Το πρώτο μνημόνιο δεν ήταν μονόδρομος, υποστηρίζει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, αφήνοντας αιχμές ενάντια στο Γιώργο Παπανδρέου, τον Κώστα Καραμανλή, τη ΝΔ αλλά και τους σημερινούς πολιτικούς, καθώς και στον τέως πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοσέ Μανουέλ Μπαρόζο.

«Πιστεύω ότι το πρώτο μνημόνιο, υπό την εξαιρετικά αυστηρή μορφή που είχε, δεν ήταν μονόδρομος» λέει ο Κώστας Σημίτης σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Χρήστο Χωμενίδη και το capital.gr.

Παράλληλα, ο πρώην πρωθυπουργός κατηγορεί την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου ότι δεν προετοιμάστηκε ούτε έγκαιρα ούτε σοβαρά για να ανατιμετωπίσει την κατάσταση: «Δεν έγινε κανένας σχεδιασμός».

«Μία σοβαρή πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να δείξει έναν άλλο δρόμο, δηλαδή να κάνει μία καλύτερη συμφωνία» συμπληρώνει.

Ο κ. Σημίτης κάνει λόγο ακόμη και για… σαχλαμάρες από την πλευρά του διαδόχου του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ: «Όλη η Ελλάδα ξέρει ότι η Ε.Ε. ζήτησε ιδιωτικοποιήσεις. Όλη η Ελλάδα έχει ξεχάσει ότι στο πρώτο μνημόνιο, δεν αναφέρονταν οι ιδιωτικοποιήσεις και ότι η ίδια η Ελλάδα πρότεινε να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις. Η Ελλάδα, μάλιστα, τότε στις συζητήσεις, είχε διαβεβαιώσει ότι διαθέτει ρευστοποιήσιμη περιουσία 50 δισεκατομμυρίων, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί. Ο αριθμός ήταν τελείως φανταστικός. Δεν ανταποκρινόταν σε καμιά πραγματικότητα. Όταν είσαι στον βαθμό αυτό ανέτοιμος και λες τέτοιες σαχλαμάρες, το μνημόνιο έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα».

«Το μνημόνιο του 2010 για την Ελλάδα ήταν μια δοκιμή. Οι χώρες της Ένωσης ήθελαν να κερδίσουν χρόνο και να διαμορφώσουν αργότερα μια μονιμότερη ρύθμιση», επισημαίνει.

Βαρύτατες ευθύνες καταλογίζει και στους Ευρωπαίους εταίρους και ιδιαίτερα στην Κομσιόν, το Ζ. Μ. Μπαρόζο και τον τότε επίτροπο Χ. Αλμούνια: «… το μνημόνιο αποτελούσε μία σειρά αποφάσεων που πήρε η Ε.Ε., χωρίς να είναι έτοιμη».

Αναφορικά με τους Μπαρόζο- Αλμούνια, τονίζει πως το 2007 υπέδειξαν στην Ελλάδα πως κάτι δεν πάει καλά αλλά «το 2008 και το 2009 δέχτηκαν να μην στείλει η Ελλάδα τα στοιχεία, τα οποία έδειχναν τον εκτροχιασμό της και να μην ληφθούν μέτρα. Διότι δεν ήθελαν να δημιουργήσουν μια αρνητική εντύπωση για τη συντηρητική κυβέρνηση της Ελλάδος, την οποία ο κ. Μπαρόζο – συντηρητικός και αυτός – υποστήριζε. Δηλαδή, η Ε.Ε. έχει και αυτή μεγάλη ευθύνη για αυτό που συνέβη».

«Όταν έγιναν οι πυρκαγιές στην Ηλεία και υποσχέθηκε (σ.σ. η ΝΔ) στους πυρόπληκτους να τους δώσει αποζημίωση 3.000 ευρώ κατέβηκαν -με παραγγελία προφανώς του μηχανισμού της ΝΔ- όλοι οι τσιγγάνοι από τη Β. Ελλάδα στην Ηλεία και πήραν αποζημιώσεις. Επενέβη κανείς; Τιμώρησε κανείς την παροχή αυτών των αποζημιώσεων; Όχι βέβαια», αναφέρει σχετικά με τις ευθύνες που καταλογίζει σε ΝΔ και Κώστα Καραμανλή.

«Δεν ήταν κάποτε όλα καλά. Απλώς η Ελλάδα είχε κάνει -πάρα την υστέρηση της- θέλω να το υπογραμμίσω αυτό- ένα σημαντικό βήμα κατά τη δεκαετία 1994-2004. Αυτή βελτίωση της επέτρεψε να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, την 01/01/2001 και να εισαγάγει το ευρώ ως νόμισμα, τον Ιανουάριο του 2002», δηλώνει ο πρώην πρωθυπουργός.
Είναι επίσης κατηγορηματικός απέναντι στο ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη: «Μερικοί πιστεύουν ότι αν υπήρχε ακόμα η δραχμή, εμείς θα μπορούσαμε να κανονίζουμε τα του οίκου μας. Αυτό είναι μια μεγάλη αυταπάτη. Και αν ακόμα υπήρχε η δραχμή, οι κανόνες που θα εφαρμόζονταν σε σχέση με τις διεθνείς συναλλαγές στην Ελλάδα δεν θα προέρχονταν αποκλειστικά από την ελληνική κυβέρνηση, από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά θα προέκυπταν από τις διεθνείς συμφωνίες, από τις ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Διεθνούς Τράπεζας. (…) Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να παραμείνει στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Τυχόν αποχώρησή της είτε από την Ένωση είτε από την Οικονομική και Νομισματική Ένωση θα είναι καταστροφική. Θα πρέπει να την αποφύγει με κάθε τρόπο».

Στο στόχαστρο του πρώην πρωθυπουργού βρέθηκαν όμως και οι σημερινοί πολιτικοί: «Οι σημερινοί μας πολιτικοί θα πρέπει να είναι ρεαλιστές και αποτελεσματικοί. Να μην φαντασιώνονται ότι μπορούν να λύσουν τα προβλήματα από τη μια μέρα στην άλλη, ότι αρκεί να πατήσουν πόδι για να επιβάλουν τη δική τους άποψη. Να μην βλέπουν παντού εχθρούς στην Ένωση και να θεωρούν ότι όλοι τους πολεμούν, ότι δεν αναγνωρίζουν τα δίκαιά μας».

Μιλώντας για την αξιολόγηση εστιάζει στην απουσία συνεννόησης ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Ευρωπαίους αλλά και για ασαφή γνώμη της χώρας. «Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο τρόπος αυτός συνεννόησης, ένας τρόπος συνεννόησης μέσα από μια συνεχή αντιπαράθεση, δεν είναι σωστός».

Τέλος, για το θέμα του χρέους, τονίζει: «Έχουμε ακούσει κατά κόρον από την κυβέρνηση ότι θέτει το θέμα του χρέους, ότι συζητάει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, τα μακροπρόθεσμα μέτρα, ότι ζητάει ρυθμίσεις, τις οποίες οι Ευρωπαίοι δεν αποδέχονται και γενικά ότι το ενδιαφέρον της στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στο θέμα του χρέους. Θέλουν να μας πείσουν ότι πράγματι δίνεται μία μάχη για χρέος. Το θέμα του χρέους, όμως, έχει ρυθμιστεί εδώ και αρκετό καιρό με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε είναι σαφής η πορεία μας. Πρώτα θα παρθούν -και πάρθηκαν ήδη- ορισμένα μέτρα, τα οποία, για παράδειγμα, αφορούν την ενοποίηση των επιτοκίων. Δεύτερον, θα ακολουθήσει το 2017 και 2018 ένα δεύτερο κύμα μέτρων. Και τότε, μετά το 2018 θα γίνει απ’ αρχής η κρίσιμη συζήτηση για το αν και πως θα πραγματοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους. Προς τι όλη αυτή η ανάδειξη του θέματος, όταν είναι καθορισμένη η πορεία; Απλώς για εντυπώσεις».