«Καμπανάκι κινδύνου» χτυπούν προς την Πολιτεία πολλοί συναρμόδιοι φορείς για την κατάσταση που αντιμετωπίζουν στη χώρα μας νεογνά και μωρά εγκαταλελειμμένα σε νοσοκομεία, παιδιά κακοποιημένα ή παρατημένα από γονείς που αδυνατούν να τα μεγαλώσουν λόγω οικονομικής ανέχειας ή προσωπικών προβλημάτων (εθισμού σε ναρκωτικά, αλκοόλ κ.λπ.), ασυνόδευτοι ανήλικοι (πρόσφυγες, μετανάστες) που διαβιούν σε αστυνομικά κρατητήρια υπό συνθήκες εγκλεισμού, αντί σε ειδικούς ξενώνες φιλοξενίας υπό καθεστώς ελευθερίας.


Εισαγγελείς, ανεξάρτητες Αρχές, φορείς υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των παιδιών, ΜΚΟ αλλά και διεθνείς οργανισμοί παρεμβαίνουν για να εξασφαλιστούν καλύτερες συνθήκες γι’ αυτά «τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού», που μοιάζει να είναι και τα μεγαλύτερα θύματα της οικονομικής και αξιακής κρίσης των ημερών μας.

Από τα σήματα SOS προκύπτει με σαφήνεια η τεράστια έλλειψη αναγκαίων υποδομών και εξειδικευμένου προσωπικού αλλά και η αδυναμία της Πολιτείας να δώσει την κατάλληλη «χείρα βοηθείας», πολύ περισσότερο σε μία περίοδο που οι εθνικοί πόροι είναι δυσεύρετοι.
Νοσοκομεία και μαιευτήρια «σηκώνουν τα χέρια ψηλά», αδυνατώντας να ανταποκριθούν (λόγω των περιορισμένων χώρων και του προσωπικού) στις ανάγκες για το μεγάλωμα μωρών και μικρών παιδιών εγκαταλελειμμένων από τους γονείς τους, ενώ οι αρμόδιοι ιατρικοί φορείς προειδοποιούν για τις επιπτώσεις και τους κινδύνους που συνεπάγεται για την ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών η ανατροφή τους στο νοσοκομειακό περιβάλλον.
Την ίδια ώρα, κρατικοί φορείς προστασίας ανηλίκων εξαναγκάζονται να καταφύγουν στον «Μεγάλο Αδελφό», εγκαθιστώντας κάμερες συνεχούς (24ωρης) παρακολούθησης των παιδιών που φιλοξενούν για την καλύτερη προστασία και την ασφάλειά τους (με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τον ψυχισμό τους), επειδή διαθέτουν ελάχιστο και ανειδίκευτο έως παντελώς άσχετο προς τα απαιτούμενα προσόντα για ένα τόσο δύσκολο και ευαίσθητο έργο, προσωπικό.
Μητέρες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους είτε γιατί δεν έχουν τα μέσα να τα μεγαλώσουν είτε γιατί είναι άστεγες, πρόσφυγες, ναρκομανείς, αλκοολικές ή αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα.
«Κείμενο Αρχών»
Η αντίστοιχη έλλειψη χώρων, υποδομών, προσωπικού και στην περίπτωση των ασυνόδευτων παιδιών έχουν προκαλέσει παρεμβάσεις διεθνών φορέων, ΜΚΟ αλλά και εισαγγελικών Αρχών, που προειδοποιούν ότι «η προστατευτική κράτηση ή επιτήρηση» ασυνόδευτων ανηλίκων σε αστυνομικά κρατητήρια, προαναχωρησιακά κέντρα κ.λπ. παραβιάζει την ευρωπαϊκή σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, ενώ καιροφυλακτεί ο άμεσος κίνδυνος «ευρωκαταδίκης» της χώρας, αφού ήδη εκκρεμούν σχετικές καταγγελίες και προσφυγές?
«Πάνω στην ώρα» έρχεται και μία έκθεση της ΕΕΔΑ (Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) που ως αρμόδιο συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στέλνει «Κείμενο Αρχών» με υποδείξεις για την παιδική προστασία στην Ελλάδα και την ανάγκη άμεσης λήψης μέτρων, με τον χαρακτηριστικό τίτλο-επισήμανση «η παιδική προστασία δεν είναι πολυτέλεια!»;
Οπως συμβαίνει και σε πολλούς άλλους τομείς στη χώρα μας, πολλά προβλήματα ξεπερνιούνται εκ των ενόντων, κυρίως χάρη στην αυτοθυσία και στον «πατριωτισμό» όσων καταθέτουν την προσωπική ευαισθησία τους, προσφέροντας ό,τι μπορούν στο πιο ευάλωτο ίσως τμήμα του πληθυσμού στα συγκεκριμένα παιδιά. Στα ζητήματα αυτά υπάρχουν πάντως και εισαγγελικές παρεμβάσεις, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της υποκατάστασης των γονέων από τα νοσοκομεία αλλά και των ασυνόδευτων ανηλίκων.

Τα νοσοκομεία

Το ζήτημα δεν είναι καινούργιο, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει ανησυχητικές διαστάσεις, καθώς όλο και μεγαλύτερος αριθμός νεογνών και μωρών παραμένουν στα μαιευτήρια-νοσοκομεία, αντί για 4-5 μέρες, επί πολλούς μήνες, μολονότι δεν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υγείας, αλλά επειδή τα άφησαν οι γονείς τους, αδυνατώντας να τα μεγαλώσουν.

Αλλες μητέρες αναγκάζονται να τα εγκαταλείψουν γιατί δεν έχουν τα μέσα να τα μεγαλώσουν, άλλες γιατί είναι άστεγες, πρόσφυγες, μετανάστριες, άλλες γιατί έχουν τον σύζυγό τους στη φυλακή, γιατί είναι ναρκομανείς, αλκοολικές ή αντιμετωπίζουν ψυχολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα κ.λπ.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία, σε συνεργασία με τις εισαγγελικές Αρχές, αρνείται να τα δώσει στους γονείς, όταν είναι φανερό ότι δεν θα μεγαλώσουν σε σωστό οικογενειακό περιβάλλον, και έτσι τα παιδιά αυτά μένουν επί 5-8 μήνες ή και περισσότερο, μέχρι να βρεθεί κατάλληλος χώρος σε ίδρυμα.

Σχετικές αναφορές ιατρικού προσωπικού αποτυπώνουν με ανάγλυφο τρόπο το πρόβλημα των νοσοκομείων (όπως το «ΓΝ Ελενα», το «ΓΝ Αλεξάνδρα» κ.λπ.) και ιδίως των παιδιών, καθώς η παραμονή τους εκεί για κοινωνικούς λόγους, και όχι λόγους υγείας (ύστερα από παρέμβαση κοινωνικών υπηρεσιών, με εισαγγελικές διατάξεις κ.λπ.) αποτελεί μια μορφή συστημικής κακοποίησής τους.

Οι αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς προειδοποιούν ότι, σύμφωνα με σχετικές μελέτες, η νοσοκομειακή φροντίδα αντί της οικογενειακής μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχοσωματική τους ανάπτυξη, στην κοινωνικοποίηση, καθώς και στη δημιουργία προσωπικότητας με αυτοεκτίμηση. Στους χώρους αυτούς που προσφέρονται μόνο για νεογνά τα παιδιά αυτά ….

αδυνατούν να κοιμηθούν ήρεμα, ενώ όσο περνά ο καιρός γίνεται πιο φανερό ότι αναζητούν αγκαλιές και χέρια να τα αγγίζουν και συνεπώς είναι πιο αισθητή η απουσία του φυσικού γονέα, με αποτέλεσμα να γκρινιάζουν συνέχεια, αφού είναι αδύνατο να έχουν και συνεχή φροντίδα και παρακολούθηση σε υποστελεχωμένες μονάδες, όπου το προσωπικό δεν επαρκεί ούτε για τον φυσιολογικό τους έργο.

Πολλές φορές δεν υπάρχει καν κρεβατάκι κατάλληλων διαστάσεων για να τα φιλοξενήσει, αφού είναι πολύ μεγαλύτερα των νεογνών, ενώ υπάρχουν ελλείψεις και σε απαραίτητα υλικά, για τα οποία συχνά συνδράμουν άλλες λεχώνες που τα λυπούνται, προσφέροντας γάλα, πάνες, ρουχαλάκια κ.λπ.

Μπροστά στην αδιέξοδη αυτή κατάσταση για αρκετά νοσοκομεία της χώρας αλλά και στους κινδύνους για τα παιδιά, οι εισαγγελικές Αρχές ανά την επικράτεια κινητοποιούνται προκειμένου να εξεταστεί αν μπορούν τα βρέφη να δοθούν στους γονείς τους και σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό γιατί παραβαίνουν τα καθήκοντά τους, τότε θα εξεταστεί η περίπτωση να καταλήξουν σε ανάδοχες οικογένειες για καλύτερη φροντίδα.

ΑσυνόδευταΟσον αφορά τα ασυνόδευτα παιδιά (πέρυσι μπήκαν 2.248 στη χώρα μας, ενώ το α’ εξάμηνο του 2016 μπήκαν 1.150), διεθνείς φορείς, ΜΚΟ κ.λπ. καταγγέλλουν ότι πολλά στερούνται την ελευθερία τους μέσα από τη λεγόμενη «προστατευτική κράτηση ή επιτήρησή» τους, η οποία όμως απαγορεύεται από διεθνείς συμβάσεις.

Για το ζήτημα σημειώνονται αλλεπάλληλες παρεμβάσεις των εισαγγελικών Αρχών (και της ΕΕΔΑ), που τονίζουν στις αρμόδιες Αρχές ότι οι ασυνόδευτοι ανήλικοι πρέπει να φιλοξενούνται σε κατάλληλους ξενώνες και ασφαλείς χώρους, ενώ πρέπει να αποφεύγεται οπωσδήποτε η διαμονή τους σε αστυνομικά κρατητήρια, σε προαναχωρησιακά κέντρα κ.λπ.

ΣΕ ΚΡΑΤΙΚΟ ΦΟΡΕΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ
18 κάμερες καλύπτουν τα κενά σε 24ωρη βάση

ΗΗ ΕΕΔΑ στην έκθεσή της υπογραμμίζει ότι «πρέπει να εκλείψει άμεσα η πρακτική της εισαγωγής και παραμονής παιδιών και ιδίως βρεφών που δεν χρήζουν νοσηλείας, σε παιδιατρικές ή παιδοψυχολογικές κλινικές νοσοκομείων, με εντολή εισαγγελική για λόγους κοινωνικούς ή λόγω εγκατάλειψης, εξαιτίας της απουσίας δομών άμεσης υποδοχής».

Αντίστοιχα -τονίζει- «πρέπει να εκλείψει η διά βίου εισαγωγή παιδιών με αναπηρίες σε ιδρύματα-άσυλα, όπως και να σταματήσει η ιδρυματική φιλοξενία βρεφών και νηπίων, όπως επιτάσσει από ετών η σχετική παγκόσμια κατευθυντήρια οδηγία του ΟΗΕ». Παράλληλα επισημαίνει για τα παιδιά που εγκαταλείπονται ή απομακρύνονται αναγκαστικά από το οικογενειακό περιβάλλον ότι η Πολιτεία οφείλει να ρυθμίζει άμεσα την τοποθέτησή τους σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ειδική δομή επείγουσας φιλοξενίας μέχρι την οριστική λήψη απόφασης για την επιμέλεια και τη φροντίδα τους. Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι κρατικός φορέας προστασίας ανηλίκων στην Αττική, αντιμετωπίζοντας τεράστια προβλήματα υποστελέχωσης των υπηρεσιών του, για να πετύχει την ασφαλή επιτήρηση των παιδιών στους μεγάλους χώρους των εγκαταστάσεών του, αναγκάστηκε να τοποθετήσει 18 κάμερες παρακολούθησης σε 24ωρη βάση.

«Ναι» στις κάμερες

Το θέμα έφτασε στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, που πάντα αρνούνταν την εγκατάσταση καμερών σε σχολεία, φροντιστήρια, παιδικές χαρές, κ.λπ., ιδίως σε ώρες λειτουργίας τους, θεωρώντας ότι θα προκύψουν αρνητικές συνέπειες για τα παιδιά και θα περιοριστεί η έννοια της ελευθερίας τους, εφόσον πιστέψουν από μικρή ηλικία ότι είναι φυσιολογικό να παρακολουθούνται μέσω καμερών.

Ωστόσο, η Αρχή αποφάσισε κατ’ εξαίρεση να επιτρέψει τις κάμερες για ένα έτος, αφού επιβεβαιώθηκε ότι πρόκειται για «εξαιρετικά υποστελεχωμένη υπηρεσία, που αντί για “ειδικούς παιδαγωγούς” διαθέτει σωφρονιστικούς υπαλλήλους, στην πλειονότητά τους άνδρες, γεγονός που έχει ως συνέπεια κινδύνους για τα παιδιά και κυρίως τις έφηβες», όπως τονίζεται σε σχετικό έγγραφο. Αναφέρεται επίσης ότι η ανάγκη βιντεοεπιτήρησης προκύπτει και από το ότι, λόγω της έλλειψης ειδικού προσωπικού, προσφέρουν υπηρεσίες και εθελοντές σε θέματα υγείας, εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας κ.λπ., ενώ έτσι εξασφαλίζονται η ασφαλής μεταχείριση των ανηλίκων από τους υπαλλήλους, η αποτροπή τυχόν δυσφήμησης του φορέα και κάθε είδους δολιοφθοράς.

Παρά τις ενστάσεις εργαζομένων για απαγόρευση βιντεο επιτήρησης, η Αρχή ξεπέρασε τις επιφυλάξεις της, ύστερα από τους ισχυρισμούς του φορέα ότι υπάρχουν εξαιρετικά μεγάλοι κίνδυνοι για την ασφάλεια των ανηλίκων, καθώς αναφέρθηκαν περιστατικά κακής ή ανάρμοστης συμπεριφοράς υπαλλήλων προς τα παιδιά, άσκηση πειθαρχικής δίωξης εναντίον τους αλλά και περιστατικά ελλιπούς παρακολούθησης των παιδιών, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν και ανήλικοι με απόλυτη ανάγκη υποστήριξης από εξειδικευμένο προσωπικό, λόγω συναισθηματικών, γνωστικών και κοινωνικών δυσκολιών.

Η Αρχή έκρινε ότι η υπόθεση χρειάζεται ειδική αντιμετώπιση, αφού στους χώρους διαμένουν ανήλικα παιδιά, κατόπιν δικαστικής απόφασης (ως κακοποιημένα, εγκαταλελειμμένα από γονείς ναρκομανείς, κρατούμενους κ.λπ.), ενώ προκύπτουν εγγενείς κίνδυνοι, λόγω της διαμόρφωσης των χώρων, της υποστελέχωσης (υπηρετεί ο μισός αριθμός των αναγκαίων υπαλλήλων και είναι όλοι αποσπασμένοι από τις φυλακές με προφανώς διαφορετικές παραστάσεις, γνώσεις και εμπειρίες από αυτές που χρειάζονται για παιδιά).

Παράλληλα δέχθηκε ότι η εξαιρετικά ανεπαρκής αυτή στελέχωση, ποσοτικά και ποιοτικά, δεν επιτρέπει στην Πολιτεία να παρέχει τη φροντίδα που οφείλει σε ανηλίκους, των οποίων έχει αναλάβει την επιμέλεια. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα, επεσήμανε ότι οι κάμερες διευκολύνουν μεν την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας των ανηλίκων, με την απομακρυσμένη παρακολούθησή τους στους εκτεταμένους χώρους, χωρίς όμως και να τη διασφαλίζουν.

ΠΑΡΤΕ ΜΕΤΡΑ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ

Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων καλεί την Πολιτεία να πάρει το ταχύτερο τα ενδεικνυόμενα μέτρα (προσλήψεις επαρκούς και ειδικευμένου προσωπικού κ.λπ.), απευθυνόμενη στα συναρμόδια υπουργεία και στον Συνήγορο του Παιδιού.