Του π. Αντωνίου Χρήστου, εφημερίου του Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Δικηγορικών Γλυφάδας
Η ευκαιρία της Εκκλησίας να προσφέρει στην ένταξη των νέων στην πίστη…

Με αφορμή την έναρξη των κατηχητικών συνάξεων όλων των ενοριών της Εκκλησίας μας για το νέο εκκλησιαστικό έτος, αποφασίσαμε να ασχοληθούμε σε αυτό το άρθρο μας με την κατήχηση και να τοποθετηθούμε στο τέλος στο δίλημμα του τίτλου μας. Φυσικά, το θέμα είναι βαθύ, πολύπλοκο και πολυδιάστατο και απλώς στο περιορισμένο άρθρο μας θα προσπαθήσουμε να «ψηλαφίσουμε», έστω επιφανειακά, μερικές πτυχές του.

Αν θέλαμε να δώσουμε ένα ορισμό για το κατηχητικό, κατά τη γνώμη μας, θα λέγαμε ότι είναι: Η συστηματική προσπάθεια της Εκκλησίας μας να διδάξει τα πιστά μέλη της τις βασικές δογματικές αλήθειες της, εντάσσοντάς τα ταυτόχρονα στη μυστηριακή και ενοριακή ζωή της.

Στους πρώτους αιώνες της ζωής της Εκκλησίας μας, η διαδικασία ξεκινούσε από την τάξη των κατηχουμένων, που υπήρχαν υπό δοκιμή (τουλάχιστον τριετίας), υποψήφιοι να ενταχθούν διά των μυστηρίων του Βαπτίσματος και του Χρίσματος στο Σώμα Του Χριστού, ως πιστά και γνήσια μέλη της Εκκλησίας. Στη συνέχεια, μετά τη Bάπτιση ακολουθούσαν μυσταγωγικές κατηχήσεις (όπως του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων και άλλων πατέρων που σώζονται), ειδικότερες και αναλυτικότερες ομιλίες για βασικά θέματα της πίστης και της μυστηριακής ζωής και πράξης των νεοφωτίστων.
Αυτό με την πάροδο των αιώνων άλλαξε, αφού με τη σχεδόν καθολική επικράτηση του νηπιοβαπτισμού, πλέον οι πιστοί πρώτα εντάσσονται στην Εκκλησία από τη βρεφική ήδη ηλικία και στη συνέχεια, μεγαλώνοντας διά των κατηχητικών σχολείων, μαθαίνουν εκ των υστέρων για το περιεχόμενο της Ορθόδοξης Διδασκαλίας.

Ο πρώτος κατηχητής είναι ο ίδιος ο Χριστός μας και διά των μαθητών Του και των διαδόχων τους η Εκκλησία μας από τα πρώτα βήματά της είχε υπεύθυνη συστηματική μύηση στο περιεχόμενο της Ορθόδοξης διδασκαλίας και ζωής. Σήμερα το έργο αυτό έχουν επωμιστεί εθελοντικά κυρίως λαϊκά στελέχη της Εκκλησίας μας, υπό την εποπτεία και την πνευματική καθοδήγηση (όπου υπάρχουν πάνω από δύο ιερείς σε έναν ναό) του υπεύθυνου ιερέως Νεότητος. Αυτό είναι θεμιτό, ιδιαίτερα στις μέρες μας, που το ποιμαντικό έργο είναι πολυδιάστατο και ο χρόνος των ιερέων λίγος και περιορισμένος, αρκεί, βέβαια, οι κληρικοί να μην επαναπαύονται και να θεωρούν ότι οι κατηχητές είναι «ο αυτόματος πιλότος του κατηχητικού έργου». Η κατήχηση είναι θεμελιώδες κεφάλαιο και όχι πάρεργο και χρειάζεται συνεχής επαφή των κληρικών με τα παιδιά και διακριτική εποπτεία στα λεγόμενα των κατηχητών για να μην υπάρχει σκανδαλισμός και, αντί για καλό, γίνει στο τέλος ζημιά στις ψυχές των παιδιών.

Πολλοί εκτός και εντός Εκκλησίας (κληρικοί, θεολόγοι, δάσκαλοι, ακαδημαϊκοί κ.ά.), εκφράζουν έντονη κριτική για την ύπαρξη καθαυτό της λειτουργίας του κατηχητικού σχολείου και το αμφισβητούν. Το θεωρούν ξενόφερτο στην Ορθόδοξη παράδοση και ότι αποτελεί δάνειο και επιρροή από τους Δυτικούς, κυρίως από τους προτεστάντες. Τα πράγματα ίσως να είναι και έτσι (αν και υπάρχουν έντονες αντιρρήσεις και σοβαρές και κατοχυρωμένες αντικρούσεις από μερίδα ερευνητών, π.χ., η Διδακτορική Διατριβή της κυρίας Ευαγγελίας Τσαγκαρλή-Διαμάντη, δρ Θεολογίας – Mr Φιλοσοφίας, με τίτλο «Η Πατερική Διδαχή στα Κατηχητικά Σχολεία της Εκκλησίας της Ελλάδος· Ιστορική αναδρομή και διδακτική αξιοποίηση», εκδ. Λύχνος, Αθήνα 2003, σ. 20-29.),δεν πρέπει όμως να ξεχνούν όσοι αντιδρούν ότι η διδαχή, το κήρυγμα και η κατήχηση αποτελούν υπεύθυνο δογματικό και ποιμαντικό έργο της ποιμαίνουσας Εκκλησίας και καθίστανται από τις πρώτες προτεραιότητές της. Επίσης, ότι η Εκκλησία πάντοτε προσλαμβάνει από το ειδωλολατρικό, κοσμικό ή και ετερόδοξο περιβάλλον και δίνει εντελώς νέο Ορθόδοξο περιεχόμενο.

Η κατήχηση είναι θεμελιώδες κεφάλαιο και όχι πάρεργο και χρειάζεται συνεχής επαφή των κληρικών με τα παιδιά και διακριτική εποπτεία στα λεγόμενα των κατηχητών για να μην υπάρχει σκανδαλισμός και, αντί για καλό, γίνει στο τέλος ζημιά στις ψυχές των παιδιών.

Υπάρχουν, επίσης, κάποιοι που δεν αντιδρούν στο γεγονός ότι υπάρχουν κατηχητικά σχολεία, αλλά έχουν ενστάσεις στον τρόπο που λειτουργούν, πολλές φορές αντιεκκλησιαστικά, από διάφορες οργανώσεις και κύκλους εντός του εκκλησιαστικού χώρου.Πράγματι, παρατηρήθηκε πολλές φορές το φαινόμενο να αυτονομείται το κατηχητικό έργο από την υπόλοιπη ενοριακή, πνευματική, λειτουργική και εκκλησιαστική ζωή. Αυτό είχε ως συνέπεια εκατοντάδες παιδιά να γεμίσουν τις κατηχητικές αίθουσες, αλλά να απουσιάζουν από τη λειτουργική ζωή.

Παρατηρήθηκε, επίσης, συστηματικά το φαινόμενο κάποιοι να διασπούν την ενοριακή ζωή και να μην πηγαίνουν κατηχητικό στην ενορία τους, αλλά εκεί όπου είναι «ο πνευματικός τους Γέροντας», παρακάμπτοντας τους εφημερίους ή ακόμα και τον ίδιο τον επίσκοπο της περιοχής. Σίγουρα ισχυρά επιχειρήματα, που όμως δεν μπορούμε να παραγράψουμε με ελαφριά καρδιά, τον ζήλο, την προσφορά όλων των διακονούντων στις κατηχητικές συνάξεις, στη διάδοση του Θείου Λόγου και στον εμπλουτισμό των μεθόδων και των υλικών διδασκαλίας, και μάλιστα σε εποχές που η κεντρική διοίκηση της Εκκλησίας υπολειτουργούσε ή ήταν ανέτοιμη να ανταποκριθεί ανθρωπίνως στις ανάγκες των ανθρώπων και τις προσδοκίες των συνθηκών της εποχής. Η εκκλησιολογία είναι βασικό, δεν το συζητούμε, αλλά αυτό δεν αμνηστεύει τις ευθύνες της ποιμαίνουσας Εκκλησίας, που δεν κατάφερε να εντάξει όλους αυτούς τους ανθρώπους ομαλά στις δομές λειτουργίας και διακονίας της ενορίας.

Με βάση όλα τα παραπάνω που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε, ερχόμαστε στο ερώτημα του τίτλου. Η απάντησή μας; Είναι ψευδοδίλημμα. Η κατήχηση, φυσικά είναι αναγκαία και οι δομές της Εκκλησίας δεν ξεπερνιούνται από τις εποχές, όσο και προσωρινά να φαίνεται κάτι τέτοιο, γιατί τα μέσα αλλάζουν, ο άνθρωπος όμως κατά βάση παραμένει ο ίδιος. Τα εργαλεία αλλάζουν, τα μέσα προφανώς και πρέπει να είμαστε πάντα επίκαιροι στο ρεύμα και τις συνθήκες κάθε εποχής που επηρεάζουν και είναι οικία στους ανθρώπους που θα κατηχήσουμε, όμως το όραμα – ο στόχος – ο προορισμός, για την Εκκλησία είναι πάντα ο ίδιος: Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ-ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ! Ιδιαίτερα στις μέρες μας, που το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία από ομολογιακό μετατρέπεται σε θρησκειολογικό και η οικογένεια φροντίζει για όλα τα άλλα (πολεμικές τέχνες, μπαλέτο, φροντιστήρια ξένων γλωσσών, ακαδημίες ποδοσφαίρων – μπάσκετ, ωδεία, προσκοπισμός κ.λπ.), μόνο ξεχνά να δώσει Χριστό στις καρδιές των παιδιών τους, το κατηχητικό έργο γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ.

Ως Εκκλησία τώρα είναι η ευκαιρία μας, ας μην τη χάσουμε και απογοητεύσουμε πάλι…