Πώς ο νόμος καταλήγει στον… υπόνομο; Γιατί τα συνολικά 135 σύνθετα και παράγωγα της λέξης «δίκη», ενώ κάτι μας «δείχνουν», δε γράφονται με «ει»; Δηλαδή, γιατί δε γράφουμε «δείκη», «δεικηγόρος», «δεικαστήριο», «αδείκημα», «δεικαίωμα»; Πώς η «δικαιολογία» ξεκίνησε ως ο δικαϊκός λόγος και κατέληξε να ερμηνεύεται ως «…άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε»; Πώς κάποιος, ο οποίος δεν είναι «έμμελος», δηλαδή είναι φάλτσος, «βάφτισε» το πλημμέλημα; Αφού «ετυμηγόρος» είναι αυτός που λέει την αλήθεια των λέξεων, τι είναι η ετυμηγορία τελικά; Γιατί ο «θεμιστοπόλος» παραπέμπει κάτι σε… ονειροπόλο, παρά σε αυτόν που καλλιεργεί και υπηρετεί τη νομική επιστήμη και τους θεσμούς;

Ο νομικός λόγος μπορεί από πολλούς να θεωρείται δυσνόητος, ενώ για τους νέους δικηγόρους συνιστά πρόκληση να αντεπεξέλθουν στον χειρισμό του στις δικαστικές αίθουσες, χωρίς να υποπέσουν σε γλωσσικά αστοχήματα, εκθέτοντάς τους σε έμπειρους δικαστές, οι οποίοι έχουν μια στέρεη γλωσσική συγκρότηση. Οι «δ(ε)ικαιωμένοι» της υπόθεσης φαίνεται πως είναι εκείνοι τους οποίους συναρπάζει η ελληνική γλώσσα και το ταξίδι της αναζήτησης της ιστορίας των λέξεων. Τη “διαδρομή” των βασικότερων εννοιών του νομικού λόγου παρουσίασε ο καθηγητής Γλωσσολογίας Γέωργιος Μπαμπινιώτης, προσκεκλημένος του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Θεσσαλονίκη, για μια διάλεξη με θέμα «Η δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας με αναφορά και στη γλώσσα της Δικαιοσύνης».

«Στα ελληνικά καθιερώσαμε τη λέξη “κόσμος”. Κόσμος σημαίνει τάξις. Βλέπουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει απέναντι στο χάος που είναι μια άλλη διάσταση», είπε ο κ. Μπαμπινιώτης, για να εξηγήσει ότι «οι λέξεις δεν είναι απλώς λέξεις, αλλά είναι οι έννοιες μας και ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο», δηλαδή, «η γλώσσα είναι η δήλωση της σκέψης μας και το λεξιλόγιο είναι η αξιοποίηση των εννοιών» και έτσι και η γλώσσα της Δικαιοσύνης «είναι μια άλλη σύλληψη, μια άλλη νοοτροπία για βασικούς όρους και λέξεις της Επιστήμης του Δικαίου».

«Ο νομικός λόγος είναι μια ιδιαίτερη μορφή κειμένων. Είτε είναι νόμοι, είτε δικόγραφα, είτε αποφάσεις δικαστικές, είτε είναι κείμενα νομικά, έχουν έναν άλλον λόγο, ο οποίος είναι κατεξοχήν απαιτητικός λόγος. Απαιτητικός λόγος σημαίνει ότι έχει κάποια χαρακτηριστικά: Πρέπει να είναι ακριβής, ευθύβολος, δεν είναι προσεγγιστικός …”στο περίπου”. Αυτός ο λόγος είναι δηλωτικός, δηλαδή χρησιμοποιεί βαρύνουσες σημασιολογικά λέξεις […] Δεν είναι δυνατόν να μιλήσεις για νομικό λόγο, που δεν είναι μονοσήμαντος. Η αμφισημία είναι εξαρχής και εγγενώς ύποπτη σε ένα νομικό έγγραφο», επισήμανε ο καθηγητής και στη συνέχεια ανέτρεξε στο μακρύ παρελθόν των πιο κοινών έως και των άγνωστων στους πολλούς νομικών όρων.

   «Η Δίκη και τα 135 παιδιά κι εγγόνια της»

   Η «δίκη» αποτελεί τον κατεξοχήν όρο της νομικής επιστήμης. Η λέξη προέρχεται από την

ινδοευρωπαϊκή ρίζα «deyk» , από το «δεικ-», δηλαδή από το «δεικνύω», το «δείχνω». «Είναι μία ρίζα που μας δηλώνει τη δείξη. Η έννοια της δείξεως είναι καθοριστική και πολύ έντονη στην ανθρώπινη επικοινωνία», σημείωσε ο κ.Μπαμπινιώτης. Γιατί όμως η δίκη γράφεται με «ι»; «Από το “ει” του “δεικνύω”, η ασθενής βαθμίδα της ρίζας είναι χωρίς το “ε”, όπως από το “λείπω” έχουμε το “ελλιπής” και το “λιποθυμώ” με “ι”, όπως από το “πείθω” έχουμε το “πιστός”», απάντησε.

«Άρα η δίκη, είναι η δείξη. Τι δείχνει κανείς; Τον τρόπο. Και ο τρόπος, όταν καθιερωθεί, έρχεται και γίνεται κανόνας. Και όταν οι κανόνες αποτελούν αρχές έρχεται η διεκδίκηση μιας κοινωνίας, ώστε η επανόρθωση αδικημάτων να γίνεται βάσει του κανόνα. Ξεκινάμε από το δείχνω τον τρόπο, ο τρόπος καθιερώνεται και γίνεται κανόνας δικαίου και πλέον βάσει του κανόνος κρίνουμε πράγματα και αποφασίζουμε και περνάμε στην έννοια της δίκης, δηλαδή επανόρθωσης αδικημάτων», εξήγησε ο καθηγητής.

Από τη «δίκη» κύρια παράγωγη λέξη είναι το «δίκαιο» και ο «δίκαιος», όπως και αυτός που ανήκει στον δίκαιο, δηλαδή ο «δικαϊκός». Το «δικάζω» απαντάται ήδη στην αρχαία ελληνική δημοκρατία, όπως και ο «δικαστής» ήδη υπάρχει στον Όμηρο, όπως και το «δικαστήριο» και το «δικαστικός». «Μιλάμε για βασικές έννοιες της αρχαίας κοινωνίας», τόνισε ο κ.Μπαμπινιώτης. Παρατήρησε, δε , πως από τα στατιστικά στοιχεία για τις λέξεις προκύπτει ότι υπάρχουν στα ελληνικά 135 σύνθετα και παράγωγα της λέξης «δίκη», είτε ως πρώτο συνθετικό στη λέξη (δικογραφία, δικόγραφο, δικολάβος, δικομανής, δικονομία), είτε ως δεύτερο συνθετικό (άδικος, διάδικος, δωσίδικος, ένδικος, εξώδικος, πρωτόδικος) και βεβαίως το -δικώ (αντιδικώ, διεκδικώ, αδικώ, αυτοδικώ, στρεψοδικώ, χειροδικώ, φυγοδικώ), ενώ υπάρχουν και τα εις -δίκης (ειρηνοδίκης, δικαιοδίκης πλημμελειοδίκης).

   «Λέξεις που …λοξοδρόμησαν»

   Οι λέξεις, όμως, μπορεί και να αλλάξουν σημασία στο πέρασμα του χρόνου. Για παράδειγμα, «δικαιολόγος» ήταν αυτός που μιλούσε για το δίκαιο, δηλαδή ο δικηγόρος, ο συνήγορος. «Δικαιολογία» ήταν η υπεράσπιση στο δικαστήριο, ο δικαϊκός λόγος. Τι έφτασε να σημαίνει σήμερα η δικαιολογία; «Ότι λέω κάτι για να εξηγήσω, συνηγορώ για κάτι, αφού το υποστηρίξω με κάποιον τρόπο, δεν είναι ο δικανικός λόγος, δεν είναι ο λόγος στο δικαστήριο», σημείωσε ο καθηγητής.

Αντίστοιχα, «πλημμελής» είναι αυτός που δεν έχει «μέλος», δηλαδή είναι παράφωνος, είναι φάλτσος. Ενώ αν έχει μέλος είναι «εμμελής». Άρα, ο «πλημμελής» ξεκινάει ως φάλτσος, ως παράφωνος για να μεταφερθεί στο ελαττωματικός. Το “πλημμελής” δίνει το “πλημμέλεια”, “πλημμέλημα”, εξ ου και “πλημμελειοδίκης” και “πλημμελειοδικείο”.

Έπειτα, το σωστό είναι «κακουργοδικείο» ή «κακουργιοδικείο»; «Εάν το πάω στο “κακούργος” θα είναι κακουργοδικείο. Όμως, υπάρχει η αρχαία λέξη “κακουργία” και από αυτήν είναι το “κακουργιοδικείο”, δηλαδή από τα κακουργήματα και όχι τον κακούργο», διευκρίνισε ο καθηγητής.

   «Από τον νόμο στον υπόνομο»

   Τι είναι, λοιπόν, ο νόμος; Ο νόμος είναι παράγωγο του «νέμω». Και τι είναι ο νόμος αρχικά; «Κάτι που κατανέμεται για χρήση, εν συνεχεία η χρήση καθιερώνεται ως έθιμο και το έθιμο εξελίσσεται σε ρυθμιστικό κανόνα, που είναι ο νόμος», διευκρίνισε ο καθηγητής, προσθέτοντας και ότι δεν αποδίδεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις γλώσσες π.χ. «στα αγγλικά το “law” προέρχεται από μία ρίζα που σημαίνει “κείμαι” –από το ρήμα “lie”, δηλαδή “law” είναι αυτό που έφτασε και κείται ως ρυθμιστικός κανόνας».

Από το “νόμος” και “νέμω”, έχουμε τη “νέμεση”, τον “νομικό”, τον “νόμιμο”, τον “νομοθέτη”, το “νομοθετώ”, τη “νομοθεσία”. Όμως, από το «νόμος» είναι και το ρήμα «νομίζω». «Το νομίζω αρχικά τι είναι; Θεωρώ ή δέχομαι κάτι ως συνήθεια και μετά φτάνει να είναι το έχω γνώμη, νομίζω, όπως και το “νόμισμα”, που είναι η συνήθεια και μετά η καθιερωμένη, συμφωνημένη μονάδα συναλλαγής, το νόμισμα». Από το “νόμος” παράγεται ένα πλήθος λέξεων (έκνομος, έννομος, σύννομος, παράνομος, άνομος, εύνομος, ισόνομος, αυτόνομος), ενώ η λέξη «νομοσχέδιο» σχηματίστηκε το 1857, όταν στήνεται το ελληνικό κράτος και αναπτύσσεται η νομοθεσία.

«Η δύναμη της ελληνικής γλώσσας είναι η ευκολία και η δυνατότητα με την οποία δημιουργούμε σύνθετες λέξεις και παράγωγα. Αυτό επιτυγχάνεται με τις “μαγικές” λέξεις, τον θησαυρό, που είναι οι προθέσεις. Παίρνεις ένα ρήμα, το “βάλλω” και οι 18 προθέσεις σου δίνουν 18 σύνθετα, που όλα έχουν μία σχέση με το “βάλλω” σε μεταβεβλημένη σημασία, νέα σημασία», επισήμανε ο κ.Μπαμπινιώτης εξηγώντας και ένα «παράδοξο»: «Ο νόμος έχει δώσει και το “υπόνομος”. Το υπόνομος είναι ο υπόγειος, ο οχετός, από το “υπονέμομαι”, που σημαίνει υποσκάπτω και από τη σημασία του υπονομεύω, του σκάβω κάτω, φτάνει στην έννοια του υποσκάπτω και του επιβουλεύομαι».

   «Ο θεμιστοπόλος»

   Κάτι πάρα πολύ σημαντικό στη νομική επιστήμη είναι το θετό δίκαιο, αυτό που θέτει μία κοινωνία. Από το αρχαίο «τίθημι», δηλαδή το ρήμα «θέτω» προέρχεται η “θέμις”, που είναι το εθιμικό δίκαιο. Από την ίδια ρίζα, από το “θέτω”, είναι ο “θεσμός” και στη συνέχεια ο θεσμικός, ο θεσμοθέτης, η θεσμοθεσία, ο θέσμιος, ο προθέσμιος, ο θεμιτός, ο αθέμιτος. Το σύνθετο «θεμιστοπόλος» αναφέρεται στους δικαστικούς λειτουργούς, σε αυτόν που καλλιεργεί και υπηρετεί τη νομική επιστήμη. Το δε «-πόλος» είναι από το «πέλομαι» που σημαίνει «κινούμαι».

   «Από την αγορά στους πολιτικούς και τους δικηγόρους»

   Στα αρχαία από το ρήμα «αγείρω» (συγκεντρώνω, συναθροίζω) προέρχεται η λέξη «αγορά», δηλαδή η συγκέντρωση, η συνέλευση των ανθρώπων. Όπως από το «εκκαλώ», προέρχεται η «Εκκλησία του Δήμου». Στις αρχαίες πόλεις ο πολίτης στην αγορά είχε διαφόρους ρόλους (άλλοτε ήταν δικαστής, άλλοτε ήταν στρατηγός, άλλοτε ήταν ταμίας κ.λπ.) και ο πολίτης έπρεπε να μιλάει στην αγορά και να υποστηρίζει διάφορα πράγματα. Από εκεί προήλθε ο «πολιτικός», από εκεί και η «πολιτική», που είναι δηλαδή η δραστηριότητα ενός ανθρώπου ως πολίτη μέσα σε μία πολιτεία -πόλη τότε- με δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Από το «αγορά» έρχεται το «αγορεύω», ο «αγορητής» και μία σειρά λέξεων ανάμεσα στις οποίες και η λέξη «δικηγόρος», δηλαδή ο ομιλών για θέματα δίκης. Στο μεγάλο λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, γνωστό ως Λίντελ-Σκοτ η λέξη αναφέρεται ως «δικήγορος», όπως λέμε «συνήγορος», «παρήγορος», «προσήγορος», «κατήγορος». Όμως, επειδή πρόκειται για λέξη σύνθετη με ουσιαστικό και όχι με πρόθεση ο τόνος κατέβηκε στην παραλήγουσα.

   «Αναζητώντας την αλήθεια των λέξεων»

   Σε κάθε δίκη όμως κορυφαία στιγμή είναι η ανακοίνωση της ετυμηγορίας. Τι σημαίνει όμως; «Ετυμηγόρος είναι αυτός που λέει την αλήθεια των λέξεων, δηλαδή το “έτυμο”, δηλαδή αρχικά ήταν ο “ετυμολόγος”. Έτυμος είναι ο αληθής. Όπως “ετυμολογία” είναι η αλήθεια των λέξεων, η αληθής προέλευση των λέξεων. Το “ετυμηγορία” πώς έφτασε να σημαίνει κάτι άλλο; Επειδή στα λατινικά είχαμε το “veredictum”, τον αληθή λόγο, το πήραν στις ξένες γλώσσες και το έκαναν “verdict” και μεταφράζοντας το αρχικό λατινικό, το είπαμε “ετυμηγορία” από το έτυμο και το αγορεύω», ανέφερε ο καθηγητής