Τα τραγούδια στα Θρησκευτικά και οι ”Εμπειρογνώμονες”
*Του π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού στην
Τα νέα προγράμματα των Θρησκευτικών έφεραν στο προσκήνιο την μεγάλη απόσταση που χωρίζει την ομάδα των εκπαιδευτικών θεολόγων που τα συνέταξαν από την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως επίσης και κατέστησαν εμφανές το χάσμα και τον διχασμό που η ομάδα αυτή συνειδητά έχει προκαλέσει στον θεολογικό κόσμο.
Μάλιστα σε παρέμβασή τους στις 4 Οκτωβρίου 2016 οι αυτοαποκαλούμενοι «εμπειρογνώμονες» (sic)
που εκπόνησαν τα προγράμματα, εκφράζουν, σα να μην τρέχει τίποτα, την ιδιαίτερη ικανοποίησή τους για το γεγονός ότι «τα προγράμματα εφαρμόζονται», χωρίς να ερωτήσουν τους συναδέλφους τους θεολόγους κατά πόσον αυτοί είναι ικανοποιημένοι έχοντας κληθεί να εφαρμόσουν προγράμματα για τα οποία δεν επιμορφώθηκαν, δεν έχουν βιβλία, αρκετά από τα σχολεία τους στερούνται υποστηρικτικών υποδομών, ενώ ακόμη και η εξασφάλιση της συμμετοχής όλων των παιδιών στο μάθημα (δηλαδή η κατάργηση των απαλλαγών), όπως φάνηκε να προαναγγέλλεται από το σχετικό ΦΕΚ του Υπουργείου, δεν πραγματοποιήθηκε.
Μάλιστα οι «εμπειρογνώμονες» έσπευσαν να απαξιώσουν τις αντιδράσεις των συναδέλφων τους, να διακηρύξουν τον ενθουσιασμό χιλιάδων μαθητών και μαθητριών (το διαπίστωσαν φανταζόμαστε από την εφαρμογή του πιλοτικού προγράμματος, το οποίο σημειωτέον προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων) και ούτε λίγο ούτε πολύ να υποστηρίξουν ότι το μάθημα είναι «ορθόδοξο».
Προσπέρασαν βεβαίως, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, την επιστολή του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου προς τον πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων (27 Σεπτεμβρίου 2016), ο οποίος αναφέρει ότι ουσιαστικά το μάθημα πλέον δεν παρέχει στον μαθητή «συνεκτική και πλήρη εικόνα της ιδιαιτερότητας της Ορθοδοξίας, δηλαδή ένα σύνολο δομημένων γνώσεων με ψύχραιμη, επιστημονική – θεολογική προσέγγιση» αλλά «σκόρπιες ψηφίδες κοινωνιολογικού ή φιλοσοφικού προβληματισμού με αφορμή το θρησκευτικό φαινόμενο».
Επισημαίνουν άλλωστε ξεκάθαρα ότι «δεν έχει κατηχητικό χαρακτήρα, καθώς η κατήχηση είναι μια υπόθεση της Εκκλησίας και της οικογένειας, όχι του σχολείου» και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο να απαντήσουν σε μία συγκεκριμένη παρατήρηση του Μακαριωτάτου.
Αναφέρονται λοιπόν ειδικά στο ζήτημα της χρήσης ως εκπαιδευτικού υλικού για τα νέα προγράμματα των Θρησκευτικών τραγουδιών και παραδέχονται εμμέσως ότι κάποια από αυτά «ενδέχεται να σκανδαλίσουν τους μαθητές και τις μαθήτριες» και «μπορούν άμεσα να αποσυρθούν από το δημοσιευμένο/αναρτημένο υλικό».
Ο Μακαριώτατος στην επιστολή του αναφερόταν συγκεκριμένα στην άστοχη χρήση τραγουδιών και την αυθαίρετη σύνδεσή τους με την «επί του όρους ομιλία» του Χριστού.
Υπογραμμίζει χαρακτηριστικά: «μόνο εάν υποβαθμισθεί η βαθειά θεολογική και ανθρωπολογική διάσταση της ‘Επί του Όρους ομιλίας’ μπορεί να συνδεθεί με τους στίχους των παραπάνω τραγουδιών», τα οποία, σημειωτέον, δε δίδονται στους εκπαιδευτικούς με κάποιους συσχετισμούς που να δηλώνουν την εσωτερική τους σύνδεση με το θέμα, αλλά αφήνονται οι εκπαιδευτικοί στο χάος του να μην μπορούν να εννοήσουν τι συνδέεται με τι και του να δώσουν εντελώς προσωπικές και ίσως και αυθαίρετες ερμηνείες.
Αντί λοιπόν οι εμπειρογνώμονες να απαντήσουν επί της ουσίας στην κριτική του Μακαριωτάτου, γράφουν επί λέξει τα εξής: «Μας προκαλεί έκπληξη και απορία η απόρριψη παρόμοιων υλικών, ενώ αυτού του είδους οι παιδαγωγικές διαδικασίες και οι νέες τεχνικές μάθησης έχουν εισαχθεί και αξιοποιηθεί στην κατήχηση της Εκκλησίας, στα προγράμματα ποιμαντικής επιμόρφωσης, στις εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις».
Παραπέμπουν μάλιστα στο κατηχητικό βοήθημα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών του 2006-2007 για τα μεγαλύτερα παιδιά, το οποίο μάλιστα συντάξαμε κατόπιν παραγγελίας του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου (αυτόν που κάποιοι από τους τώρα «εμπειρογνώμονες» δημόσια στηλίτευαν ως «οπισθοδρομικό» και «φονταμενταλιστή»), και αναρωτιούνται «πώς τέτοιου είδους υλικό θεωρείται ‘απρεπές’ για το μάθημα των Θρησκευτικών στο δημόσιο σχολείο;».
Αναρωτιόμαστε με τη σειρά μας: έχουν διαβάσει αυτό το κατηχητικό βοήθημα ( 2006-2007 και το συμπληρωματικό 2014-2015), πριν το επικαλεστούν ως επιχείρημα για τις θέσεις τους; Δεν καταλαβαίνουν ότι ενώ απορρίπτουν την κατήχηση στο δημόσιο σχολείο, υπερασπίζονται τρόπους της;
Είδαν μήπως ότι τα τραγούδια χρησιμοποιούνται ως αφορμή για διάλογο με την εποχή και ως πέρασμα στην κατηχητική διάσταση της εκκλησιαστικής ζωής;
Αν οι ίδιοι κλήθηκαν να υπηρετήσουν μία «απο-κατηχητικοποίηση» του μαθήματος, γιατί χρησιμοποιούν αυτό που η κατήχηση έχει αξιοποιήσει, χωρίς όμως τον στόχο της;
Πόσο συνεπείς με τους εαυτούς τους μπορεί να είναι; Και όχι μόνο αυτό.
Αν διαβάζανε με προσοχή το βοήθημα αυτό, το οποίο βεβαίως ουδόλως χρησιμοποίησαν στα νέα προγράμματα (δε δίστασαν όμως να επιχειρηματολογήσουν μ’ αυτό, για να αντιστρέψουν τις εντυπώσεις εις βάρος της Εκκλησίας), θα διαπίστωναν ότι έχει και μέθοδο και συμπεράσματα και υλικό, το οποίο σκοπό έχει να κάνει την κατηχητική συνάντηση πιο ζωντανή και πιο επίκαιρη και αυτονόητα Χριστοκεντρική και Εκκλησιοκεντρική.
Ας αξιοποιούσαν λοιπόν αυτή τη μέθοδο, αν ήθελαν να δείξουν στα νέα προγράμματα των Θρησκευτικών, «με έμφαση στην ορθόδοξη παράδοση», όπως ισχυρίζονται, ότι η Ορθοδοξία έχει σχέση με το σήμερα και είναι τόσο ευέλικτη, που μπορεί να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία του σήμερα για να διαλεχθεί μ’ αυτά.
Οι «εμπειρογνώμονες» όμως δεν είχαν ως στόχο να φανεί ότι η Ορθοδοξία διαλέγεται με το σήμερα.
Γιατί κλήθηκαν να υπηρετήσουν το κρύψιμο της ορθόδοξης πίστης ανάμεσα σε φιλοσοφία, κοινωνιολογία, τέχνη, άλλες θρησκείες.
Γι’ αυτό και παραθέτουν πολλά τραγούδια «εική και ως έτυχε», χωρίς ειρμό και κοινωνία με την ορθόδοξη παράδοση, όπως επισημαίνει στην επιστολή του ο Μακαριώτατος. π.χ. Το τραγούδι “Umbrella” της Rihanna αναφέρεται σε έναν έρωτα ή μια φιλία δύο ανθρώπων, και ουδόλως έχει ως τραγούδι σχέση με τη θρησκευτική πίστη. Το αυτό και η «Συννεφούλα» του Σαββόπουλου.
Δεν μπορούν να συνδεθούν ουσιαστικά με το τραγούδι του Άσιμου «ο Μπαγάσας» και τη «Δίψα» του Πορτοκάλογλου και βεβαίως δεν μπορούν να συνδεθούν με την «επί του όρους ομιλία», εκτός αν κανείς κάνει ακροβατικούς συνειρμούς.
Το ίδιο γίνεται και με πολλά από τα τραγούδια που δίδονται ως βοήθεια του προγράμματος στο Γυμνάσιο.
Ενδεικτικά αναφέρουμε στην Α’ Γυμνασίου, στην 1η ενότητα «Μεγαλώνουμε και αλλάζουμε», ότι δίνεται ως συνιστώμενο τραγούδι «Ο οδοιπόρος» του Μάνου Χατζιδάκι, μία συγκλονιστική αναφορά στο υπαρξιακό κενό και την απουσία γνήσιων σχέσεων του σύγχρονου ανθρώπου και την ανάγκη να βρεθεί ένας προφήτης που θα αλλάξει την πορεία του κόσμου.
Η πρόταξή του στην Α’ Γυμνασίου, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τις ανάγκες, τις δυνατότητες και την μεταβατικότητα της ηλικίας, καταστρέφει ως υλικό ένα τραγούδι που θα μπορούσε να είναι πολύτιμο π.χ. για μία ενότητα που αναφέρεται στο διάλογο της Ορθοδοξίας με τον σύγχρονο κόσμο.
Το αυτό και η χρήση του «Προσκυνητή» του Αλκίνοου Ιωαννίδη σ’ αυτή την ενότητα. Κάπου υπάρχουν και εύστοχες προτάσεις, αλλά η όλη προσπάθεια, για να φανεί εντυπωσιακή, αποτελεί σε πολλά σημεία παράθεση υλικού ακατάλληλου για την ηλικία των παιδιών αυτών και, κυρίως χωρίς κάποια στοιχειώδη καθοδήγηση στους εκπαιδευτικούς. Ανάλογες αστοχίες και ακροβατικούς συνειρμούς συναντούμε και στην Β’ και στη Γ’ Γυμνασίου.
Διαφαίνεται πάντως ότι το πρόσωπο του Χριστού, η παρουσία της Εκκλησίας και η μετοχή του ανθρώπου στη ζωή της που έχει ως αποτέλεσμα να αλλάζει ο τρόπος θέασης του κόσμου, στοιχεία κομβικά για την ορθόδοξη πίστη και παράδοση, δεν είναι προτεραιότητα για τους «εμπειρογνώμονες».
Μάλλον ο στόχος, και με τη χρήση των τραγουδιών, είναι να συμβάλουν σε μία πολιτισμική, φιλοσοφική, κοινωνιολογική, θρησκειολογική προσέγγιση του μαθήματος των Θρησκευτικών, με κλειδί την έννοια του Θεού γενικά και όχι το πρόσωπο του Χριστού.
Αυτές άλλωστε ήταν οι απόψεις των επικεφαλής των, δημοσιευμένες από το 1998 στο περιοδικό «Σύναξη» (τεύχος 65: Μάθημα των Θρησκευτικών: αίτημα παιδείας ή συντεχνίας;).
Η επί της ουσίας «απολογία» τους δεν πείθει.


Θα ήταν πιο έντιμο να αποδέχονταν ότι πάνω σ’ αυτόν τον δρόμο εργάστηκαν εξ αρχής και αγνόησαν συνειδητά ότι υπάρχουν πολλοί θεολόγοι και πολλές ενώσεις ανά την Ελλάδα που δε θα δέχονταν αδιαμαρτύρητα, χωρίς προετοιμασία, χωρίς επιμόρφωση, χωρίς βιβλία, να καταστεί το μάθημα των Θρησκευτικών ένα project και μάλιστα σε όλα τα σχολεία της χώρας, σε πολλά από αυτά χωρίς τις στοιχειώδεις υποδομές.
Είχαν και την εσφαλμένη εντύπωση ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα άφηνε να περάσει χωρίς αντίρρηση η μετατροπή ενός μαθήματος από «ορθόδοξη θρησκευτική αγωγή» σε «ενημέρωση για τη θρησκεία και τις ιδέες της», με στοιχεία ορθοδοξίας, κυρίως πολιτισμικού χαρακτήρα.
Να σημειώσουμε ότι στην όλη συζήτηση δεν έχει γίνει μέχρι τώρα καμία αναφορά στο μάθημα στο Δημοτικό.
Σε πολλά σχολεία δάσκαλοι δεν το διδάσκουν (με ευθύνη και των διευθυντών, των διευθύνσεων εκπαίδευσης αλλά και των γονέων).
Τι κάνει τους «εμπειρογνώμονες» τόσο αισιόδοξους ότι το πείραμά τους θα έχει επιτυχία και μάλιστα θα γίνει αποδεκτό και από τους δασκάλους που μέχρι τώρα το πάλευαν, «Κύριος οίδεν».
Από την εμπειρία μας και την προσπάθειά μας στη σχολική τάξη επί αρκετά χρόνια είδαμε και πιστεύουμε ότι το μάθημα των Θρησκευτικών είναι το τελευταίο ανάχωμα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο δύσκολα αποφεύγει την ισοπέδωση του ανθρωπίνου προσώπου.
Στη σύγχυση που μας καθιστά άτομα χωρίς ταυτότητα και χωρίς κριτική σκέψη.
Στόχος δεν μπορεί να είναι απλώς ένας «θρησκευτικός γραμματισμός», σα να είμαστε μία χώρα χωρίς παράδοση και θρησκευτική ιστορία.
Οι «εμπειρογνώμονες» καλό θα ήταν λοιπόν να μην καυχησιολογούν, διότι προκάλεσαν χάος, και να μη δείχνουν ότι περιφρονούν όλους τους συναδέλφους τους που αισθάνονται ότι τους έριξαν στο κενό, για να εξυπηρετηθούν πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες, αλλά στην ουσία συμβάλουν στο πριόνισμα από τις ρίζες του δέντρου της ταυτότητάς μας.
Και να μη θέτουν εκβιαστικά διλήμματα ότι όσοι διαφωνούν με τις αλλαγές που επιφέρουν τα νέα προγράμματα σπουδών στην ουσία αναλαμβάνουν την ευθύνη να αντιμετωπίσουν άλλους κινδύνους, πιθανότατα υπονοώντας την κατάργηση του μαθήματος.
Από τη στιγμή που εκπροσωπούν στην πράξη εν γνώσει τους το Υπουργείο Παιδείας και την θρησκευτική του πολιτική ας μη διαμαρτύρονται για το ότι δέχονται κριτική ότι εξυπηρετούν κομματικές σκοπιμότητες.
Όπως και να έχει, ας συνεργαστούν τουλάχιστον, τώρα που φάνηκε ξεκάθαρα ποιες είναι οι προτάσεις τους, τόσο με τους συναδέλφους τους εκπαιδευτικούς και της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όσο και με την Εκκλησία της Ελλάδος, για να διορθωθούν η σύγχυση και ο συγκρητισμός που διαφαίνονται ως αναπόφευκτα αποτελέσματα των αλλαγών.
Και ας σκεφτούνε ότι δεν είναι ούτε παιδαγωγικά ούτε γνωστικά ορθό να διακόπτεται ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε το 2006 (με τα μέχρι τώρα εν ισχύει βιβλία διαθεματικής προσέγγισης), χωρίς αποτίμησή του στον «θρησκευτικό γραμματισμό» των μαθητών που τα διδάχθηκαν από την Γ’ Δημοτικού ως την Γ’ Λυκείου.
Η απότομη εισαγωγή των νέων προγραμμάτων όχι από την Γ’ Δημοτικού, αλλά σε όλες τις σχολικές τάξεις, αφήνει τα προηγούμενα ανολοκλήρωτα για τους περισσότερους μαθητές και την ίδια στιγμή, τουλάχιστον στο Γυμνάσιο, βάζει τα παιδιά να κάνουν άλματα στο θρησκευτικό και εκκλησιαστικό γνωστικό κενό.
Η μνημειώδης πραγματικά εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου στις 9 Μαρτίου 2016 () θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για να γίνει μία μεταρρύθμιση στο μάθημα των Θρησκευτικών, η οποία με ισορροπία θα έδινε τη δυνατότητα στους μαθητές και να γνωρίζουν τα στοιχεία της ορθόδοξης πίστης και παράδοσης και να μπορούν να διαλεχθούν με τις άλλες θρησκείες που ουδείς σώφρων θα θεωρούσε ότι δεν πρέπει να γίνονται γνωστές, ως προς τα βασικά τους σημεία.
Δυστυχώς, οι «εμπειρογνώμονες», όπως και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και το Υπουργείο τελικά απώλεσαν τη ευκαιρία να πετύχουν την προσαρμογή του μαθήματος στις ανάγκες της εποχής, χωρίς να αλλοτριώσουν τον ορθόδοξο χαρακτήρα του.
Μακάρι αυτή η πρόταση να επανέλθει στο τραπέζι του διαλόγου.
* Ο π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός είναι Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων και Εκπαιδευτικός.