.κ. Λογικά θα έπρεπε, για θρησκευτικούς λόγους, να απαιτεί να μη γίνονται αγιασμοί στα πλοία, τα σχολεία, τα στρατόπεδα, τα νοσοκομεία…». Προφανώς και εδώ κάνει ένα τραγικό λάθος. Λησμονεί ότι η ελληνική κοινωνία απαρτίζεται από «ιδιώτες», οι οποίοι απαιτούν να ζουν σύμφωνα με τις δικές τους ιδιαιτερότητες. Εν προκειμένω η ελληνική Πολιτεία απαρτίζεται, κατά 97% από Ορθοδόξους Χριστιανούς, οι οποίοι, εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς αυτήν, απαιτούν όμως να είναι και ο δημόσιος βίος τους έκφραση της Ορθοδόξου πίστεώς τους, η οποία δεν είναι μόνον «αναφορά στο Θεό», αλλά βίωμα και τρόπος ζωής. Οι Ορθόδοξοι Έλληνες δεν δέχονται να διαχωρίζεται ο ιδιωτικός βίος από το δημόσιο βίο τους, κάτι το οποίο φαίνεται και στο Σύνταγμα της χώρας, το οποίο αρχίζει με την επίκληση της Αγίας Τριάδος. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι καταπατούνται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τα οποία γίνονται μεν σεβαστά, χωρίς όμως να φτάνουμε στο άλλο άκρο, να επιβάλλονται οι μειονότητες στη συντριπτική πλειοψηφία των Ορθοδόξων Ελλήνων.
Τέλος καταλήγει: «Όσοι χριστιανοί το κάνουν αυτό στηρίζουν την προωθούμενη από το υπουργείο Παιδείας μεταρρύθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Με τη μεταρρύθμιση συμφωνούν βέβαια και οι άθεοι. Ίσως φανεί περίεργο που αυτοί οι χριστιανοί συμφωνούν με τους άθεους. Δεν είναι. Η κοινότητα των πιστών δεν έχει ανάγκη να ορίζεται με βάση τη σχέση εχθρού και φίλου. Ίσως επειδή ακριβώς δεν είναι εθνική κοινότητα».Οι θεωρούμενοι από το συντάκτη ως «Χριστιανοί», οι οποίοι στηρίζουν την μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών σε γνωσιολογικό μάθημα των θρησκειών, δε μπορούν να θεωρηθούν καν ως Χριστιανοί, διότι καταφρονούν τη ρητή εντολή του Χριστού: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη …διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν»(Ματθ.28,19-20). Σχετικά με τον χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών θα περιοριστούμε να μνημονεύσουμε την συντριπτική και ομολογουμένως ακαταμάχητη επιχειρηματολογία του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ, στην ιστορική επιστολή του προς τον πρωθυπουργό κ. Α. Τσίπρα, στην οποία αποδεικνύει την ρατσιστική κακομεταχείριση της Μητέρας του Γένους Ορθόδοξης Εκκλησίας, και την προνομιακή μεταχείριση στην εκπαίδευση των Παπικών, των Εβραίων και των Μουσουλμάνων, όπως επιθυμούν οι διευθύνοντες τα του Οικουμενισμού.
Κλείνοντας, τονίζουμε ότι, εις πείσμα των χριστιανομάχων, η Εκκλησία θα παραμένει ακατάλυτη στους αιώνες, σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του Χριστού: «Και πύλαι Άδου ου κατασχύσουσιν αυτής» (Ματθ.16,18), όσο και αν πολεμείται από τους ποικιλώνυμους εχθρούς της. Όπως πολύ ωραία παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος: «Αν δεν πιστεύεις στα λόγια, πίστευε στα πράγματα. Πόσοι τύραννοι θέλησαν να νικήσουν την Εκκλησία; Πόσα τηγάνια; πόσα καμίνια, δόντια θηρίων, ξίφη ακονισμένα; Όμως δεν την νίκησαν. Που είναι εκείνοι, που την πολέμησαν; Έχουν σιγήσει και παραδόθηκαν στην λήθη. Και που είναι η Εκκλησία; Λάμπει περισσότερο από τον ήλιο. Τα δικά τους σβήστηκαν, τα δικά της είναι αθάνατα. Αν όταν ήταν λίγοι δεν νικήθηκαν, τώρα που η οικουμένη γέμισε ευσέβεια, πως μπορείς να την νικήσεις;» («Μάταιος ο πόλεμος κατά της Εκκλησίας», μετ. Σπ. Μουστάκα, ΕΠΕ 33 σ. 387-9)! Η Ορθοδοξία μας είχε, έχει και θα έχει τον πρωτεύοντα λόγο και ρόλο στη ζωή μας, και στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών