Οι δύσκολοι μαθητές απαιτούν δύσκολους δασκάλους*

του Παναγιώτη Γαβάνα
Συχνά μιλάμε για δύσκολους μαθητές, απαιτούμε συνταγές στην επικοινωνία μαζί τους, θέτοντας έτσι τους δύσκολους μαθητές στο κέντρο της παιδαγωγικής συζήτησης.
Τι αισθανόμαστε όμως σαν δύσκολο; Δύσκολοι μαθητές διαταράσσουν την τάξη, την ομοιογένεια της μαθησιακής ομάδας και τη διαδικασία της μάθησης. Φροντίζουν για απρόβλεπτες καταστάσεις, δεν ανταποκρίνονται στο συμβατό σύστημα κυρώσεων, θέτοντάς το, στην έσχατη περίπτωση, σε αχρηστία. Δύσκολοι μαθητές δεν αναλαμβάνουν τα καθήκοντα που τους αναλογούν, θέτουν υπό αμφισβήτηση τη σημασία του συνόλου της ύλης και αντί αυτού αναπτύσσουν δικά τους ενδιαφέροντα ή καθόλου. Εκεί, όπου ολισθαίνουν στη συνολική άρνηση ή ακόμη και στη βία, προβάλλουν αναγκαστικά ζητήματα σχετικά με τις συνθήκες της σχολικής μάθησης. Εμπλέκουν τον δάσκαλο και τη μαθησιακή ομάδα σε μια διαδικασία, όπου –όπως και στη νομική διαδικασία- συχνά πρόκειται περί κατήγορου και κατηγορούμενου, περί εξουσίας και τιμωρίας, με σκοπό: να επισύρουν πάνω τους την προσοχή, σε βάρος της ομάδας, ακόμη και όταν η διαδικασία αυτή συχνά καταλήγει να αποβαίνει σε βάρος αυτού που ενοχλεί.
Ο φόβος μπροστά στο χάος
Όταν κάνουμε λόγο για δύσκολους μαθητές, δεν εννοούμε εκείνους που μεταβάλλουν τη συμπεριφορά τους εξαιτίας της υπερβολικά πολλής ή λίγης ύλης, έτσι που να ενοχλεί. Καθήκον ενός έμπειρου δασκάλου είναι να εκτιμά ανάλογα την απόδοση ενός μαθητή και αντίστοιχα να θέτει όρια σ΄ αυτό που απαιτεί. Οι δύσκολοι μαθητές για τους οποίους εδώ μιλάμε είναι εκείνοι που διακόπτουν το σχολείο, μαθητές με χαμηλό ή υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Οι μαθητές αυτοί δεν χρειάζονται μόνο προσοχή. Απαιτούν τη δύσκολη διδασκαλία, τον δύσκολο δάσκαλο που θα τολμήσει να αποκλίνει από τις συμβατότητες του εκπαιδευτικού ρόλου. Με λίγα λόγια, οι δύσκολοι μαθητές απαιτούν τον δάσκαλο στην προσωπικότητά του.
Συχνά διατυπώνονται παράπονα για τους δύσκολους μαθητές. Εξαρτάται μήπως αυτό απ΄ το ότι είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε τις δυσκολίες μόνο σαν απόκλιση απ΄ τον κανόνα, αντί σαν αντιπαράθεση με τις αναγκαίες αλλαγές, σαν παρόρμηση για νέα δομές; Σαν απαίτηση στους δασκάλους να επανεξετάζουν διαρκώς τη δική τους καθημερινή εργασία και έτσι να παίρνουν οι ίδιοι μέρος σε μια διαδικασία μάθησης, αντί να εγείρουν γι΄ αυτό απαιτήσεις μόνο από τους άλλους;
Οι δύσκολοι μαθητές αποτελούν μια πρόκληση. Και μια επανεκτίμηση της δυσκολίας τους αποτελεί το πρώτο βήμα για μια άλλη επικοινωνία μαζί τους, ακόμη και για να αποφευχθούν λύσεις, που κάτω απ΄ την πίεση και τη λογική, οι οποίες δρουν στα πλαίσια των υπαρχόντων θεσμών, συχνά ασυνείδητα οδηγούν στην κατεύθυνση της καταδίκης, των κυρώσεων, του αποκλεισμού. Επειδή συχνά οι δύσκολοι μαθητές σπρώχνονται ψυχικά και πραγματικά σε πεδία που αποτελούν την αιτία των προβλημάτων τους. Αντί αυτού πρέπει η υποκειμενικότητα του δασκάλου και του μαθητή να ληφθούν περισσότερο υπόψη. Η αποσυνθετική συμπεριφορά των μαθητών μπορεί να γίνει η ίδια αντικείμενο μελέτης, μια διαδικασία που αφορά στη σύσταση και τη δυναμική της ομάδας, καθώς και το ρόλο του μοναδικού. Προϋπόθεση γι΄ αυτό είναι: η ενοχλητική συμπεριφορά δεν πρέπει να αντισταθμιστεί αμέσως, να αξιολογηθεί ή να αποκλειστεί, αλλά στην πρώτη φάση να επιτραπεί.
Πολλοί δάσκαλοι κάτω από την πίεση της ύλης που πρέπει να διδαχτεί, παραμελούν –μερικές φορές αυτή είναι μια ευχάριστη πρόφαση για να βγουν οι ίδιοι από το πλέγμα των σχέσεων της διδασκαλίας- τις κοινωνικές πλευρές της μάθησης. Συχνά όμως η ύλη μπορεί να διδαχτεί γρηγορότερα, αν λυθούν ζητήματα τα οποία έχουν συσσωρευτεί απ΄ τις προβληματικές σχέσεις. Μιας και οι μαθητές σήμερα αυξητικά δεν κατέχουν αναγκαίες κοινωνικές αρμοδιότητες ώστε να μπορούν να μαθαίνουν σε μια ομάδα, αλλά θα πρέπει να τις αποκτήσουν κατ΄ αρχή στο σχολείο. Εδώ δεν πρόκειται για μορφές απαιτητικής διδασκαλίας, αλλά για μια ανοιχτή, δύσκολη συνομιλία όλων με όλους. Μόνο όταν λαμβάνει χώρα αυτή, όχι σαν παιχνίδι ρόλων μεταμφιεσμένο με ένα μαθησιακό στόχο, αισθάνονται οι μαθητές ότι τους παίρνουν στα σοβαρά, ότι τους συναισθάνονται, ότι τους αναγνωρίζονται δικαιώματα, τότε αντιμετωπίζουν διαφορετικά τον ίδιο τον εαυτό τους, τη συμπεριφορά τους και την ομάδα.
Κάθε παιδί έχει ικανότητες
Η ανυποκρισία και η ειλικρίνεια προϋποθέτουν προστασία και εμπιστοσύνη, όχι βαθμοθηρία! Η ύλη αντίθετα, πάνω στην οποία μπορούν να εργαστούν οι μαθητές, πρέπει μέχρι σ΄ ένα βαθμό να καλεί σε ταύτιση και προβολή. Απαιτεί μια προσωπικότητα απ΄ τον δάσκαλο, η οποία λιγότερο θα διευθύνει τη διαδικασία της μάθησης, απ΄ ό,τι θα παίρνει μέρος σ΄ αυτήν. Δάσκαλοι, που κατά προτεραιότητα δεν ενδιαφέρονται για την αποκατάσταση της τάξης, αλλά για ανοιχτές διαδικασίες, συγκρίνονται με ένα έργο τέχνης το οποίο έχει πάντα μια δομή, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ένα σπάσιμο αυτής της δομής, μια πρόσκληση για παραπέρα εργασία, για παραπέρα σκέψη. Ίσως η δημιουργικότητα να είναι εκείνη η ανοιχτή διαδικασία, που χωρίς αμφιβολία είναι η λέξη-κλειδί της εποχής μας.
Στην καθημερινή επικοινωνία με τα παιδιά και τους νέους εκπλησσόμαστε με τον τρόπο που ανοίγονται απέναντι στους ενήλικους, με το πόσο λίγο γίνεται αισθητή η αντιπαλότητα μεταξύ ενήλικα και νέου, με τον τρόπο που γίνονται δυνατά το σμίξιμο και οι γέφυρες ανάμεσα στις γενιές. Πολλοί νέοι έχουν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, γνώσεις της κοινωνικής καθημερινότητας που εκπλήσσουν, και τα καταφέρνουν αρκετά καλά στην επικοινωνία με τις υπηρεσίες και τους θεσμούς. Με το σχολείο, την οικογενειακή ζωή, τα ενδιαφέροντα κατά τον ελεύθερο χρόνο ή τα χόμπι, πολλά παιδιά και νέοι συχνά έχουν να ξεπεράσουν μια ημέρα, η οποία όχι σπανίως υπερβαίνει εκείνη ενός ενηλίκου. Γιατί όμως παραπονιόμαστε, γιατί δεν απορούμε που αυτή η ανυποκρισία, αυτή η περιέργεια συχνά σβήνει ξαφνικά στο σχολείο; Γιατί δεν προσπαθούμε να σώσουμε ένα μέρος από αυτό το πλούσιο πεδίο, απ΄ αυτή τη νεότητα στα πλαίσια του σχολείου;
Αναμφισβήτητα, το σχολείο πρέπει να αξιολογήσει την αποδοτικότητα. Το σχολείο όμως δημιουργεί και μια ατμόσφαιρα, στην οποία διδάσκοντες και διδασκόμενοι αναλαμβάνουν ρόλους και στη διαδικασία της αντικειμενοποίησης της απόδοσης αντικειμενοποιείται αυξητικά και η συμπεριφορά τους.
Η μάθηση όμως απ΄ την παιδική της ηλικία είναι πάντα μια διαλογική διαδικασία αξεχώριστα δεμένη με το άτομο. Ποιος δεν έχει την εμπειρία αρχικά να αδιαφορεί για ένα θέμα, για μια ύλη, αργότερα όμως να γίνεται επιδεκτικός επειδή τον ενθουσίασε το άτομο που διδάσκει; Γιατί ένας μαθητής ενθουσιάζεται με έναν δάσκαλο ενώ αρνείται κάποιον άλλο; Ανεξάρτητα απ΄ τις θεματικές και παιδαγωγικές παραχωρήσεις, η εσωτερική στάση του δασκάλου απέναντι στη μάθηση, στην ύλη και στον μαθητή, παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο. Αυτή δημιουργεί κατ΄ αρχή το μαθησιακό κλίμα, την παρακίνηση για μάθηση, την όξυνση της κριτικής σκέψης, τη δημιουργική και πνευματική δραστηριότητα. Η εσωτερική συμμετοχή του δασκάλου μεταδίδεται, όπως και στην ψυχοαναλυτική διαδικασία, πάνω στους διδασκόμενους. Η αντικειμενοποίηση της απόδοσης παραγκωνίζει μεν αυτό το προσωπικό στοιχείο στη διδασκαλία φαινομενικά, σαν υπόγειο ρεύμα όμως εξακολουθεί πάντα να υπάρχει. Ακριβώς, οι δύσκολοι μαθητές αντιδρούν εδώ με πολύ λεπτές κεραίες κατ΄ αρχή σωστά, όταν οι δυσκολίες που προκύπτουν από ελλείμματα που έχουν κοινωνικές αιτίες οι οποίες παρεμποδίζουν ή καταστρέφουν τη δομή της ομάδας. Εδώ ο δάσκαλος πρέπει με την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του να συνεισφέρει κάνοντας στον μαθητή τις δυσκολίες ευδιάκριτες, έτσι ώστε να μπορέσει να τις επεξεργαστεί σαν ένα μέρος της προσωπικής του αυτοεκτίμησης. Αυτό προϋποθέτει εμπιστοσύνη στον μαθητή, μια δοσμένη στάση του εκπαιδευτικού, την παροδική παραίτηση απ΄ την αξιολόγηση και την αξιοποίηση του υπάρχοντος δυναμικού –όλοι οι μαθητές έχουν (κρυφές) ικανότητες! Όταν εξασφαλιστεί αυτή η βάση της αμοιβαίας αναγνώρισης, μπορεί να αρχίσει η ουσιαστική μάθηση.
Αναγκαίος ο αυτοέλεγχος
Οι πρόοδοι οφείλουν να κρίνονται κατ΄ αρχή με εμπειρικά μέτρα. Ακόμη και όταν το σχολικό μας σύστημα δεν το επιτρέπει πέρα για πέρα –υπάρχουν πάντα ελεύθερα παιδαγωγικά πεδία. Στην αυτοεκτίμησή τους οι μαθητές είναι συχνά αυστηρότεροι με τον εαυτό τους απ΄ ό,τι ο δάσκαλος επειδή μετρούνται με βάση τις δικές τους δυνατότητες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για μαθητές με υψηλό επίπεδο μόρφωσης. Και: Παιδιά και νέοι –ακριβώς οι δύσκολοι μαθητές!- απαιτούν δύσκολα θέματα. Όχι κάτι πεζό, που δίνεται σε μεγάλο βαθμό απ΄ τον απατηλό κόσμο των Μέσων Ενημέρωσης. Γιατί; Επειδή η μάθηση, όπως και αν στηρίζεται αυτή –αυτό δεν θέλουν σήμερα να το παραδεχτούν πολλοί- είναι συνδεδεμένη πάντα με κόπο και εργασία, και μόνο όταν κατανοούν κάτι σημαντικό πάνω στο δρόμο της μάθησης ή λύνουν ένα πρόβλημα, αξίζει τον κόπο να γίνει προσπάθεια.
Ένας δάσκαλος ο οποίος εργάζεται με δύσκολους μαθητές, πρέπει επομένως να μαθαίνει και ο ίδιος. Τη στάση αυτή δεν πρέπει να την κατανοεί σαν ένα απλό επαγγελματικό καθήκον, αλλά πολύ προσωπικό. Μόνο τότε θα μπορέσει να τα βγάλει πέρα σε δύσκολες καταστάσεις. Η στάση αυτή περιγράφεται με τις λέξεις ανυποκρισία, εγρήγορση, κανέναν φόβο μπροστά στο χάος και την πρόκληση, συγκινησιακή συμμετοχή στη διαδικασία της μάθησης, εμπιστοσύνη στους μαθητές, και την προσωπική πεποίθηση ότι αυτό που διδάσκεται αξίζει να διδαχτεί. Στα παραπάνω συμπεριλαμβάνεται επίσης, ότι οι ίδιοι οι δάσκαλοι θα πρέπει να διερωτώνται από χρόνο σε χρόνο, πέρα από την επαγγελματική ρουτίνα, κάνοντας αυτοέλεγχο αν πραγματικά είναι σε θέση να αντέξουν στα προβλήματα που τίθενται. Ο δύσκολος μαθητής δεν κάνει λοιπόν τίποτα άλλο απ΄ το να προκαλεί τον δάσκαλο στα όρια του ρόλου του. Δεν θέτει απλώς τον δάσκαλο υπό αμφισβήτηση, αλλά θέτει σ΄ αυτόν και τα αποφασιστικά ερωτήματα: Που βρίσκονται τα όριά σου; Για τι πράγμα αναλαμβάνεις την ευθύνη; Τι σημαίνει προσωπικά για σένα αυτό το θέμα;
Η σχέση δασκάλου-μαθητή χαρακτηριζόταν πάντα από τριβές ανάμεσα στις διάφορες γενιές. Διαφορές της κοινωνικοποίησης σε κάθε γενιά, κατά συνέπεια και διάφορες συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες. Γιατί λοιπόν να μην λέμε: Οι νέοι είναι διαφορετικοί, ίσως μάλιστα a priori να είναι δικαίωμα και καθήκον τους να ενοχλούν και να αναστατώνουν, ακόμη και όταν αυτό παιδαγωγικά οδηγεί σε ανεπιθύμητες καταστάσεις.
Οι νέοι δεν κοινωνικοποιούνται μόνο μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο, αλλά αυξητικά και έξω από το σχολείο, από τα Μέσα Ενημέρωσης, τη μουσική… Κάθε γενιά έχει τα ινδάλματά της, τα αγαπημένα της βιβλία και αντίστοιχα τις δικές της μορφές αντίληψης και διαμαρτυρίας στις οποίες κρυσταλλοποιείται ο χρόνος. Όλα αυτά τα μεταφέρουν στο σχολείο. Ένας δάσκαλος ο οποίος a priori τα καταδικάζει ή ακόμη και τα αγνοεί, δεν έχει απλώς ξεχάσει ότι και ο ίδιος ανήκει σε μια γενιά, αλλά διατρέχει και τον κίνδυνο να μη φθάνει τα παιδιά και τους νέους.
«Φθάνω» σημαίνει ανταποκρίνομαι και αποδέχομαι για να κατανοήσω. Αυτό είναι περισσότερο αναγκαίο εκεί όπου απ΄ αυτή την κατάσταση –αλλαγή των οικογενειακών δομών, πληροφοριακή πλημμύρα, ανεργία των νέων- προκύπτουν σχολικά προβλήματα, διαταράξεις στη συγκέντρωση της σκέψης, έλλειψη κινήτρων. Φθάνω, δεν σημαίνει προσαρμογή, αλλά απροκατάληπτη ανταλλαγή, πληροφόρηση, ώστε με τα κατάλληλα εργαλεία και βοηθητικά μέσα να γίνει δυνατή η επεξεργασία των απαιτήσεων που υπάρχουν, τις οποίες θέτει η σημερινή πραγματικότητα.
Αναγκαιότητα για σεβασμό
Σ΄ αυτό το κυρίαρχο κλίμα της σημερινής πραγματικότητας φαίνεται η αρμοδιότητα του δασκάλου. Και: Οι νέοι έχουν πάντα την ανάγκη για σεβασμό και προσανατολισμό. Τα παραπάνω εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό απ΄ το αν ο δάσκαλος με την προσωπικότητά του κατορθώνει να ξυπνά το ενδιαφέρον σε πτυχές της πραγματικότητας, να προσδίνει στις διάχυτες εξωσχολικές επιρροές μια όψη και ενδεχομένως να είναι και ένας ανταγωνιστής. Γι΄ αυτό ισχύει ότι η διδασκαλία είναι πάντα και ένας συναρπαστικός αγώνας των γενεών για να κατανοηθεί το παρόν. Σε έναν διαρκώς γρήγορα μεταβαλλόμενο κόσμο, κατά τη συσσώρευση της γνώσης, ο δάσκαλος πρέπει να συλλαμβάνει τις παρορμήσεις των νεότερων, έχοντας σ΄ αυτή τη διαδικασία μια αυξητικά διευθυντική, επιλογική και δομική λειτουργία.
Στην επικοινωνία με τους δύσκολους νέους πρέπει κάθε δάσκαλος να βρει το δικό του στιλ. Εδώ πρόκειται πριν απ΄ όλα για αξιοπιστία. Στιλ σημαίνει: Η συμπεριφορά του στις δύσκολες καταστάσεις πρέπει να είναι αντίστοιχη με την προσωπικότητά του. Γι΄ αυτό και είναι τόσο δύσκολο στην επικοινωνία με τους δύσκολους μαθητές να δοθούν συνταγές, επειδή υπάρχουν πάντα διαφορετικά άτομα, δάσκαλοι και μαθητές. Από τον δάσκαλο όμως μπορεί να αναμένει κανείς ότι θα αντανακλά το ρόλο του, ότι θα γνωρίζει που στέκεται μέσα στην επαγγελματική και προσωπική του εξέλιξη, ότι θα γνωρίζει που είναι ανοιχτός και που ευπρόσβλητος, που είναι τα όρια της ανεκτικότητας και της αντοχής του.
Δεν ωφελεί σε τίποτα να απαιτείται δημιουργικότητα όταν κάποιος δεν μπορεί να επιτρέψει ο ίδιος ανοιχτές διαδικασίες αυτοοργάνωσης και αυθορμητισμού. Δεν ωφελεί σε τίποτα να φωνάζει, να απειλεί, να αξιολογεί κάτι αρνητικά –κάποτε «σπάνε» τα νεύρα όλων μας- όταν κάποιος επιδρά γελοία. Μ΄ αυτή την έννοια, το στιλ απαιτεί επίσης απ΄ τον δάσκαλο την ιδιαίτερα καλή προσωπική γνώση των δικών του δυνατοτήτων, ενεργειών και επιδράσεων. Δεν ωφελεί σε τίποτα η θέληση κάποιου να παρακινεί τους μαθητές κατά την ώρα της διδασκαλίας να εισχωρήσουν βαθιά σε μαθηματικές-φυσικοεπιστημονικές έννοιες, όταν ο ίδιος δεν είναι σε θέση να μεταδώσει ένα μίνιμουμ της επιστημονικής έρευνας. Δεν ωφελεί σε τίποτα όταν καταφέρεται ενάντια στη σεξουαλική παρενόχληση, ενάντια στη βία, όταν το ήθος, στο όνομα του οποίου λαμβάνονται μέτρα, δεν μπορεί να συνδεθεί με την προσωπικότητά του δασκάλου, όταν η ίδια η προσωπικότητά του δεν είναι ζωντανή. Έτσι, και μόνο έτσι, θα αποτελούσε ο δάσκαλος μια γέφυρα με τον διδασκόμενο και τελικά μια γέφυρα με τον κόσμο, ο οποίος βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση.
* Σημείωση: Στο κείμενο δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη «δάσκαλος» με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή τον δάσκαλο του δημοτικού σχολείου, αλλά με την έννοια πρωτίστως του παιδαγωγού και δευτερευόντως του εκπαιδευτικού. Στο πόνημα τούτο εστιάζουμε κυρίως στη μέση εκπαίδευση.
Ακολουθεί ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά.
Στον Δάσκαλο
Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!
Κι ότι σ’ απόμεινε ακόμη στη ζωή σου,
Μην τ’ αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!
Χτίσ’ το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!
Κι αν λίγη δύναμη μεσ’ το κορμί σου μένει,
Μην κουρασθείς. Είν’ η ψυχή σου ατσαλωμένη.
Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθειά,
Ο πόλεμος να μη μπορεί να τα γκρεμίσει.
Σκάψε βαθειά. Τι κι’ αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί
Τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη,
Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι!
Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα «Εργατικός Αγώνας» – ergatikosagwnas.gr