Είναι αυτά τα παιδιά που κάθονται σε μια γωνία στην , στο πάρκο, στο προαύλιο του σχολείου. Είναι αυτά που τα λούζει κρύος ιδρώτας όταν δεν τα διαλέγουν στην παρέα. Αυτά που μέσα τους «εκλιπαρούν» να τα επιλέξουν κι ας είναι η τελευταία επιλογή, η ύστατη λύση, προκειμένου να συμπληρωθεί η ομάδα. Να τα επιλέξουν στο κρυφτό, στο κυνηγητό, στα παιχνίδια με το λάπτοπ, στην τσουλήθρα, στο ποδόσφαιρο. Και πάντα επιλέγεται όταν λείπει ένας. Γιατί το παιδί αυτό δεν είναι ποτέ απαραίτητο, είναι αυτό που περισσεύει.

Ένα τέτοιο παιδί είναι και το δικό μου. Είναι αυτό που χώνεται στην αγκαλιά μου πληγωμένο από το σχολείο, από την παιδική χαρά, από την παραλία, γιατί «δεν το παίζει κανείς». Είναι αυτό που έχει μόνο έναν φίλο, που κι αυτόν «δεν τον παίζει κανείς» και ίσως και γι’ αυτό είναι πολύτιμος, αγαπητός, ανεκτίμητος. Όταν λείπει αυτός ο φίλος για διακοπές ή αρρωσταίνει στο σχολείο, ο μικρός μου νιώθω ότι συρρικνώνεται ακόμα περισσότερο, κλείνεται σε αυτό το μικρό καβούκι για να προστατευτεί από την απόρριψη που νιώθει.

Κάθε φορά που λαχταρά για αποδοχή η καρδιά μου γίνεται κομμάτια. Βλέπω τη μοναξιά του στα μάτια του, στις κινήσεις του, στο χαμηλωμένο του βλέμμα. Αντιλαμβάνομαι την αγωνία του να βγει στο προσκήνιο, να δείξει κι αυτός όλους αυτούς τους θησαυρούς που έχει μέσα του. Του αρκεί μια καλή κουβέντα, μια γλυκιά χειρονομία, ένα άγγιγμα στον ώμο, για να ακτινοβολήσει, να γίνουν τα μάτια του λαμπερά. Αν και είναι κρυμμένος στη σκιά του, νομίζει πως όλοι τον βλέπουν και τον δείχνουν με το δάχτυλο γελώντας.

Το παιδί μου δεν πιστεύει απλώς ότι δεν το θέλει κανείς. Πιστεύει ότι δεν αξίζει να το θέλουν. Ξέρω, πως λαχταρά να είναι στο επίκεντρο και πως στα όνειρά του βλέπει ότι είναι περιτριγυρισμένος από φίλους που τον αγαπάνε, που τον αποδέχονται. Και όσο περισσότερο το λαχταρά αυτό, τόσο περισσότερο αμύνεται, «κρύβεται» και ας του ουρλιάζει μέσα του ένα τεράστιο «είμαι κι εγώ εδώ».

Ψάχνω μέσα στους διαδρόμους του μυαλού μου τα λάθη μου.

 

Ίσως τον «έκανα πολύ ευαίσθητο», ίσως είδα ότι είναι ευαίσθητος και δεν τον έκανα πιο δυνατό, δεν του έδωσα ώθηση να βγει στη ζωή. Ίσως τον προστατεύω πολύ, ίσως φταίνε τα παραμύθια που του έλεγα και που μιλούσαν για κόσμους αγγελικά πλασμένους. Δεν μπορώ να κατηγορώ τον κόσμο ότι είναι σκληρός. Δεν ευθύνονται οι άλλοι για το δικό μου παιδί που δεν γίνεται αποδεκτό. Που είναι «παράξενο», που ονειροπολεί, που προσεγγίζει τα παιδιά «δειλά», που δεν επιβάλλεται.

«Γιατί πιστεύεις ότι δεν σε παίζουν αγάπη μου»; τον ρώτησα μια μέρα. «Γιατί όλο χάνω στα παιχνίδια» μου απάντησε. «Δεν είμαι καλός σε τίποτα», πρόσθεσε και δεν ήξερα τι άλλο να του πω, όταν κάθε μέρα του λέω και του δείχνω πόσο καλός είναι σε τόσα πράγματα. Πιάνουν τα χέρια του, με βοηθάει στο μαγείρεμα, ζωγραφίζει καταπληκτικά, είναι υπεύθυνος για το σκυλάκι που του έχουμε πάρει και έχει ένα εκπληκτικό χιούμορ. Σκέφτομαι πως αυτά τα στοιχεία, αυτά τα διαμάντια, ίσως εκτιμηθούν αργότερα. Αλλά και πάλι, δεν μπορώ να είμαι ήσυχη λέγοντας απλά στον εαυτό μου «θα αλλάξουν τα πράγματα».

Με τον άντρα μου έχουμε αποφασίσει να επισκεφτούμε έναν παιδοψυχολόγο, για να μας βοηθήσει να βοηθήσουμε το παιδί μας. Τον Σεπτέμβριο θα ξεκινήσουμε. Μέχρι τότε, κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλύτερα. Τον αγαπάμε, τον αποδεχόμαστε, τον τονώνουμε και του θυμίζουμε διαρκώς πόσο σημαντικός είναι.

Γράφει η Φωτεινή, αναγνώστρια του