Μετωπική αναμέτρηση με σκληρά πολιτικά χαρακτηριστικά ετοιμάζει το στα “κοινωνικά” θέματα της 3ης αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής.

Τα μέτωπα αυτά αφορούν το εργασιακό, τα προνοιακά επιδόματα, τους συμβασιούχους και τη δημόσια διοίκηση, που ακουμπούν τον “σκληρό πυρήνα” της πολιτικής της κυβέρνησης.

Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης δεν κρύβουν ότι η επικείμενη διαπραγμάτευση με τους “θεσμούς” θα είναι έως και ακραία… “πολιτική”.

Ορισμένοι κύκλοι της κυβέρνησης, μάλιστα, συνυπολογίζοντας τα προβλήματα από τα μειωμένα φορολογικά έσοδα αλλά και τις επικείμενες περικοπές των συντάξεων το 2019, βάζουν στο τραπέζι “ιδέες” υπέρ μιας πολιτικής αντίδρασης από την πλευρά Μαξίμου, ακόμα και με τη μορφή της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες (πριν από την άνοιξη του 2018), προκειμένου να αποφύγει η κυβέρνηση να πάρει πάνω της το πολιτικό κόστος από την υλοποίηση των επιπλέον μέτρων. Προς το παρόν οι “ιδέες” αυτές δεν βρίσκουν ακροατήριο, αλλά ήδη έχουν αφήσει τα σημάδια τους στους προβληματισμούς του κυβερνητικού επιτελείου.

Τι ζητά το ΔΝΤ
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που έχουν διαμορφωθεί στην ελληνική διαπραγματευτική ομάδα, το ΔΝΤ, επιχειρώντας να πείσει για το πόσο “απαραίτητη” είναι η παραμονή του στο ελληνικό πρόγραμμα, θα πιέσει ασφυκτικά την κυβέρνηση να δεχτεί τις θέσεις του.
Συγκεκριμένα, θα επιμείνει πολύ:
– Στον περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία.
– Στη μη επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων μέσω της διατήρησης του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου.
– Στην περικοπή των προνοιακών –ιδίως των αναπηρικών– επιδομάτων.

– Στη μεγάλη μείωση του πλήθους των συμβασιούχων του Δημοσίου πολύ κάτω από τα επίπεδα των 86.000 εργαζομένων που καταγράφονται σήμερα στα στατιστικά δεδομένα του υπ. Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
– Στην απαρέγκλιτη εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων για τους δημοσίους υπαλλήλους (π.χ., αξιολόγηση, κινητικότητα, επιλογή προϊσταμένων).

Το ΔΝΤ έχει ήδη “προειδοποιήσει” και δημοσίως όλους τους εμπλεκομένους (δηλαδή την Κομισιόν και την κυβέρνηση) για τις διαθέσεις του.
Στην έκθεση του που συνόδευσε την έγκριση της εκταμίευσης της πιο πρόσφατης δόσης προς την Ελλάδα, το ΔΝΤ προχωρά σε τρία κρίσιμα συμπεράσματα.

Πρώτον, πως η επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων θα πλήξει την απασχόληση ιδίως των μικρών επιχειρήσεων, την ώρα που αυτές χρωστούν υπέρογκα ποσά προς το Δημόσιο και τις τράπεζες. Το γεγονός ότι το ΔΝΤ συνδέει για πρώτη φορά το εργασιακό με το ζήτημα του επιχειρηματικού χρέους προς Δημόσιο και τράπεζες φαίνεται να αποκτά άλλη βαρύτητα τη στιγμή που βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, σημειώνουν κυβερνητικές πηγές.
Δεύτερον, το ΔΝΤ στηλιτεύει το γεγονός πως η μείωση του μόνιμου προσωπικού στις κρατικές υπηρεσίες αντισταθμίστηκε από την αύξηση των συμβασιούχων.

Τρίτον, επισημαίνει τον κατακερματισμό των κοινωνικών επιδομάτων, ενώ μιλά για μεταρρύθμισή τους όχι μόνο το 2018 (όπως ήδη προβλέπει το Μνημόνιο), αλλά και το 2023, δηλαδή ακόμα και μετά το χρονικό όριο (2022) στο οποίο έχουν τεθεί δημοσιονομικοί στόχοι στην Ελλάδα από τους “θεσμούς”.

Τι πρεσβεύει η κυβέρνηση
Με εξαίρεση τις μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση (οι οποίες έχουν ήδη ψηφιστεί, αλλά μένουν ακόμη να εφαρμοστούν), η κυβέρνηση υποστηρίζει αντίθετες θέσεις σε σχέση με εκείνες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Συγκεκριμένα:

– Το υπουργείο Εσωτερικών προτίθεται να περάσει διάταξη που θα προβλέπει τη μονιμοποίηση μεγάλης μερίδας συμβασιούχων ορισμένου χρόνου.
– Το υπ. Εργασίας θα επιχειρήσει να αποτρέψει μείωση δαπανών για επιδόματα –προχωρώντας, όμως, σε μια ανασύνθεση των κριτηρίων κατανομής των υπάρχοντων πόρων–, αλλά και να επαναφέρει την επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων.
Πιο συγκεκριμένα, από την κυβέρνηση υποστηρίζεται μόνο η υποκατάσταση των αναπηρικών επιδομάτων σε χρήμα με παροχές σε είδος (π.χ., εύρεση εργασίας, ένταξη σε κοινωνικά προγράμματα) για όσους ΑμεΑ μπορούν να εργαστούν. Επίσης, η κυβέρνηση υποστηρίζει πως οι όροι των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων πρέπει να ισχύουν και για τα μη μέλη των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων, αλλά και να υπερισχύουν (εφόσον είναι ευμενέστεροι για τους εργαζομένους) των όρων των επιχειρησιακών και ατομικών συλλογικών συμβάσεων.
Κατά τα άλλα, το Μνημόνιο υποχρεώνει την κυβέρνηση να θεσπίσει μέτρο το οποίο θα προβλέπει ότι η απόφαση για απεργία από ένα πρωτοβάθμιο σωματείο θα λαμβάνεται με απαρτία 50%+1 των μελών του.

Διελκυστίνδα μέχρι τον Απρίλιο του 2018
Η ατζέντα της 3ης αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής είναι “περισσότερο πολιτική” παρά “δημοσιονομική”, τονίζουν πηγές του “Κ” σε ανώτερους κυβερνητικούς κύκλους.
Και αυτό, γιατί αφορά ως επί το πλείστον ζητήματα τα οποία άπτονται διαρθρωτικών ανατροπών στα μόνα πεδία στα οποία η κυβέρνηση επενδύει πλέον την πολιτική της επιβίωση.

Τα πεδία αυτά είναι η “υπεράσπιση της αξιοπρεπούς εργασίας”, η “αναδιάταξη του κράτους πρόνοιας”, αλλά και η διατήρηση του Δημοσίου ως του “τελευταίου καταφυγίου της απασχόλησης”.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν στο “Κ” πως η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να κάνει πίσω από τις παραπάνω αρχές και θέσεις.
Και αυτό, γιατί μια ενδεχόμενη κυβερνητική υποχώρηση στα “κοινωνικά” πεδία, σε συνδυασμό με πιθανή αποδοχή των διαφαινόμενων πιέσεων των “θεσμών” για νέα μέτρα εντός του 2018 (π.χ., λόγω συνέχισης της απόκλισης στα φορολογικά έσοδα), αλλά και την εφαρμογή των ήδη ψηφισμένων περικοπών των συντάξεων από 1/1/2019, θα οδηγούσε σε “πολιτική εξαφάνιση” του ΣΥΡΙΖΑ , εφόσον οι εθνικές εκλογές γίνουν –όπως προβλέπεται– στο τέλος της 4ετίας, δηλαδή τον Ιανουάριο του 2019.
Γι’ αυτό ορισμένοι κυβερνητικοί κύκλοι ήδη εισηγούνται καμία υποχώρηση στις πιέσεις του ΔΝΤ, αναβολή της 3ης αξιολόγησης και προσφυγή στις πρόωρες κάλπες μεταξύ Δεκεμβρίου 2017 και Απριλίου 2018.