«Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα, σήμερον εσταυρώσανε, των πάντων βασιλέα… Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται… Κι’ η Παναγιά η δέσποινα κ’ οι άλλες οι γυναίκες έπιασαν το στρατί – στρατί, στρατί το μονοπάτι…» αναφέρει ο Φ. Κόντογλου και σε αυτό ακριβώς το πνεύμα όλοι οι πιστοί στο Ρέθυμνο και όχι μόνο ακολουθούν βήμα το βήμα μέρα τη μέρα, την περασάδα όπως λένε στην Κρήτη, της Μεγάλης του Χριστού Εβδομάδας.

Στο Ηράκλειο παρά το ότι πρόκειται για μία σύγχρονη πόλη με την «ομπρέλα» της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας να καλύπτει το πρόσφατο χθες και το σήμερα, παρά ταύτα η κατανυκτικότατα αλλά και η Σαρακοστιανή διάθεση εν αναμονή της εβδομάδας των παθών του Κυρίου και της Αναστάσεως του, διατηρείται σε έντονο βαθμό, τόσο στις αστικές γειτονιές της πόλης όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά και τους οικισμούς του Νομού.

Το πνεύμα αυτής της κατάνυξης, που κυριαρχεί σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο όπως κυριαρχούν συνάμα και οι προετοιμασίες για την μεγαλύτερη ημέρα της Χριστιανοσύνης και της Ορθοδοξίας, της Ανάστασης συμπορεύεται με το κέφι της εποχής, της Άνοιξης, που ανθίζει και σιωπηρά παρακολουθεί τη γέννα των ανθών στα δέντρα και το πρασίνισμα της γης. Αυτό διακρίνει κάθε ένας ακόμη και οι επισκέπτες της συγκεκριμένης περιόδου σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Ότι δηλαδή, «ανθίζουν» σε διάθεση από την άνοιξη, η ουδέτερη διάθεση των σκούρων απογευμάτων δίνει τη θέση της στην ελπίδα, το χαμόγελο αλλά και την εθιμική υποχρέωση ώστε να παραβρεθούν στις εσπερινές λειτουργίες στους ναούς και τα ξωκλήσια, τους χαιρετισμούς κάθε Παρασκευή και την οδό που οδηγεί προς τη Μεγάλη Δευτέρα που ανοίγει το δρόμο των παθών.

Λέει η μαντινάδα: «Η φλόγα της Ανάστασης να ανάψει στην καρδιά σου, για να κρατήσει ζωντανά όλα τα όνειρά σου / Και φέτος την Ανάσταση ευχή καρδιάς θα κάνω, η μοίρα να σκορπά χαρές να πορπατείς απάνω / Όταν το φως τσ’ ανάστασης ανάψει το κερί σου, κάθε ακτίνα μιαν χαρά ας είναι στη ζωή σου / Πάνω στον επιτάφιο θώρρουνα την καρδιά μου μα στο κερί που κράτουνα εστάζαν τα δάκρυά μου».

Η προσήλωση αρκετών παλαιών και νέων οικογενειών στο τυπικό της ορθοδοξίας, αναδεικνύει τη θέση του Κρητικού ως μέλους της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας που προσηλωμένα χωρίς πίεση, σέβεται, τιμά, σιωπά μπρος στα θεία πάθη αλλά και αναντρανίζει όπως αναφέρουν στο Ρέθυμνο, παίρνει δηλαδή τα πάνω του σε διάθεση, όρεξη και οπτική, μέσα από τις ετοιμασίες για την Ανάσταση.

Η νηστεία μπορεί να μην κυριαρχεί στο σύνολο του πληθυσμού στο Ρέθυμνο μα είναι γεγονός πως όλοι είναι πιο συγκρατημένοι στην κατανάλωση κρέατος επιλέγοντας τα νηστίσιμα για τις σαράντα οκτώ ημέρες που κρατάει η αγία τεσσαρακοστή, κυρίως όμως μέσα στις μέρες της Μεγαλοβδομάδας. Λες και είναι όπως καταμαρτυρούν οι πιο μεγάλοι στην ηλικία και οι καλά, καλά γέροντες και γερόντισσες, μια σιωπηρή συμφωνία όχι για την παράδοση αλλά για τα Ιερά Πάθη. Απολογιέται κι ο Χριστός της μάνας του και λέγει όπως αναφέρει ο Φ. Κόντογλου στο Μοιρολόι: «Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέτ’ όλος ο κόσμος, μάνα μου αν σφαγείς εσύ, σφάζετ’ όλος ο κόσμος, μάνα μ’ αν κρεμαστείς εσύ, κρεμιέτ’ όλος ο κόσμος. Πάρτο μάνα μου υπομονή, να πάρ’ όλος ο κόσμος. Άντε μάνα μου στο καλό και διάφορο δεν έχεις, μόν’ το μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις». Τούτο ακολουθούν και στην Κρήτη στο Ρέθυμνο, μένουν εκεί στα πάθη και στη Μεγάλη Εβδομάδα, αλλά συνεχίζουν, γιατί γνωρίζουν πως η Ανάσταση τελικά, είναι το σινιάλο, το σφύριγμα πως, πρέπει να περάσουν στις νέες γενιές το μήνυμα της ζωής, της Ανάστασης, των εθίμων της παράδοσης και της αγάπης για τον τόπο τους.

Έθιμα και παραδόσεις που έχουν στο «σεντούκι της παρακαταθήκης» τις γνώσεις για τα τραγούδια, τους ύμνους, τις συνταγές του τόπου, τον τρόπο στη συμπεριφορά, αλλά και το τι ταιριάζει σε πια μέρα και γιατί.

Οι νονοί μέσα στη μεγάλη εβδομάδα συναντιόνται με τους σύντεκνους και τα πνευματικά τους παιδιά, τα βαφτιστήρια τους για το δώρο της λαμπάδας, για τον εκκλησιασμό την Μεγάλη Πέμπτη αλλά και τις ευχές από τη μία οικογένεια στην άλλη. Μέσα στις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας οι έχοντες την ευχή της Εξομολόγησης ιερείς, εξομολογούν και οι λιγότερο ή περισσότερο πιστοί προστρέχουν να εξομολογηθούν όπως καταμαρτυρούν οι ίδιοι οι ιερείς. Οι πιο παλιές νοικοκυρές που προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν στη γνώση στις νεώτερες, ετοιμάζουν τα Λαμπροκούλουρα, τα καλιτσούνια τα λαμπριάτικα και μαζεύουν το τυρί, τα αυγά και όλα όσα πρέπει μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα να προετοιμαστούν, ώστε να πρωταγωνιστήσουν στο Πασχαλινό Τραπέζι.

Στα περισσότερα σπίτια κυρίως των χωριών, οι άνδρες μαζεύουν τα ξύλα και βοηθούν στο ασβέστωμα και οι γυναίκες ζυμώνουν τα λαμπριάτικα εδέσματα ζύμης και τα τσουρέκια με τις κουλούρες. Τα τυριά όπως η μυζήθρα, το ανθότυρο, η ξινομυζήθρα, το κατσοχείρι και άλλα που ποικίλουν από τόπο σε τόπο, έχουν τον πρώτο λόγο στις προετοιμασίες από Μεγάλη Δευτέρα έως και Μεγάλη Πέμπτη, οπότε στα τραπέζια και στις κουζίνες ξεκινάει το βάψιμο των αυγών, το στόλισμα τους με αναστάσιμους Χριστούληδες, αποξηραμένα λουλουδάκια και φύλλα που βράζονται με τα αυγά. «Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα. Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρύφτη. Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός εχάθει. Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός εβρέθη. Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί. Μεγάλο Σαββάτο, ο Χριστός στον Τάφο. Κυριακή και Πασχαλιά να ΄μαστε όλοι καλά κι ας τα τσουγκρίσουμε και πάλι τα κόκκινα αυγά».

Όλη αυτή η ατμόσφαιρα, μέρα με την ημέρα, ενισχύεται από την παρουσία των ανθρώπων που λείπουν από το Ρέθυμνο και επιστρέφουν για να βρεθούν δίπλα στους δικούς τους, τους φοιτητές που σπουδάζουν σε άλλα μέρη της Ελλάδας, από τουρίστες και επισκέπτες οι οποίοι σε πολύ μεγάλο ποσοστό επιλέγουν τη Μεγάλη εβδομάδα να την βιώσουν στο Ρέθυμνο και τα χωριά του, που δε λένε να απαρνηθούν τη στενή τους σχέση με τη φύση και την παράδοση.

Στις κουβέντες καθ’ όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα κυριαρχεί κυρίως, η μέρα του καψίματος του Ιούδα με το έθιμο του ορφανού. Στις γειτονιές των χωριών, νέοι και παιδιά συλλέγουν ξύλα και κορμούς, για το κάψιμο του Ιούδα. Οι «ορφανοί», όπως ονομάζονται σε διάφορες περιοχές οι σωροί των ξύλων, στόχο έχουν από τη μια να κάψουν την προδοσία, την ατιμία, το ύπουλο, από την άλλη, όμως, να διαγωνιστούν οι γειτονιές μεταξύ τους για το ποια φλόγα «ορφανού» θα φτάσει πιο ψηλά στον ουρανό, για να μεταφέρει το μήνυμα της νίκης. Όχι μόνο τη νίκη των παιδιών που καίνε τον Ιούδα, αλλά και τη νίκη του καλού ενάντια στο κακό. Κλείνονται μάλιστα και οι συμφωνίες για το ποιοι θα χτυπούν την καμπάνα στα χωριά, κάλεσμα από την Μεγάλη Πέμπτη έως και την Ανάσταση, όλων, ώστε να βρεθούν στις εκκλησιές. Συμφωνίες στις οποίες κάθε χρόνο τα μικρά παιδιά προσπαθούν να διαδραματίσουν ρόλο μεγάλων… μεγαλοφέρνουν δηλαδή, εμπλεκόμενα στις κουβέντες των μεγαλυτέρων της γειτονιάς, του χωριού και των οικογενειών τους.

Τα τελευταία χρόνια τόσο στο Ρέθυμνο όσο και στο Ηράκλειο, έχουν αυξηθεί τα μέλη ομάδων αλληλεγγύης που δημιουργούν μικρές πασχαλινές αγορές και εργαστήρια κατασκευής λαμπάδων και πασχαλιάτικων δώρων με στόχο να ενισχύσουν συνανθρώπους τους και οικογένειες που έχουν ανάγκη αποδεικνύοντας πως η περίοδος του Πάσχα αρμονικά συμπορεύεται με την έκφραση της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και της αλληλεγγύης.

Τα φαγητά που συναντάμε στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας αφορούν κυρίως σε χοχλιούς, αγριόχορτα μαγειρεμένα με διάφορους τρόπους που καταλήγουν σε εύγευστα αποτελέσματα, όπως τα τσιγαριαστά και τα λεμονάτα, διάφορες πίτες, με πράσα, αγριόχορτα, ξινόχονδρο, σταμναγκάθι με κολοκυθάκια, λουκουμάδες, διάφορους νηστίσιμους κεφτέδες, διαφόρων τύπων ελιές, μακαρόνια με βούτυρο από τα Ρεθεμνιώτικα βουνά και τον Ψηλορείτη, αλλά και γλυκές απολαύσεις όπως τα ανεβατά του Ηρακλείου, οι Ηρακλειώτικες πίτες και οι λουκουμάδες με τις μπουγάστες και το γιαουρτόμελο. Φυσικά ο σιμιγδαλένιος χαλβάς στο τσουκάλι της νοικοκυράς σε κάθε σπίτι σχεδόν φτιάχνεται δύο και τρεις φορές μέσα στη Μεγαλοβδομάδα.

Η Μεγάλη Πέμπτη βρίσκει τους περισσότερους καταλαγιασμένους για τη λειτουργία των 12 Ευαγγελίων και το Σήμερον Κρεμάται επί Ξύλου… Σχεδόν σε όλα τα χωριά του Ρεθύμνου οι λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης και της Μεγάλης Παρασκευής, παρακολουθείται από όλο σύσσωμο το χωριό. Την Μεγάλη Πέμπτη, οι κοπελιές, φροντίζουν τους κήπους και τα άνθη, ώστε το βράδυ, αμέσως μετά το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου» να στολίσουν τον Επιτάφιο με γιρλάντες, με λουλούδια της επιλογής τους και χρώματα της φύσης από όπου ζούνε και μεγαλώνουν. Μία βραδιά που κρατάει πολύ, λόγω του στολίσματος και τα καφενεία κι οι αυλές γεμίζουν κόσμο, που χωρίς όμως πολλές φωνές συγγενείς και φίλοι άνδρες ως επί το πλείστον, βεγγερίζουν κουβεντιάζοντας για τις κτηνοτροφικές και αγροτικές τους υποχρεώσεις που ακολουθούν μετά τη Ανάσταση.

Ξημερώνοντας η Μεγάλη Παρασκευή, μετά τη λειτουργία της αποκαθήλωσης που στα ορεινά χωριά γίνεται με φόντο τις πλαγίες των ορέων προσδίδοντας έτσι στην ιερότητα των στιγμών, ξεκινούν οι κυρίαρχες δουλειές για το πρώτο αναστάσιμο τραπέζι τις μεταμεσονύχτιες ώρες από το Μεγάλο Σάββατο προς την Κυριακή του Πάσχα αλλά και του μεγάλου Πασχαλιάτικου Τραπεζιού. Το Βράδυ, ακολουθεί η λειτουργία του Επιταφίου και η περιφορά του στα στενά των δρόμων των ενοριών, στους κεντρικούς δρόμους μητροπολιτικών ενοριών αλλά κυρίως στα δρομάκια των χωριών όπου για τους περισσότερους άνδρες είναι η μέρα που σηκώνοντας το Σταυρό ή κρατώντας τον επιτάφιο αισθάνονται όπως καταμαρτυρούν να αδειάζουν από τις αμαρτίες της χρονιάς.

Στο Ηράκλειο η περιφορά στο κέντρο της πόλης έχει χαρακτήρα του θριάμβου της των ανθρώπων Ένωσης μιας και οι Επιτάφιοι αρκετών ενοριών ανταμώνουν και συν- λειτουργούνται στο σταυροδρόμι της περιοχής Μεϊντάνι. Ένα νέο έθιμο που έχει καθιερωθεί τα πρόσφατα χρόνια αφορά στην μεταεπιτάφιο έξοδο των ανθρώπων σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο όπου οι παρέες συναντώνται σε μαγαζιά της πόλης για να πιούν να κουβεντιάσουν και να γευτούν νηστίσιμους μεζέδες.

Ξημερώνοντας το Μεγάλο Σάββατο, όλοι βρίσκονται σε μία υπερδιέγερση εργασιών και προετοιμασίας για τα δύο τραπέζια της μικρής ανάστασης και του Πασχαλιάτικου. Τότε που συναντούν ο ένας τον άλλον αφήνοντας στην άκρη το «γεια σου» για να επικοινωνήσουν με το «Χριστός Ανέστη… Αληθώς Ανέστη ο Κύριος…» Τότε που κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον για στιγμές που είναι ικανές, όπως έχει αποδειχτεί, να δέσουν περισσότερο τις οικογένειες, να αφοπλιστούν οι κακίες, τα πάθη και να δώσει η Ανάσταση τόπο να «ανθίσουν η Αγάπη και η Συγχώρεση. Αρχικά με την πρώτη Ανάσταση κυρίως στα χωριά της ενδοχώρας Ρεθύμνου και Ηρακλείου πολύ κυρίως γυναίκες μεταφέρουν στα σπίτια τους και στα εικονοστάσια των περιουσιών τους τα άνθη από τους επιτάφιους.

Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, οι πόλεις και οι δρόμοι έχουν μία σχετική ερημιά με τον οίστρο να έχει μεταφερθεί μέσα στα σπιτικά για τις προετοιμασίες όλων όσων θα πάνε στην εκκλησία άλλοι από την αρχή της λειτουργίας και άλλοι λίγο πριν το Χριστός Ανέστη. Εκείνες ήταν και οι ώρες που παλαιότερα πιο συχνά σήμερα όμως πολύ πιο αραιά, βλέπουμε το έθιμο του Σήμαντρου ή της Καμπανούλας, όταν δηλαδή τα πιτσιρίκια λίγο ως πλάκα λίγο ως υποχρέωση περιδιάβαιναν τα δρομάκια στα χωριά για το θείο κάλεσμα στην Αναστάσιμη Λειτουργία. Επίσης τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί ότι σε πολλές εκκλησίες οι πιστοί μετά το Χριστός Ανέστη οπότε ξεκινάει και η Λειτουργία του Αγίου Βασιλείου, παραμένουν μέχρι την ολοκλήρωση της οπότε και μεταλαμβάνουν δεχόμενοι παράλληλα μαζί με το αντίδωρο και το πρώτο τους Πασχαλινό Αυγό το οποίο και τσουγκρίζουν μέσα στην εκκλησία μαζί με τους άλλους πιστούς.

Αγία Κυριακή της Λαμπρής… και τα τραπέζια, από νωρίς ετοιμάζονται για τις πρωινές παρέες που ετοιμάζουν τα πρώτα όπως για παράδειγμα οι συκωταριές στο τηγάνι οι γραβιέρες και τα καλιτσούνια ψημένα είτε στην πέτρα είτε στο φούρνο. Στα δεύτερα, φυσικά δε λείπει το αρνί, τα κοιλιδάκια σούπα, οι γαρδούμπες αυγολέμονο, το ριφάκι, το οφτό, το αυγολέμονο χοιρινό, το κυνήγι, οι πέρδικες, ο λαγός και το κουνέλι, οι πατάτες και τα μακαρόνια με το τυρί, το κοκκινιστό κρέας, τα χειροποίητα λουκάνικα, το απάκι χοιρινές μπουκιές καπνισμένες και φυλαγμένες στο λίπος τους και κάθε λογής τσουρέκια, κουλούρες και κόκκινα αυγά που βοηθούν όχι τόσο στη χόρταση αλλά κυρίως στη δημιουργία ενός ξέγνοιαστου και χαρμόσυνου κλίματος μεταξύ των συνδαιτυμόνων.

Φυσικά το καλό τυρί, η γραβιέρα με το μέλι και το γιαούρτι με τα καρύδια και το μέλι, έρχονται να προσθέσουν στη γεύση της Τσικουδιάς, της Ρακής όπως λένε, μα και του καλού κρασιού που συγκεράζεται το φετινό με το παλιό, σε έναν ταπεινό αλλά χαρούμενο διαγωνισμό για το ποιος έφερε το καλύτερο πιώμα στο τραπέζι.

«Σήμερα είναι Πασχαλιά κι αν η ευχή μου πιάνει το τέλος κάθε Γολγοθά εύχομαι να σημάνει. Σαν ξημερώσει η Ανάσταση κι ο ήλιος ανατείλει δέξου ευχές αμέτρητες απ’ τα δικά μου χείλη. Πέμπω τη σκέψη να σε βρει, μαζί σου να τσουγκρίσει Χριστός Ανέστη να σου πει κι οπίσω να γυρίσει».