«Την παραμονή της Πρωτομαγιάς το βράδυ και ολόκληρον την άλλην ημέρα, δεν έμενε κανείς σπίτι του. Διά τας Αθήνας γιόρταζαν τα Πατήσια, η Κολοκυνθού, τα Σεπόλια, οι Αμπελόκηποι και όλα τα περβόλια. Οι επίγειοι λουλουδένιοι παράδεισοι όλων αυτών των προαστίων εδέχοντο τους λατρευτάς της φύσεως, τους ποθούντας να ζήσουν και ν’ αναπνεύσουν στο ανοιξιάτικο περιβάλλον, τους ευδαίμονας εραστάς, όπως το λέει ο ποιητής, τους ζητούντας να δρέψουν ναρκίσσους, ανύπαρκτους, όμως, τότε στα περβόλια της Aττικής».

Την εικόνα αυτής της Πρωτομαγιάς στην Αθήνα ένα αιώνα περίπου πριν «ανακαλύπτουμε» στο βιβλίο «Μίλτος Λιδωρίκης: Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Polaris, και περιλαμβάνει τα απομνημονεύματα του Μ. Λιδωρίκη, «την αναμφισβήτητη ηθογραφική, πολιτειακή και κοινωνική ιστορία από τα 1880 έως τα 1930, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας και όλες τις λεπτομέρειες της ελληνικής ζωής».

 

Στην αναφορά του για την Πρωτομαγιά στην Αθήνα της εποχής εκείνης αναφέρει μεταξύ άλλων:

 

«Τι γινόταν άλλοτε την Πρωτομαγιά γύρω από την πρωτεύουσα και τι γίνεται τώρα; Τώρα τίποτε, αφού και πολλές φορές αναβάλλεται. ‘Αλλοτε, όμως, εόρταζαν όλοι. από τας 6 το βράδυ της παραμονής έως τη νύκτα της πρώτης ημέρας του μηνός, φαγοπότι, χορός, τραγούδια όπου περβόλι, περβολάκι, μάνδρα, ύπαιθρο μ’ ένα δενδράκι. Εθεωρείτο, δε, γρουσουζιά να μη κρεμάσει κανείς μάη στη θύρα ή στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Η μεταφορά του κόσμου εις τας εξοχάς με τα κατάφορτα από λουλούδια και ανθρώπους τραμ, αμάξια πάσης μορφής, κάρα, σούστες, βιζαβί, λεωφορεία, έδιδε μια ξεχωριστή ζωήν στην πόλη.

 

Η αθηναϊκή κοινωνία εσυνήθιζε τότε να εορτάζει στα ιδιωτικά περβόλια, όπως θαυμάσια ήσαν του ανδρέα αυγερινού, του Καλλιγά, του Καλλιφορνά, του Βουγά, του Aκσουρλή, του Γελαδάκη και άλλα στα Πατήσια και στα Σεπόλια. Εις τον Πύργον της Βασιλίσσης, την ιστορικήν και αριστουργηματική αυτήν εξοχήν του Παχή, νυν Σερπιέρη, συνεκεντρούτο ό,τι εκλεκτόν είχεν η ημετέρα κοινωνία και εν μέσω θαλλούσης φύσεως εχόρευαν και διήρχοντο ώρας ονειρώδους ευχαριστήσεως. Εις τον κήπον του Aναργύρου στα Σεπόλια γινόταν μεγάλο και δυνατό γλέντι. Στο περιβόλι του Καντόρου, γεμάτο ρόδα και άνθη, περνούσαν μια αληθινή Πρωτομαγιά οι φίλοι του ευγενούς ιδιοκτήτου, το όνομα του οποίου είχε συνδεθεί με την εξέλιξην της ανθοκομίας και καλλιεργείας εν Ελλάδι.

 

Η Πρωτομαγιά στην Κηφισιά έχει αφήσει εποχήν. Εις το ανθισμένον ύπαιθρον των επαύλεων εχόρευαν εκείνην την ημέραν από το πρωί έως το βράδυ. Ο αείμνηστος Θ. Δηλιγιάννης, πιστός πάντοτε, κάθε Πρωτομαγιά, μετέβαινε λίαν πρωί εις την εν Κηφισιά μικράν έπαυλήν του, όπου συνέτρωγε και παρέμενεν επί πολλάς ώρας μετά των οικείων του. Το απόγευμα, φέρων πάντοτε ωραιότατον ρόδον εις την κομβιοδόχην της γκρίζας ρεδιγκότας του, διέσχιζε τους μεγάλους δρόμους του προαστίου και έφθανε, πάντοτε συνοδευόμενος από πολλούς φίλους του και τον διευθυντήν του σιδηροδρόμου Πάνον Μπασιάκον, εις τον σταθμόν διά να επιστρέψει εις Αθήνας.

 

Εις τα σατιρικά φύλλα της εποχής εκείνης ευρίσκει κανείς γελοιογραφικάς σελίδας με θέμα την Πρωτομαγιά, εν συνδυασμώ με τα επίκαιρα τότε πολιτικά γεγονότα. ο Δηλιγιάννης ξεφυλλίζων μια μαργαρίτα, και ερωτών αυτήν διά την απαρτίαν, ο Τρικούπης ως τριαντάφυλλον εκατόφυλλον, ο Καραπάνος ως πεταλούδα, ο Δραγούμης ποτίζων τα άνθη του Zαππείου, άλλοι ως Έρωτες ήσαν τα θέματα της γελοιογραφικής Πρωτομαγιάς. Ο Σουρής δεν άφηνε να περάσει ο πρώτος μην του θέρους χωρίς να γράψει στον ρωμηό του ευφυεστάτους στίχους».

 

Τα απομνημονεύματα του Μίλτου Γ.Λιδωρίκη, που γεννήθηκε στο Κροκύλειο Φωκίδος το 1871 και υπήρξε θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, λογοτέχνης, δημοσιογράφος και πολιτικός της γενιάς του 1890, ξεκίνησαν να δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ασύρματος» τον Μάρτιο του 1940.