Μείωση των φορολογικών συντελεστών εισοδήματος, εταιρικών κερδών αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών συστήνει η Τράπεζα της Ελλάδας, που τάσσεται υπέρ της αλλαγής του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής και ζητά μείωση της υπερφορολόγησης.

Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο και διευθυντή οικονομικών αναλύσεων της ΤτΕ, Δημήτρη Μαλλιαρόπουλο, το 2017, το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα – τόσο ως ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων όσο και ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας – ήταν πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ.

Μιλώντας σε συνέδριο, ο κ. Μαλλιαρόπουλος σημείωσε ότι οι μελέτες της ΤτΕ δείχνουν τις θετικές επιδράσεις που έχει για την οικονομία η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και των φόρων εισοδήματος και εταιρικών κερδών. Όπως ανέφερε, μειώνουν το κόστος παραγωγής και τις τιμές των προϊόντων, βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα και αυξάνουν τις επενδύσεις, τις εξαγωγές, την παραγωγή και τη ζήτηση εργασίας.

Τα οφέλη για τον εργαζόμενο και την οικονομία

Όσον αφορά στον εργαζόμενο, η μείωση των φορολογικών βαρών αυξάνει τον καθαρό μισθό και συνεπώς και την κατανάλωση. Επιπλέον, ισχυροποιεί το κίνητρο για προσφορά εργασίας και αποκαλύπτει εισοδήματα από την παραοικονομία. Για την εταιρεία, η μείωση των φορολογικών συντελεστών σημαίνει επενδύσεις. Ως αποτέλεσμα, αν και η μείωση των φορολογικών συντελεστών οδηγεί σε επιδείνωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος βραχυπρόθεσμα, έχει εντούτοις θετική επίδραση μεσοπρόθεσμα καθώς σταδιακά διευρύνεται η φορολογική βάση.

Η αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής, τόνισε ο κ. Μαλλιαρόπουλος, είναι αναγκαία για να γίνει η χώρα ελκυστικός πόλος έλξης επενδύσεων και ανθρώπινου κεφαλαίου, το οποίο συρρικνώθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα του brain drain τα χρόνια της κρίσης.