Κατά τον Bouchard (1996), η επιθετικότητα ορίζεται ως η «κάθε πράξη η οποία κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής, παραβιάζει ή κινδυνεύει να παραβιάσει την σωματική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός ατόμου». Η επιθετική συμπεριφορά μπορεί να είναι είτε σωματική, όπως το δάγκωμα, το χτύπημα, η κλωτσιά, το σπρώξιμο, είτε λεκτική, όπως το βρίσιμο, η απειλή.

Οι επιθετικές συμπεριφορές εμφανίζονται σταθερά και συστηματικά σε διάφορα περιβάλλοντα και χρονικές στιγμές. Η επιθετικότητα και η άσκηση βίας συγκαταλέγονται στα προβλήματα που συναντάμε συχνότερα στις μέρες μας.

Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζουν οι Lochman, Powell, Boxmeyer, Deming και Young (2007): «Στο νεανικό πληθυσμό, τα συμπεριφοριστικά μοτίβα που περιλαμβάνουν επιθετικότητα, αντιδραστικότητα/εκδραμάτιση, και άλλα προβληματικά μοτίβα συμπεριφοράς αντιπροσωπεύουν τα υψηλοτέρα ποσοστά περιπτώσεων παραπομπής στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας».

Οι επιπτώσεις της επιθετικότητας περιλαμβάνουν σοβαρές συνέπειες όπως πυροβολισμούς σε σχολεία, βομβιστικές απειλές, επιθέσεις στις τάξεις, αλλά και περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού, ο οποίος αποτελεί διάχυτο κοινωνικό πρόβλημα που επηρεάζει αρνητικά ολόκληρο το σχολείο (Frey, Herschstein, Snell, Edstrom, MacKenzie, & Broderick, 2005).

Παρ΄ όλα αυτά, η πλειοψηφία των σοβαρών βίαιων εγκλημάτων που αφορούν προέφηβους και εφήβους μεταξύ των ηλικιών 12 και 18 δεν επισυμβαίνουν εντός του σχολικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με τους Riley και McDaniel (2000). Για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε το πρόβλημα της σχολικής βίας, είναι σημαντικό να κατευθύνουμε την προσοχή μας στην γενικότερη πρόληψη της βίας δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην επίλυση των συγκρούσεων και στην διαχείριση του θυμού. Επιπρόσθετα επειδή η επιθετικότητα κατά την παιδική ηλικία είναι συχνά ένδειξη παραβατικότητας και πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, όπως επίσης και αντικοινωνικής συμπεριφοράς στην μετέπειτα ζωή, η έγκαιρη παρέμβασή είναι ζωτικής σημασίας.

Παρόλο πού η νεανική βία παλαιότερα εθεωρείτο σαν μια μεμονωμένη αντίδραση θυμού, τώρα γίνεται αντιληπτή ως ένα αναπτυξιακό πρόβλημα που ενδεχομένως να επισυμβεί στο μέλλον και στο οποίο οι καταστασιακοί παράγοντες, οι κοινωνικές επιρροές, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και η βιολογία διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Οι Lochman et al. (2007) υποστηρίζουν ότι το οικογενειακό περιβάλλον και οι ελλιπείς γονεικές πρακτικές μπορούν να συμβάλλουν στην εκδήλωση της επιθετικής συμπεριφοράς. Αυτό περιπλέκει περισσότερο τα πράγματα γιατί όσο περισσότερο αντιδραστικά γίνονται τα παιδιά, τόσο πιο αρνητική είναι η αντίδρασή των γονιών, δασκάλων και συμμαθητών τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, οι δεσμοί που υπάρχουν με αυτούς τους πιθανούς παράγοντες υποστήριξης να αλλοιώνονται, με αποτέλεσμα τα παιδιά να γίνονται πιο ευάλωτα στο άγχος, την κατάθλιψη, την αρνητική επιρροή από συμμαθητές τους καθώς και στην πρόωρη κατάχρηση ουσιών.

Οι Fryxell και Smith (2000) αναφέρουν ότι, παρόλο που η βία είναι ένα περίπλοκο θέμα με πολλαπλές αιτίες, ένας σημαντικός παράγοντας είναι η εκδήλωση επιθετικότητας ο οποίος συχνά είναι ένας δείκτης πρόβλεψης της αντιδραστικής και επιθετικής συμπεριφοράς. Τα υψηλά επίπεδα θυμού και επιθετικότητας συνδέονται επίσης με την χαμηλή ακαδημαϊκή επίδοση καθώς και με ποικίλα κοινωνικά προβλήματα και προβλήματα συμπεριφοράς εντός και εκτός του σχολείου ( McWhirter & Burrow-Sanchez, 2009).

Οι DiGiuseppe και Kelter (2006) τονίζουν ότι, παρόλο που ο θυμός και η επιθετικότητα συνήθως συνυπάρχουν, είναι σημαντικό να υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των δύο. Ο θυμός είναι ένα συναίσθημα, ενώ η επιθετικότητα είναι μια φυσική ή λεκτική συμπεριφορά που μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα να βλάψει ένα πρόσωπό ή ένα πράγμα. Τα επιθετικά παιδιά συνήθως διαγιγνώσκονται με Εναντιωματική-Προκλητική Διαταραχή (ODD) ή Διαταραχή Διαγωγής (CD).

Λόγω της αλληλοσυσχέτισης των προβλημάτων που πηγάζουν από τον θυμό και την επιθετικότητα, επιβάλλεται να εντείνουμε τις προσπάθειες μας, ούτως ώστε να βοηθήσουμε τα παιδιά και τους εφήβους να διαχειριστούν πιο εποικοδομητικά τις συμπεριφοριστικές και συναισθηματικές τους αντιδράσεις. Θα πρέπει επίσης να τους βοηθήσουμε να μάθουν να διαχειρίζονται πιο αποτελεσματικά την χαμηλή ανοχή τους στην απογοήτευση, η οποία συχνά οδηγεί στον θυμό.

Επιπρόσθετα, εσωτερικευμένα προβλήματα όπως η ανησυχία και η κατάθλιψη, στα οποία τα επιθετικά παιδιά και οι έφηβοι είναι πιο επιρρεπείς (Lochman et al.,2007), μπορούν να εξωτερικευθούν σαν αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές όπως διατροφικές διαταραχές, αυτοτραυματισμοί και κατάχρηση ουσιών. Επειδή είναι πολύ πιο δύσκολο να παρέμβεις όταν τα προβλήματα φτάσουν σε αυτό το επίπεδο, είναι πολύ σημαντικό να κάνεις ότι είναι δυνατόν για να αποτρέψεις να συμβούν τέτοια σοβαρά προβλήματα, μέσω της έγκαιρης παρέμβασης.

Ας δούμε την περίπτωση του Γιαννάκη, ενός μαθητή της Α Δημοτικού που εκδήλωσε επιθετικότητα στο σχολικό πλαίσιο.

Ο Γιαννάκης φοιτά στην Α Δημοτικού. Χαρακτηρίζεται ως ένα έξυπνο παιδί από τη δασκάλα του, μαθαίνει εύκολα και συνεργάζεται άψογα στα πλαίσια μιας ομάδας. Ωστόσο, στην αυλή παίζει μόνο με δύο παιδάκια ενώ τσιμπάει τα άλλα παιδιά όταν δεν κάνουν αυτά που τους λέει ή τα χτυπάει ή τα δαγκώνει. Το τελευταίο διάστημα καταφεύγει σε αυτή τη συμπεριφορά καθημερινά.

Στρατηγικές διαχείρισης που υιοθετήθηκαν από τη δασκάλα του Γιαννάκη
Όταν ο Γιαννάκης τσιμπάει ή χτυπάει κάποιο παιδί η δασκάλα το απομακρύνει από τα άλλα παιδιά και του δίνει να κάνει μια εργασία μόνος του, λέγοντάς του ότι αν δεν μπορεί να παίξει ήσυχα θα του δώσει μετά μια δουλειά να κάνει. Συνήθως του δίνει μια φωτοτυπία να συμπληρώσει, δίνοντάς του την εντολή να παραμείνει στην ίδια θέση μέχρι να τελειώσει την εργασία του. Όταν τσιμπάει, χτυπάει, η δαγκώνει άλλο παιδί χωρίς να τον έχει προκαλέσει, δεν του επιτρέπει να παίξει με τα άλλα παιδιά κατά τη διάρκεια του διαλείμματος και επιπλέον του δίνει κι άλλες εργασίες να κάνει.

Προτάσεις για τη διαχείριση της περίπτωσης

1. Αρχικά υποθέτουμε τι μπορεί να είναι αυτό που οδηγεί την ακατάλληλη συμπεριφορά από την πλευρά του Γιαννάκη
Ο Γιαννάκης φαίνεται ότι δυσκολεύεται να μοιράζεται πράγματα με άλλα παιδιά
Μπορεί να βρίσκει το σχολικό πρόγραμμα κουραστικό.
Η εξυπνάδα του τον βοηθάει να τελειώνει τις εργασίες του γρήγορα. Το πιο πιθανό λοιπόν είναι να βρίσκει το σχολικό πρόγραμμα που του προσφέρεται ανιαρό.
Μπορεί με αυτή την συμπεριφορά να επιζητά γενικά την προσοχή των άλλων.
2. Στη συνέχεια αναρωτιόμαστε αν είναι αποτελεσματική η στρατηγική διαχείρισης του προβλήματος που υιοθέτησε η δασκάλα
Η ακατάλληλη συμπεριφορά του Γιαννάκη φαίνεται να επιδεινώνεται και οι εφαρμοζόμενες στρατηγικές από τη δασκάλα δεν τον βοηθούν να μάθει να σέβεται τη σειρά των άλλων ή να μοιράζεται πράγματα με τα άλλα παιδάκια
3. Ποιους παιδαγωγικούς στόχους πρέπει να επιλέξουμε για την περίπτωση του Γιαννάκη, προκειμένου να τον βοηθήσουμε να αλλάξει τη συμπεριφορά του;
Να βοηθήσουμε τον Γιαννάκη να αναπτύξει ικανότητες συνεργασίας.
Να τον βοηθήσουμε να κατανοήσει την αξία της ομαδικής εργασίας και της από κοινού ανακάλυψης.
Να βοηθήσουμε τον Γιαννάκη να αναπτύξει ικανότητες τήρησης κανόνων παιχνιδιού και ομαδικής εργασίας
Να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον του για συμμετοχή σε δραστηριότητες στις οποίες δείχνει μια κλίση, αυξάνοντας το βαθμό δυσκολίας.
4. Ποια είναι τα θετικά σημεία και οι δυνατότητες του Γιαννάκη;
Ο Πέτρος έχει ένα υψηλό επίπεδο ικανοτήτων
Ο βαθμός συγκέντρωσης είναι πολύ καλός.
Διαθέτει αρχηγικές ικανότητες οι οποίες πρέπει να αξιοποιηθούν θετικά.
5. Ποιες στρατηγικές θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε προκειμένου να βοηθήσουμε αποτελεσματικά τον Γιαννάκη να πετύχει αυτούς τους στόχους;
Περιορισμό των ατομικών δραστηριοτήτων και ενθάρρυνση των ομαδικών εργασιών και ομαδικών παιχνιδιών.

Παρατήρηση, αξιολόγηση και αναγνώριση των περιοχών εκείνων στις οποίες ο Γιαννάκης φαίνεται ότι τα καταφέρνει καλύτερα, και σχεδιασμός δραστηριοτήτων με υψηλότερους στόχους που προσελκύουν το ενδιαφέρον του Γιαννάκη και προλαμβάνουν την πλήξη του.
Σχεδιασμός προγράμματος ενίσχυσης θετικής συμπεριφοράς, το οποίο θα στοχεύσει στη μείωση των επεισοδίων τσιμπήματος, δαγκώματος ή χτυπήματος των άλλων παιδιών. Ο Γιαννάκης πρέπει να εμπλέκεται στο σχεδιασμό του προγράμματος και την αξιολόγησή των προσπαθειών του.

Χρήση πιο κατάλληλων μεθόδων επικύρωσης των αποδεκτών συμπεριφορών του Γιαννάκη.
Ενημέρωση των γονέων για τον παραπάνω σχεδιασμό, πρόταση για προέκταση υιοθέτησης του σχεδίου διαχείρισης του προβλήματος και στο σπίτι, στήριξη των γονέων στην εφαρμογή των πρακτικών στο σπίτι, ενίσχυση ή επιβράβευση του Γιαννάκη από την δασκάλα όταν φέρνει μια επιβεβαίωση θετικής συμπεριφοράς από την οικογένειά του.

Δρ Αριστονίκη Τρυφωνίδου-Θεοδοσίου
MA, Msc, MAAT, PgP, PhD Ψυχολόγος Σχολικής-Εξελικτικής κατεύθυνσης