Σύμφωνα με τον Γιώργο Μπόντα , λαογράφο και τέως διευθυντή της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σιάτιστας:

Tο βρασμένο αυγό συμβολίζει τον θανατωμένο Χριστό, που με το τσούγκρισμα κατά την Ανάσταση ανασταίνεται και μας γεμίζει με ελπίδα για νέα ζωή, πιο χαρούμενη και ευτυχισμένη.

Το τσόφλι συμβολίζει τον τάφο του Κυρίου και το σπάσιμό του το άνοιγμα του τάφου, την παραμέριση της πέτρας που το σκεπάζει και την έξοδο του Χριστού.

Το αυγό προσφέρεται εύκολα, είναι τόσο μικρό και δίνει τόσα πολλά, μεταφέρει παντού την αγάπη, τη θυσία, την Ανάσταση, την ενότητα, τη θύμηση, την ανθρωπιά.

Ένα αυγό φυλάσσεται με ευλάβεια στο εικονοστάσι για να προστατεύει το σπίτι μέχρι της Αναλήψεως. Τότε, στα μπαλκόνια ή στα παράθυρα των σπιτιών κρεμούν κόκκινα μαντήλια που συμβολίζουν τη λαμπρότητα της άνοιξης και την ανοιχτωσιά των αποχρώσεων της φύσης.

Το κόκκινο χρώμα του πασχαλινού αυγού παραπέμπει στους προχριστιανικούς θανάτους θεών, το αίμα του εβραϊκού προβάτου και το αίμα του χριστού.

Έδωσε, μάλιστα, την ονομασία του και στη Μεγάλη Πέμπτη, η οποία στη Δυτική Μακεδονία ονομάζεται επίσης και “Κόκκινη Πέμπτη” ή “Κόκκινη Πέφτη”.

Πολλοί λένε, άλλωστε, ότι τα αυγά θα πρέπει να βαφτούν κόκκινα πριν από τη Θεία Λειτουργία για να είναι γερά, αλλιώς θα σπάζουν εύκολα.

Το , σύμβολο όχι μόνο χριστιανικό αλλά και παγκόσμιο, συμβολίζει την αναγέννηση της ζωής. Γύρω από αυτό πλέκονται πολλές πρακτικές και δοξασίες.

Για παράδειγμα, το πρώτο αυγό, που πρόσεχαν να είναι από μαύρη κότα, το έβαζαν στο εικονοστάσι, όπου παρέμενε όλο το έτος ή ακόμα και για επτά χρόνια.

Ο κρόκος του, που γινόταν σκληρός σαν κεχριμπάρι, αποκτούσε ιδιότητες φυλακτού για τις έγκυες γυναίκες ώστε να μην αποβάλλουν, γι’ αυτό λεγόταν “κρατητήρας”.

Πολλές φορές τα της Μεγάλης Πέμπτης πίστευαν ότι έχουν ιδιαίτερη δύναμη γι’ αυτό έβαζαν τα τσόφλια τους στους κήπους, στα δέντρα και στα χωράφια για να βοηθήσουν την ανάπτυξή τους.

Ή έθαβαν το πρώτο αυγό στην πρώτη αυλακιά όταν άρχιζαν να σπέρνουν. Το κόκκινο χρώμα προερχόταν από φυτικές μπογιές, όπως φύλλα από κρεμμύδια ή θάμνους σαν το ριζάρι. Κατόπιν τα κεντούσαν ή τα ζωγράφιζαν με φύλλα, ζυμάρι ή λιωμένο κερί