Του

Λίγο – πολύ όλοι έχουμε μια «μικρή ιστορία» από το λύκειο, από το πρώτο σκίρτημα αυτονομίας του εαυτού μας. Αλλά δεν αναφέρομαι σ’ αυτή τη σχεδόν καθολική εμπειρία της ζωής. Αναφέρομαι στην ιστορία που φτιάχνει κάθε εκπαιδευτικός που διδάσκει στο λύκειο.

Αναρωτιέμαι το πώς θα ήταν η ζωή μου χωρίς την τόσο ξεχωριστή διαδρομή του λυκείου που ναι μεν είναι φαινομενικά επαγγελματική αλλά κατ’ ουσία σου διαμορφώνει και μια στάση ζωής και σε επηρεάζει γενικότερα στη συγκρότηση του ειδώλου σου – και όπως αυτό εμφανίζεται στον κοινωνικό σου περίγυρο και όπως το φαντασιώνεσαι κατά μόνας. Για να αντιληφθείς ως εκπαιδευτικός όλο το μεγαλείο του λυκείου δεν αρκούν προφανώς τα γνωστά τυπικά προσόντα˙ απαιτείται προσφορά ψυχής και καλλιέργεια συναισθήματος.

Γιατί αν δεν είσαι συνταξιδιώτης με κάθε «γενιά» μαθητών, αν δεν ψυχανεμίζεσαι στους δικούς τους κάθε φορά διαφορετικούς κόσμους, αν δεν αφαιρείς συστηματικά και επίμονα τη βαριά σκιά του χρόνου, δεν μπορείς να κατανοήσεις το τι ακριβώς γίνεται στο λύκειο. Γιατί ναι μεν εσύ μπορείς να διδάσκεις τα ίδια και τα ίδια μαθήματα αλλά οι καιροί αλλάζουν και αν κάθε φορά στο άλλαγμά τους δεν συμπεριλαμβάνεσαι, τότε είσαι εκτός των πραγματικών γεγονότων, εκτός της τροχιάς της εξέλιξης.

Εδώ ο μαθητής παίρνει την πρώτη σημαντική απόφαση της ζωής του˙ άλλοτε τη ζυμώνει στη διάρκεια του λυκείου και άλλοτε την επικυρώνει επί ενός παιδικού ονείρου. Μπορεί η επιλογή της Σχολής που θα σπουδάσει να μην παραπέμπει σε μια απόλυτα γραμμική εξέλιξη για την επαγγελματική του πορεία, αλλά δεν παύει να είναι μια σημαντική καμπή για τη ζωή του στην οποία έχει βάλει αυτός τη σφραγίδα του και όχι οι γονείς του. Είναι η πρώτη μεγάλη απόφαση για τον εαυτό του και για το μέλλον του. Άλλωστε τη χρονολογία εισαγωγής του στο πανεπιστήμιο την κατατάσσει στις δυο – τρεις σημαντικότερες χρονολογίες του αντάμα με εκείνη της γέννησής του και θα τη θυμάται εσαεί.

Εδώ γίνεται και ο μεγαλύτερος μετασχηματισμός της προσωπικότητάς του. Η ενηλικίωση θέτει τη βάση για ό,τι θα επακολουθήσει. Ο χαρακτήρας του κατακτά γερά θεμέλια για να ερμηνεύει την πραγματικότητα και για να σχεδιάζει και να επανασχεδιάζει την πορεία της ζωής του. Ο βλαστός της παιδικότητάς του ξεπετάγεται από τα στηρίγματά του και τραβάει την ανηφόρα και με ορμή προς καθετί που φωτίζει το μέλλον του.

Η ομορφιά του λυκείου είναι άγρια˙ δεν είναι κατάστασης ηρεμίας. Ο τόπος είναι ανταριασμένος. Όχι, δεν είναι μόνο οι αναταραχές της εφηβείας και ο εν μέρει απογαλακτισμός από την οικογένεια ούτε η βιολογική ωρίμανση και ο πνευματικός αυτοπροσδιορισμός που γυρίζουν τη σελίδα της ζωής του μαθητή. Είναι η συνειδητοποίηση της ευθύνης απέναντι στον εαυτό του. Γνωρίζει ότι εφεξής είναι αυτός που θα έχει το «πάνω χέρι» σε ό,τι τον αφορά. Νιώθει ότι η αγάπη των γονέων δεν θα υπερκαλύπτει πλέον τη δική του αυτονομία. Κατανοεί ότι για να ανοίξει το δρόμο της ελευθερίας του πρέπει να βρεθεί (και) μόνος…

Τώρα το όνειρο αρχίζει να στοιχειώνει. Ή θα μετασχηματιστεί σε συγκεκριμένη φιλοδοξία που απαιτεί νου και γνώση, θέληση και αγώνα ή θα γίνει εφιάλτης του διαρκώς «ανεκπλήρωτου». Και είναι βαριά η σκιά της απογοήτευσης όταν έρχεται τόσο νωρίς πριν ακόμα ξεκινήσει το ταξίδι της ζωής. Υπάρχει και το γκρίζο σκηνικό της κρίσης που ήλθε για να μείνει αρκετά χρόνια. Σ’ αυτό το σημείο θα δοθεί η μητέρα των μαχών: θα μείνει παθητικός παρατηρητής και δέκτης των αρνητικών εξωτερικών γεγονότων ή θα ατσαλώσει τη θέλησή του και την αποφασιστικότητά του για να δημιουργήσει το μέλλον του όσο πιο δημιουργικά μπορεί, για να διαμορφώσει τη ζωή του καταπώς αυτός την ονειρεύεται;

Στο λύκειο κάθε μαθητής προοικονομεί το μέλλον του με το πιο μεγάλο άλμα επέλασής του στο «άγνωστο». Ξέρει ότι η μετέπειτα φοιτητική ζωή – που είναι απόρροια αυτού που έχει διαμορφώσει πριν από τις καθοριστικές εξετάσεις – δεν είναι τόσο ανέμελη όσο «θέλει» να παρουσιάζεται, γιατί οδηγεί πολύ σύντομα στο πεδίο της προσωπικής ευθύνης. Το λύκειο οι μαθητές το αποχαιρετούν με περίεργα συναισθήματα. Ναι είναι το τέλος της εν πολλοίς μονομερούς καθημερινότητας, των δεσμευτικών υποχρεώσεων και του ετεροπροσδιορσμού από τον τελευταίο θεσμό της γενικής παιδείας, αλλά μετά η ανεξαρτησία και η ελευθερία διαμορφώνουν ένα λιγότερο αθώο σκηνικό, ζητούν ευθύνη και δημιουργικότητα, αγώνα και αποφασιστικότητα.

Κάθε φορά που φεύγει και μια «γενιά» μαθητών ο εκπαιδευτικός νιώθει μια αίσθηση ερήμωσης και πρέπει γρήγορα – γρήγορα να αγκιστρωθεί στα «πρωτάκια» για να συνταξιδέψει άλλα τρία χρόνια, και σε κάθε περίπτωση όχι με τα ίδια αλλά με διαφορετικά κάθε φορά βιώματα. Είναι άλλωστε η ιερή δωρεά του παιδαγωγού, να ζει και να ξαναζεί της (έστω ξένης) νιότης την αύρα…