«Η αύξηση στον κατώτατο μισθό και η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων για πρώτη φορά, μετά από έξι χρόνια, ήδη σε επτά κλάδους, αποδεικνύουν πως η έξοδος από το μνημόνιο δεν είναι μία τυπική διαδικασία, αλλά η αρχή μίας πορείας αλλαγής του συσχετισμού δύναμης προς όφελος του κόσμου της εργασίας» δήλωσε ο υφυπουργός Εργασίας Νάσος Ηλιόπουλος, σε συνέντευξή του στο ρ/σ «Στο Κόκκινο 105,5».

Παράλληλα, σημείωσε ότι οι θετικές εξελίξεις στο μισθολογικό έχουν να κάνουν με μία τριπλή επίδραση: «την αύξηση του κατώτατου μισθού καθεαυτή, την επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων, αλλά και τη συνεχή αποκλιμάκωση της ανεργίας, στοιχείο που επιτρέπει στους εργαζόμενους τη διεκδίκηση ευνοϊκότερων γι’ αυτούς όρους».

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Βρούτσης συγκεκριμένα δεν μπορούν να ισχυρίζονται πως έχουν δικαιωθεί, «έχοντας υπάρξει μία κυβέρνηση η οποία, μέσα σε ένα βράδυ βίας και καταστολής, θεσμοθέτησε κατώτατο μισθό μειωμένο κατά 22% και τον υποκατώτατο κατά 32%», ενώ υπενθύμισε την τοποθέτηση του τότε Γ.Γ. του υπουργείου Οικονομικών κ. Μέργου, πως «το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι ότι ο κατώτατος μισθός παραμένει υψηλός».

Ο υφυπουργός Εργασίας τόνισε, επίσης ότι οι τοποθετήσεις του Κινήματος Αλλαγής είναι, αν μη τι άλλο, υποκριτικές, «τη στιγμή που ο αντιπρόεδρος της τότε συγκυβέρνησης και μετέπειτα πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος, χαρακτήριζε την ίδια περίοδο τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα ως “υψηλό σε σύγκριση με τους μισθούς των 70 ευρώ στην Μολδαβία”».

Όσον αφορά την κριτική που ασκεί το ΚΚΕ προς την κυβέρνηση, ο κ. Ηλιόπουλος εξήγησε πως «στο υπουργείο Εργασίας ήμασταν από την αρχή ξεκάθαροι ως προς το ποια είναι εκείνα τα επίδικα που έχουμε κερδίσει και ποια εκείνα τα οποία είναι αποτέλεσμα συμβιβασμών, την ώρα που αρχίζουμε να ανακτούμε όλο και περισσότερο έδαφος. Η αύξηση του κατώτατου μισθού, μετά από έξι χρόνια, χωρίς ηλικιακή διάκριση, είναι κάτι που θα έχει μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο».

Επιπλέον, ο υφυπουργός Εργασίας, αναφερόμενος στο παράδειγμα του ΣΕΒ, υπογράμμισε ότι, «εδώ και πολύ καιρό, δεν λειτουργεί ως κοινωνικός εταίρος, αλλά ως πολιτικό κόμμα», ενώ τόνισε ότι «αυτό που έχει γίνει πάρα πολύ καθαρό είναι ότι η πολιτική που ακολουθήθηκε για τα εργασιακά τον καιρό του μνημονίου δεν ήταν προϊόν ενός εξωτερικού καταναγκασμού, αλλά ήταν ακριβώς το πολιτικό πρόγραμμα το οποίο πίστευε και πιστεύει ακόμα η αξιωματική αντιπολίτευση και ο ΣΕΒ», ενώ συμπλήρωσε ότι, όποιος επιθυμεί να οικοδομήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας πάνω στη φτηνή, ευέλικτη και κακοπληρωμένη εργασία, στο τέλος της ημέρας πάντα θα είναι χαμένος, γιατί πάντα θα υπάρχει κάποιος που μπορεί να το κάνει καλύτερα από σένα.

Σε σχέση με τα επόμενα βήματα του υπουργείου Εργασίας, κατέστησε σαφές πως «για εμάς κρίσιμη είναι όλη η δουλειά θεσμικής αναβάθμισης που γίνεται όλη αυτή την περίοδο στην Επιθεώρηση Εργασίας», ενώ σημείωσε ότι, για πρώτη φορά, καταγράφεται στο ηλεκτρονικό σύστημα η υπερωρία και υπερεργασία, «κάτι που τελείως συνειδητά η προηγούμενη κυβέρνηση είχε φροντίσει να εξαιρεθεί, ώστε να μην μπορεί να ελεγχθεί, με αποτέλεσμα περιστατικά ακραίας και συστηματικής παραβατικότητας σε μεγάλους εργοδότες» τόνισε και ανέφερε το χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγάλης Τράπεζας.

Τέλος, κατέληξε ότι «είναι η πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης που μία κυβέρνηση κάνει πραγματικές ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις με κοινωνικό πρόσημο».