Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

Κροκοδείλιος ελπίδα του Γιώργου Μουτσινά

Έξι χρόνια πάνε, από τότε που αποφοίτησες. Έξι ολόκληρα χρόνια. Κι ούτε που τα κατάλαβες. Και πάλι, καλά είσαι· γι’ άλλους συναδέλφους, έχουν περάσει επτά ή οκτώ –παρηγορήσου–, δέκα και δώδεκα, ακόμα. Συνισταμένη όλων, η αναμονή· αναμονή στις πρωτοβάθμιες· αναμονή να καταθέσεις τα χαρτιά σου, αναμονή να τα επικαιροποιήσεις, αναμονή να υποβάλεις ένσταση (sic)· αναμονή των προσλήψεων, αναμονή να τοποθετηθείς, αναμονή βελτίωσης θέσης· αναμονή αργιών, αναμονή εθνικών εορτών, αναμονή σχολικών διακοπών· αναμονή λήξης της χρονιάς… Αναμονή, γενικώς.

Υπερεκτιμημένη η αξία της αναμονής. Το επίζηλο αντίτιμο, που εξαργυρώνει στην υπομονή σου, υποθέτω, θα είναι εκείνο, που πολλάκις έχει αποκληθεί «Ελπίδα»· γιατί από την ελπίδα αιμάσσει η αναμονή, τη σολομώντεια αυτοσυντήρησή της, ενόσω εξ αδιαιρέτου τη νέμονται μεν η παραίτηση, δε η αγωνία….

Κι αρκείσαι ν’ αναμένεις, αγαπητέ. Να μην ξέρεις· μονάχα να αναμένεις. Όπως ανέμεινες, κι αναμένεις την ορισμένου χρόνου αξιοποίησή σου· όπως αναμένεις να στεριώσεις κάποτε σε κάποιο σχολείο, παύοντας επιτέλους ν’ αναπληρώνεις κάτι, το οποίο πλέον κι ο ίδιος αδυνατείς να προσδιορίσεις· όπως αναμένεις να βάλεις σε μια τάξη τη ζωή σου· όπως αναμένεις να πάψεις ν’ αφήνεις πίσω τους δικούς σου ανθρώπους, κάθε φορά κλειδαμπαρώνοντας την απελπισία σου στο πιο πνιγηρό ερμάριο της συμψηφιστικής σου εκλογίκευσης. Αυτής, που οργίλη διαρρηγνύει τα ιμάτιά της, στην οιαδήποτε σκέψη πως, ερήμην σου, φέτος, θα λειτουργήσουν τα σχολεία· πως το δόσιμο, που εκκόλαψες μέσα σου χρόνια και χρόνια, θα παραμείνει εκτός νυμφώνος…

Έλα, όμως, που η Ελπίδα σού φέρθηκε σκάρτα… Όχι μάλλον Αυτή, αλλά οι σφετεριστές, οι επιβήτορές της· εκείνοι που τεχνηέντως αλώνισαν κι αυθαιρέτησαν κι εγκλημάτησαν κι αμνηστεύτηκαν· κι αναγραμμάτισαν σε βάρος σου τον ορισμό της. Και, κοίτα να δεις· δυο μόνο της γράμματα χρειάστηκε ν’ αντιστρέψουν, για να καταστεί λεπίδα, η ελπίδα σου. Έφτασες, μάλιστα, στο σημείο να σε προσπερνούν οι εξελίξεις· να πλαγιάζεις και να σηκώνεσαι υπό διαφορετικούς όρους· να προσλαμβάνεσαι, και να σε υποδέχονται γονείς καταρρακωμένοι, έξω από κλειστά σχολεία· οι ίδιοι να σε ρωτούν αν το σχολείο τους πρόκειται να λειτουργήσει και του χρόνου, πότε θα γίνουν οι αιτήσεις της παράλληλης στήριξης, που ίσως να μην έρθει ποτέ, πότε στην ευχή θα βάψουν τα ντουβάρια, που είναι έτοιμα να πέσουν και να σας πλακώσουν, ή πότε θα στείλουν και δεύτερο δάσκαλο, για τα τριάντα παιδιά στο ολιγοθέσιο, που κατακερματίζεσαι, κι ωστόσο δεν προλαβαίνεις να στηρίξεις, όσο θα ’θελες… Κι αυτά να επιμένουν να μάθουν γιατί αυτό, γιατί το άλλο, κι εσένα να σου κόβεται η φωνή, όπως αναχαιτίζεται η εφήμερη πρωτοβουλία σου, ενώπιον της κοινωνικής αδικίας, που ανακυκλώνεται, και περιμένει στη γωνία να τα κατασπαράξει…

Και να μην έχεις τι να τους απαντήσεις. Να μην έχεις τι να τους απαντήσεις, και, πάνω απ’ όλα, από μέσα σου ν’ αρκείσαι να ονειδίζεις πως η Παιδεία μας κατέληξε νευρόσπαστο σε δόλια χέρια ερασιτεχνών· να μην απορείς πώς επετράπη η πλοήγηση αυτού του ακρογωνιαίου μας οχήματος σε υποκείμενα, που δεν διαθέτουν ούτε τα ολίγιστα διαπιστευτήρια οδήγησης. Αλλά το κρίμα, κατ’ εμέ, είναι άλλο.

Είναι λάθος, φρονώ, να υποστηρίξει κανείς πως είναι ένας ο φταίχτης, μοναδιαία η πράξη. Θέλει σπουδή. Μια κάποια, αν θέλεις, εγκληματολογία· ν’ ανερευνήσεις και να κατασκαφθείς· να εξακριβώσεις ποιος ο θύτης, ποιο το θύμα, ποιος ο ηθικός αυτουργός, ποιο το συγκείμενο, ποιος ο πυροκροτητής… Θα μου πεις, ανάλωση φαιάς ουσίας σε παρελθοντολογίες; Κλειστοφοβική παραπόνεση; Σχετλιασμός; Κοινοτοπία; Αυτοσκοπός; Ή εμβαλωματικό κατηγορητήριο; Απεναντίας· είναι κατάδηλο πως, αν δεν διασαφήσεις την ατραπό, που σε εξοβέλισε στο αδιέξοδο, πώς περιμένεις ν’ απεγκλωβιστείς;

Απαιτείται ένορκη διοικητική εξέταση, αγαπητέ – κι όχι οι πολυρρήμονές τους ακριτομυθίες· χρειάζεται να κατατεθεί επακριβώς το πόθεν έσχες της θητείας καθενός εκ των παρελθόντων και των ενεστώτων κυβερνητικών εταίρων, κι αυτό δεν αποτελεί μια τακτική άσφαιρη, νιχιλιστική, ή μονολιθική· γιατί λένε πως τα ψέματα είναι πολλά –ειδικά τα μυθιστορηματικά, της δικής τους επινόησης–, μολοντούτο η αλήθεια είναι μία. Μία και μοναδική. Μία η εκδοχή, μία η εκφορά της. Κι είναι αυτή της η σιδηρά κραταιότητα, που την καθιστά αλήθεια, μεταξύ ορμαθών παροικούντων εν τη Ιερουσαλήμ…

Και μιας και τα λέμε όλα, εδώ πέρα, κι έκανες τον κόπο, αγαπητέ, να διαβάσεις ως εδώ, θέλεις να σου πω μιαν αλήθεια; Ξέρεις ποιο έχω αρχίσει να βεβαιώ, ότι είναι το αξίωμά τους; Το ψέμα. Ναι, το ψέμα· αυτό, που αυτεπαγγέλτως συμμορφώνει στα χείλη τους όλες τις δικαιολογίες, ακόμα και τις πιο άκαιρες προφάσεις.

Αυτές, που ενέχουν αφενός τα έργα και τις ημέρες τους, αφετέρου, που επιβουλεύονται το μέλλον ημών, και των παιδιών μας· το ότι ούτε μία φορά, έστω και προς χάριν εξαιρέσεως, δεν φανέρωσαν τις ειλικρινείς τους προθέσεις, έναντι μιας πατρίδας που παράσχει γη και ύδωρ σε εκλεγμένους κηφήνες ποικίλων φαρισαϊκών παρατάξεων, συμπράττοντες ή μη, πάντοτε προς ίδιόν τους όφελος (ήτοι εξωφρενικές βουλευτικές αποζημιώσεις, ανεκδιήγητα συναφή προνόμια, παχυλές συνταξιοδοτήσεις, αμοιβές στείρων επιτροπών και πάει λέγοντας), και συντείνοντας στην εν όλω φαλκίδευσή μας· το ότι –μην κοροϊδευόμαστε· και η πίτα ολάκερη, και ο σκύλος χορτάτος– ήξεραν και ξέρουν ότι η Παιδεία μας θα ψευτοζεί με αλλότρια κονδύλια, που παράσχει ένα ξιπασμένο, κακέμφατο και αδόνητο διαβούλιο, ως άλλο παυσίπονο –ή καλύτερα ως ναρκωτικό–, κι εμείς θα ξεγελιόμαστε, την ίδια στιγμή που μπήγεται όλο και πιο βαθιά το μαχαίρι, στο λαιμό της αξιοπρέπειάς μας, που πασχίζει να μην πιστέψει ότι δεν είναι απόλυση, η μη επαναπρόσληψη…

Νομίζω μακρηγόρησα. Και, το χειρότερο όλων, φορτίστηκα. Γιατί, αυτού του είδους η φόρτιση, μόνο στην έξαψη του θυμικού, είναι δυνατόν να συνεισφέρει. Το αληθινό όπλο, αγαπητέ, έγκειται στο μόνο δικαίωμά μας, που δεν έχουν ακόμη καταφέρει να καταστρατηγήσουν: την ψήφο. Αυτό το έμφωνο κομμάτι χαρτιού, που αρχικά επωμίστηκε την ελπίδα, το ίδιο αναντίλεκτα μπορεί να εξωραΐσει το συρφετό της κάλπης, όπου εναποτίθεται, και να χαλιναγωγήσει τη λεπίδα δίδυμή της. Φτάνει ν’ αποκτήσει το δραματουργικό αισθητήριο, που του αρμόζει.

Και μιας και μίλησα περί θεατρολογικών ζητημάτων, θα πρέπει να σας αφήσω· κάποιος εξ αυτών ετοιμάζεται να μονολογήσει από του βήματος, στην τηλεόραση, και σκέφτομαι πως θα ’χω μια κάλλιστη ευκαιρία ραστώνης, μιας και δεν κατάφερα να παρακολουθήσω καμία από τις θερινές παραστάσεις, της ερπετοειδούς τους ομήγυρης…