IPAIDEIA.GR

Ένα ταξίδι αισθήσεων και παραισθήσεων(Αφήγημα για τους εκπαιδευτικούς που θα απολυθούν τα προσεχή χρόνια ) ( του Ι, ΧΡΗΣΤΑΚΗ )

Οκτώβρης 1989:Η Γυθειάτικη θαλασσινή υγρασία ανέβαινε τον Κούμαρο ,με τη μορφή αναρριχώμενης ομίχλης ,φτωχό το μεταφορικό μέσο και η πραμάτεια της μετακόμισης ,ταπεινή και η γκαρσονιέρα του ωρομίσθιου ,που δεν πήρε ούτε τετραγωνικό πάνω της ,με την αναβάθμισή του ως αναπληρωτή.

Μετά Μονεμβασιά ,Μολάοι,Γεράκι,Καστόρι ,πάντα στη λακωνική εσχατιά ,πάντα στο γόνιμο πόστο του χρήσιμου,ευπειθούς ,μετακινούμενου παιδαγωγού.Σε μια περιφέρεια που πάλευε να ισορροπήσει ανάμεσα στον πασοκικό νεοπλουτισμό και στη λιτή ,αγροτική παράδοση.

Επικράτησε ο πρώτος.Αυτός όμως παρέμενε τίμιος.Μιλούσε για ιδανικά,για Ρίτσο,για Τεμπονέρα(1991-1992),για δημόσια,δωρεάν Παιδεία ,για ηθική διαχείριση εθνικού πλούτου,για συνταγματικές ελευθερίες ,για ενεργό πολίτη,για θέατρο,για ποίηση,για προστασία του περιβάλλοντος ,για ήπιες μορφές ενέργειας και άλλα τέτοια στους μαθητές του που έδειχναν απορημένοι…,μετά έγιναν αδιάφοροι.Ήταν ,βλέπεις,διαφορετικά τα ακούσματα γύρω τους.

Ακολούθησαν τρία χρόνια ,δυσπρόσιτα.Οι Μικρές Κυκλάδες ,απρόσμενα όμορφες,αισθησιακές ,την πρώτη χρονιά ,συμβατές με την προσαρμογή του ,τη δεύτερη ,κουραστικές έως καταθλιπτικές την τρίτη που πλήθυναν τα προβλήματα στο σπίτι.Το’δειξαν τα κλάματα της αδελφής στη Νάξο ,πάνω στο καράβι ,όπου συναντήθηκαν απρογραμμάτιστα κάποιες πασχαλινές διακοπές γυρνώντας στο σπίτι.Η αδελφή ,νηπιαγωγός στην Ανάφη ,κείνα τα χρόνια της «εξορίας».Κλάματα χαράς ,γιατί το να γεροκομάς τους γονείς σου από μακριά, είναι δυσβάστακτο και απαιτούσε τη σύμπνοια και των δύο τους.

Οι νησιώτες τον αγάπησαν .Οι απλοί ψαράδες του’διναν φτηνή γη και γυναίκα για σπίτι ,οι επιχειρηματίες των rooms to let τον προέτρεπαν να κάνει μια πιο έξυπνη ,δεύτερη δουλειά με τα αγγλικά και την έμφυτη πειθώ του που θα του εξασφάλιζε τα διπλά από το γλίσχρο μισθό του ,οι μαγαζάτορες της Χώρας ήθελαν να επενδύσουν στην επιδεξιότητα του ως κράχτη.

Όμως αυτός εκεί.Συνέχισε να είναι ιδεολόγος .Πέρναγε τη μέρα του στο πολιτιστικό σύλλογο του Σιμωνίδη .Ήθελε να αναπλάσει έναν κοινωνικό περίγυρο που όδευε για αλλού.

Έφυγε από εκεί,έτοιμος για το ταξίδι της μονιμοποίησης ,το μεγάλο,το απατηλό….

20 χρόνια σε κωμόπολη επαρχιακή, αναπτυσσόμενη ,λόγω της παραγωγής σε βρώσιμη ελιά.Σιγά-σιγά βρήκε ρόλο χρήσιμο και εκεί.Η επιδίωξη μιας παιδείας αντισταθμιστικής,που δε σε κάνει έναν άξεστο ελαιοπαραγωγό,αγροίκο της επιδότησης ,έναν εκμεταλλευτή των φτηνών εργατικών χεριών αλλά έναν καινοτόμο καλλιεργητή,ένα δίκαιο εργοδότη ,έναν κοσμοπολίτη προωθητή του αγροτικού του πλούτου.

Πάλεψε και εκεί.Δύσκολες συνθήκες και εποχές .Τα δάνεια ‘δίναν και έπαιρναν.Ελληνάδικα για διασκέδαση,γκλάμουρ γάμοι στη γαστρονομική ευτέλεια των catering ,σε κάθε είδους palace αναμίχτηκαν με χημικά λιπάσματα ,ψεκασμούς του θανάτου για πρώιμο και όψιμο κέρδος.

Είδε να χάνει μπροστά στο σαρωτικό εισβολέα της τεχνητής ευδαιμονίας ,μιας άλλης Ελλάδας.Πήρε τη δύσκολη απόφαση ,να πάει να δουλέψει στην πόλη ,στην πρωτεύουσα του νομού,στο ίδιο σχολείο των τραυματικών εφηβικών χρόνων .Σπάρτη,λοιπόν!!!

Δεν πρόλαβε να δει το κλίμα ,που το μνημόνιο έφερε .Να γαλουχήσει νέους στις ιδέες της αυτάρκειας ,του συνετού ενδοτισμού,της ωφέλιμης οικονομίας ,της εύφορης αλληλεγγύης .

Αδιαφόρησε για οργανικές θέσεις ,αν και είχε άπειρα μόρια,με τους συνδικαλιστές και αιρετούς ήταν επιφυλακτικός,με τους προϊσταμένους τυπικός.Του στοίχισε !!!

Κρίθηκε υπεράριθμος,πλεονάζον προσωπικό,αδιάθετο έρμα προς απόρριψη.Του ‘χαν στήσει και παγίδα δεύτερη ,αν δεν έπιανε η πρώτη.Αυτή του ελλιπούς ,του ανεπαρκούς και λοιπά και λοιπά….

Πήγε λοιπόν και αυτός ,γεμάτος θυμό και αηδία,στο κλείσιμο της χρονιάς ,ένα μισητό Ιούνιο του ‘13 ,χαιρέτησε υποδειγματικά τους πάντες και τους είπε το εξής ευτράπελο ,γιατί δεν ήθελε να δείξει τον πόνο του για όλα όσα θα έχανε. «Συνάδελφοι,ήταν 25 υπέροχα χρόνια.Θα μου λείψει το σχολείο.Ειδικά αυτό το γυναικομάνι του Συλλόγου,που σε κανέναν ελαιώνα ,δεν υπάρχει ελπίδα να το ξαναβρώ !!!»

Βγαίνοντας στο οξυγόνο του ανοιχτού προαυλίου ,με τον Ταΰγετο απέναντι να τον κοιτά αγέρωχα,δάκρυσε… Του’ρθε στο μυαλό η προηγούμενη μέρα μιας άλλης ,όχι τόσο μεγάλης φυγής(άλλωστε τώρα ζούσε έναν ανήθικο διωγμό),το βράδυ πριν αφήσει την Αμοργό.

Είχε πάει να αποχαιρετήσει την κυρα –Βαγγελιώ που είχε το καφενεδάκι ,δίπλα στο σχολείο ,όπου συνήθιζε να πίνει τον καφέ του.Είχε καληνυχτίσει λοιπόν και βγαίνοντας από το μαγαζί ,κοντοστάθηκε για λίγο να ψυχανεμιστεί τη γλύκα της σοροκάδας και να ρίξει μια τελευταία ματιά στο γλυπτό υπέρθυρο της εισόδου του ιστορικού Γυμνασίου,όταν την άκουσε να λέει στους λίγους ξωμάχους ψαράδες ,μόνιμους θαμώνες «Αύριο,φεύγει ο δάσκαλος ,επιστρέφει στα μέρη του.ΚΑΛΟΣ άνθρωπος ,αλλά ,ΜΟΝΟΣ»

ΤΕΛΟΣ

*Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν απηχεί στην πραγματικότητα μιας και έχει επέλθει –αφηγητική αδεία-νοηματική(=υποθεσιακή) διασκευή των παραπάνω στοιχείων.

ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

καθηγητής 1ου Γυμνασίου Σπάρτης