Τον ασκό του Αιόλου, ανοίγει η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως σε σχέση με τη διοργάνωση προσκυνήματος λειψάνων από Δημόσιο Νηπιαγωγείο, σύμφωνα με την οποία, η συγκεκριμένη ενέργεια, δεν μπορεί να κριθεί συμβατή με τις αρχές της θρησκευτικής ελευθερίας και της ουδετερότητας της Πολιτείας έναντι κάθε θρησκείας.


Υπουργείο Παιδείας και Εκκλησία καλούνται από την Ελίζα Σαββίδου σε περαιτέρω προβληματισμό και για την ανάληψη μιας σειράς ενεργειών στη βάση όσων αναλύθηκαν ενόψει και της έναρξης της νέας σχολικής χρονιάς.

Ωστόσο το θέμα, προκαλεί ερωτήματα και ανοίγει ξανά το κεφάλαιο του μαθήματος θρησκευτικών στα σχολεία.

Η αφορμή για την έκθεση της Επιτρόπου, ήταν παράπονο που απευθυνόταν στο Υπουργείο Παιδείας από την Πρόεδρο του ΔΣ του Ομίλου Ανθρωπιστών Κύπρου, Βιάνα Έρικσόν.

Όπως αναφέρει στην έκθεση της η Επίτροπος Διοικήσεως, το ζήτημα της διοργάνωσης από μέρους των σχολικών αρχών διαφόρων εκδηλώσεων ή δραστηριοτήτων που συνδέονται με θρησκευτικά μυστήρια ή θρησκευτικές παραδόσεις οποιασδήποτε θρησκείας, την απασχόλησε και σε προηγούμενες Εκθέσεις της.

Παρακάτω παραθέτουμε αυτούσια τα συμπεράσματα της έκθεσης…

Παραβιάζεται η θρησκευτική ουδετερότητα

Όπως έχω επανειλημμένα τονίσει, το σχολείο αποτελεί ένα χώρο σύνθεσης απόψεων και πολιτισμών και για το λόγο αυτό θα πρέπει να παραμένει ουδέτερο και αμερόληπτο. Σαφώς η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους δεν συνεπάγεται τον εξοβελισμό της θρησκείας από την εκπαίδευση. Για το λόγο αυτό, η Πολιτεία έχει αποδεχτεί τη θρησκευτική αγωγή και την ενσωματώνει στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, χωρίς όμως να υιοθετεί συγκεκριμένη θρησκευτική ή δογματική κατεύθυνση και χωρίς να εξαναγκάζει όσους δεν επιθυμούν να συμμετέχουν.
Αποτελεί θέση μου, η οποία βασίζεται στην εθνική και διεθνή νομοθεσία και νομολογία, ότι οποιαδήποτε άλλη ανάμειξη του σχολείου σε θρησκευτικές εκδηλώσεις, δραστηριότητες ή μυστήρια οποιασδήποτε θρησκείας κινείται πέραν και εκτός του εκπαιδευτικού πλαισίου της θρησκευτικής αγωγής και αναπόφευκτα παραβιάζει την θρησκευτική ουδετερότητα που οι πολιτειακοί θεσμοί οφείλουν να τηρούν.
Τα πολιτειακά όργανα, όπως το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας & Πολιτισμού, οφείλουν να ενεργούν βάσει του Συντάγματος και του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου. Η συμμετοχή σε θρησκευτικά μυστήρια ή η με οποιαδήποτε μορφή εκδήλωση λατρείας βάσει θρησκευτικών πεποιθήσεων αποτελεί προσωπική επιλογή του καθενός και επιλογή των γονέων για το ανήλικο παιδί τους. Τα ζητήματα αυτά δεν πρέπει να απασχολούν την Πολιτεία αλλά την Εκκλησία και ευρύτερα τους θρησκευτικούς φορείς.
Η Πολιτεία οφείλει να οργανώνει το δημόσιο βίο, συμπεριλαμβανομένου του σχολικού χρόνου, με τρόπο που να μην επεμβαίνει στο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας του καθενός αλλά και να μην δημιουργεί την εντύπωση κατήχησης ή υποβολής σε μια θρησκευτική πίστη, ακόμη κι αν είναι η επικρατέστερη.
Έχω την άποψη ότι η τέλεση μυστηρίων ή η διοργάνωση δραστηριοτήτων που συνδέονται με το δόγμα μιας θρησκείας, ακόμη και της επικρατέστερης, με πρωτοβουλία και υπό την επίβλεψη των εκπαιδευτικών κατά τις διδακτικές ώρες, εντός ή εκτός του σχολείου, δεν μπορεί να κριθεί ότι εντάσσεται στη διδακτική διαδικασία της θρησκευτικής αγωγής και αναμφίβολα διαταράσσει την ουδετερότητα που οφείλει να διατηρεί η Πολιτεία στα ζητήματα αυτά.
Επίσης, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τη φύση και την ένταση του βιωματικού χαρακτήρα και του λατρευτικού περιεχομένου της εν λόγω δραστηριότητας. Η εν λόγω περίπτωση αφορά μια λατρευτική πρακτική (προσκύνημα λειψάνων) που ενσταλάζει και διαδίδει την πίστη με τρόπο οργανωμένο, εντός του εκπαιδευτικού χρόνου, υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση εκπαιδευτικών. Προεχόντως όμως δεν θα πρέπει να αγνοείται ότι σ’ αυτή υποχρεώθηκαν να συμμετάσχουν παιδιά προσχολικής ηλικίας και διοργανώθηκε αποκλειστικά με πρωτοβουλία του σχολείου.
Τέτοιες ενέργειες εκφεύγουν της ευρύτερης θρησκευτικής αγωγής, που είναι αποδεκτή εντός του σχολικού προγράμματος και καθιστούν το σχολείο «θρησκευόμενο» και φορέα θρησκευτικών παραδόσεων και λατρευτικών πρακτικών μιας συγκεκριμένης θρησκείας. Επιπλέον, επηρεάζουν, και μάλιστα αρνητικά, όχι μόνο όσους δεν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί αλλά και εκείνη τη μερίδα των πολιτών που δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι όμως είτε δεν επιθυμούν τα παιδιά τους σε αυτή την ευαίσθητη ηλικία να παρίστανται σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις είτε τοποθετούν το ζήτημα της πίστης αυστηρά στην ιδιωτική τους ζωή.
Τα συμπεράσματα της Επιτρόπου

Η Επίτροπος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διοργάνωση από τη διεύθυνση δημόσιου νηπιαγωγείου επίσκεψης σε εκκλησία για προσκύνημα ιερών λειψάνων κατά τη διάρκεια του διδακτικού χρόνου και υπό την επίβλεψη του εκπαιδευτικού προσωπικού δεν μπορεί να κριθεί συμβατή με τις αρχές της θρησκευτικής ελευθερίας και της ουδετερότητας της Πολιτείας έναντι κάθε θρησκείας.

Επισημαίνει εξάλλου ότι η εν λόγω πρακτική της διοργάνωσης θρησκευτικού τύπου δραστηριοτήτων από τις σχολικές αρχές δεν θα ήταν συμβατή με τη θρησκευτική ουδετερότητα ακόμη κι αν είχε προηγηθεί η συγκατάθεση των γονιών ή είχε δοθεί το δικαίωμα απαλλαγής σε όσους δεν επιθυμούσαν να συμμετέχουν. Και τούτο επειδή, η προβληματικότητα των ενεργειών αυτών δεν συνδέεται με τις ακολουθούμενες διαδικασίες για την πραγματοποίηση τους, αλλά γεννάται αποκλειστικά από το γεγονός ότι αυτές διοργανώνονται από έναν πολιτειακό θεσμό όπως το σχολείο, πραγματοποιούνται εντός εκπαιδευτικού χρόνου και υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση των εκπαιδευτικών.

Τα πολιτειακά όργανα να μην λειτουργούν ως πιστοί υπαγόμενοι στις θρησκευτικές παραδόσεις…

“Και ναι μεν το προσκύνημα ιερών λειψάνων καθώς και οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση λατρείας ή πίστης μπορεί να οργανώνεται από την Εκκλησία βάσει των Κανόνων της, πλην όμως, η πολιτειακή στάση κρίνεται θεσμικά, δημοκρατικά, δικαιοκρατικά. Με άλλα λόγια, τα πολιτειακά όργανα λειτουργούν ως όργανα του κράτους και όχι ως πιστοί υπαγόμενοι στις θρησκευτικές παραδόσεις και πρακτικές.

Η αποχή του Σχολείου από οποιαδήποτε ενέργεια σχετική με τέτοιου τύπου λατρευτικές πρακτικές όχι μόνο δεν θα αποδυναμώσει το θεσμό, αλλά θα επιβεβαιώσει τον πολυδιακηρυγμένο χαρακτήρα του ως ένα δημοκρατικό, ανοιχτό και πολυπολιτισμικό σύγχρονο σχολικό περιβάλλον. Από την άλλη, η τέλεση τέτοιων λατρευτικών εκδηλώσεων κατά τον σχολικό χρόνο αποδυναμώνει εντέλει την ιερότητα, θρησκευτικότητα και ιδιωτικότητα τους, καθώς εντάσσονται στα πλαίσια μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, που εκ των πραγμάτων δεν καθορίζεται ούτε επιλέγεται αυτόβουλα από τους συμμετέχοντες”.

Επ. Νεαπόλεως: Μονοβαρής η έκθεση – Βιωματικό το μάθημα των θρησκευτικών

Μονοβαρή χαρακτήρισε την έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως σε σχέση με τη διοργάνωση προσκυνήματος λειψάνων από Δημόσιο Νηπιαγωγείο, ο Επίσκοπος Νεαπόλεως Πορφύριος.

Σε δηλώσεις του στο SigmaLive, επεσήμανε ότι η Επίτροπος Διοικήσεως επιχειρεί να μετατρέψει το μάθημα από βιωματικό σε θρησκευτικά ουδέτερο.

Η Επίτροπος τονίζει ο Επίσκοπος Πορφύριος, επιχειρεί να δυναμιτίσει τις σχέσεις του σχολείου με την Εκκλησία όπως αυτή καθορίστηκε από το Σύνταγμα. Επικαλούμενος το Άρθρο 18 του Συντάγματος ανέφερε ότι κατοχυρώνεται η διδασκαλία των θρησκευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές και απαλλάσονται μόνο με δήλωση των γονέων οι αλλόθρησκοι.

Το μάθημα των θρησκευτικών, πρόσθεσε είναι βιωματικό στα πλαίσια της συνεργασίας του Υπουργείου Παιδείας με την Εκκλησία για αυτό άλλωστε είπε, εντάσσονται στις δραστηριότητες και ο εκκλησιασμός και η κοινωνία και οι εκδρομές σε εκκλησίες όπως και η εξομολόγηση.

Η Εκκλησία σύμφωνα με τον Επίσκοπο Νεαπόλεως, σέβεται τη διαφορετική άποψη και αναγνωρίσει το δικαίωμα των ανθρώπων στη θρησκεία.

Κληθείς εξάλλου να σχολιάσει την έκθεση ο θεολόγος Θεόδωρος Κυριακού, χαρακτήρισε την ενέργεια του σχολείου αδικαιολόγητη και άτοπη καθώς όπως είπε τα παιδιά δεν είναι σε ηλικία που αντιλαμβάνονται την ουσία της πράξης, αν και το προσκήνυμα λειψάνων είναι πανάρχαιο έθιμο της θρησκείας μας.

Η επίσκεψη παιδιών στην εκκλησία και τα προσκηνύματα, πρέπει να επαφίεται στους γονείς και όχι στα σχολεία, δηλωσε εξάλλου στο SigmaLive, o θεολόγος Ανδρέας Πιτσιλλίδης. Το μάθημα των θρησκευτικών, πρόσθεσε γίνεται στη βάση αναλυτικού προγράμματος που καθορίσεται από το Υπουργείο Παιδείας.

Το μάθημα των Θρησκευτικών μέσα από τα Δικαιώματα του παιδιού

Η Επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού Λήδα Κουρσουμπά κλήθηκε το 2012 να τοποθετηθεί επί δύο συγκεκριμένων θεμάτων που αφορούν άμεσα τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση στο χώρο του δημόσιου σχολείου. Ειδικότερα η Επίτροπος κλήθηκε να τοποθετηθεί αναφορικά με:

(Α) Τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κατοχυρώνεται και εφαρμόζεται το αίτημα ενός παιδιού να απαλλάσσεται από το μάθημα των Θρησκευτικών στη βάση των θρησκευτικών πεποιθήσεων και των πιστεύω του ίδιου του παιδιού και των γονιών του.
(Β)Το κατά πόσο η πρόσκληση ιερωμένων στο χώρο του σχολείου προκειμένου να ασκήσουν το, κατά το δόγμα της χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, μυστήριο της Θείας Εξομολόγησης, συνάδει με τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών στο χώρο του δημόσιου σχολείου.
Η Επίτροπος έχει την άποψη ότι, το μάθημα των Θρησκευτικών έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια μιας κοινωνίας δημοκρατικής και πλουραλιστικής. Η γνώση συνιστά το καλύτερο φάρμακο κατά των προκαταλήψεων και της μισαλλοδοξίας.

Το ζητούμενο είναι, τα παιδιά, να έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν μια ολοκληρωμένη και κριτική θεώρηση απέναντι στο φαινόμενο της θρησκευτικότητας, αλλά και τα φαινόμενα της μη θρησκευτικότητας, του αγνωστικισμού και της αθεΐας, όπως και μια κατά το δυνατό αντικειμενική θεώρηση, απέναντι σε ευρέως διαδεδομένες θρησκείες και φιλοσοφικές ή/ και αθεϊστικές επιλογές.

Πεποίθησή της Επιτρόπου είναι ότι, το μάθημα των Θρησκευτικών, νοουμένου ότι αυτό δεν υιοθετεί κατηχητικό χαρακτήρα και ότι λαμβάνει τη μορφή ενός μαθήματος για τις θρησκείες, τις πεποιθήσεις και τα πιστεύω, μπορεί να ανταποκριθεί στο συγκεκριμένο στόχο. Κατά τον τρόπο αυτό, το μάθημα των Θρησκευτικών είναι δυνατό να συμβάλει στην υλοποίηση ενός από τους ουσιαστικούς σκοπούς της εκπαίδευσης, όπως αυτοί καθορίζονται στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τη δημιουργία δηλαδή μιας κοινωνίας θεμελιωμένης στο σεβασμό και την κατανόηση για κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα από θρησκεία, φυλή και εθνότητα.

Η Επίτροπος αναγνωρίζει ότι, η απόφαση αναφορικά με τη συμπερίληψη ή όχι μαθήματος για τη Θρησκευτική Διαπαιδαγώγηση/Θρησκευτικά στα αναλυτικά προγράμματα, είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της επίσημης πολιτείας καθώς και ότι ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της πολιτείας, η απόφαση, ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο του συγκεκριμένου μαθήματος, νοουμένου ότι αυτά σέβονται τις αρχές της ουδετερότητας, του πλουραλισμού και της αμεροληψίας.

Η αρχή της ουδετερότητας….

Υπογραμμίζει εξάλλου, ότι, η αρχή της ουδετερότητας δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι τα παιδιά, ανεξάρτητα από το κοινωνιοπολιτισμικό και θρησκευτικό τους υπόβαθρο θα πρέπει να μαθαίνουν τα ίδια πράγματα ή ότι το αναλυτικό, θα πρέπει να αφιερώνει ίσης έκτασης χρόνο, σε κάθε διαφορετική θρησκευτική πεποίθηση ή πιστεύω.

Η αρχή της ουδετερότητας, δεσμεύει, ωστόσο, τα κράτη να υιοθετούν μια αξιολογική ουδετερότητα ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και πιστεύω. Η προοπτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα και των δικαιωμάτων του παιδιού ειδικότερα, προωθούν ένα σχολείο το οποίο θα προβάλλει το πρότυπο της πολυπολιτισμικότητας ως αγαθό, ευνοούν ένα σχολείο ανοιχτό στη διαφορετικότητα και την πολυμορφία. Ένα τέτοιο σχολείο δεν μπορεί να θρησκεύει. Δεν μπορεί να ευνοεί μια θρησκεία ή ένα δόγμα έναντι άλλων. Παράλληλα, δεν μπορεί να ασκεί κατήχηση μέσα στο μάθημα των θρησκευτικών, ενώ οφείλει να σέβεται τις θρησκευτικές ή/ και φιλοσοφικές πεποιθήσεις όλων του των μαθητών.

Η Επίτροπος υποδεικνύει ότι τα αναλυτικά προγράμματα, το διδακτικά εγχειρίδια και το λοιπό εκπαιδευτικό υλικό που αφορούν το μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τόσο θρησκευτικές όσο και μη θρησκευτικές απόψεις, ενώ, ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι όσες και όσοι εκπαιδευτικοί διδάσκουν το συγκεκριμένο αντικείμενο θα πρέπει όχι μόνο να σέβονται έμπρακτα και να προωθούν το δικαίωμα στην ελευθερία θρησκείας αλλά και να υιοθετούν στάσεις και συμπεριφορές πλήρους αποδοχής της θρησκευτικής και όποιας άλλης διαφορετικότητας.

Σύμφωνα με Άρθρο του Συντάγματος όλες οι θρησκείες είναι ίσες απέναντι στο νομο

Στην περίπτωση του Κυπριακού Δημόσιου Σχολείου, και ειδικότερα σε ότι αφορά τα σχολεία τα οποία λειτουργούν εντός του πλαισίου της ελληνοκυπριακής κοινότητας, η Επίτροπος θεωρεί ότι η επικέντρωση του μαθήματος των Θρησκευτικών στο ελληνορθόδοξο δόγμα και παράδοση δεν παραβιάζει κατ’ ανάγκη τις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και του πλουραλισμού, νοουμένου ότι αυτό δε λαμβάνει κατηχητική μορφή. Η Επίτροπος διευκρινίζει στο σημείο αυτό ότι, το Άρθρο 18.3 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, θεωρεί ότι όλες οι θρησκείες είναι ίσες απέναντι στο νόμο και απαγορεύει οποιαδήποτε νομοθετική, εκτελεστική ή διοικητική πράξη η οποία να συνιστά διάκριση σε βάρος οποιουδήποτε θρησκευτικού ιδρύματος ή θρησκείας.

Η Επίτροπος σημειώνει την ταχεία αλλαγή η οποία παρατηρείται σε ότι αφορά τη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού των δημόσιων σχολείων – ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της κοινωνίας μας – και υπογραμμίζει την υποχρέωση του δημόσιου σχολείου να διευκολύνει τα παιδιά τα οποία δε συμμετέχουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου προκειμένου να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, εντός του σχολικού χρόνου, εάν αυτό κρίνεται απαραίτητο.

Τέλος, επισημαίνει ότι, το δικαίωμα του παιδιού στην ταυτότητά του και το δικαίωμά του να είναι ενταγμένο σε θρησκευτικές κοινότητες (αυτή για την οποία έλαβε καθοδήγηση από το γονέα του) συνεπάγεται ότι, το Κράτος, είναι δεσμευμένο να διασφαλίζει ότι, το παιδί μιας θρησκευτικής μειονότητας (ή το παιδί ενός άθεου ή ενός αγνωστικιστή), δε θα αφομοιωθεί στο πλαίσιο της πλειοψηφίας.