Η ρήση ράβε-ξήλωνε ταιριάζει στη διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης, τραπεζών και θεσμών για την προστασία της , που παραμένει σε εκκρεμότητα.

Σύμφωνα με την Καθημερινή σε πολύωρη τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε με τους επικεφαλής των θεσμών, οι τελευταίοι επέμειναν στην απουσία αξιολόγησης για την επίπτωση που θα έχει στα κεφάλαια των τραπεζών η νέα ρύθμιση, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν σήμερα τόσο σε τεχνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, με δύο διαδοχικές τηλεδιασκέψεις. Εκτός από την επίπτωση που θα έχει στα κεφάλαια των τραπεζών η νέα ρύθμιση, οι διαφωνίες εντοπίζονται:

• Στην ύπαρξη ασφαλιστικών δικλίδων που θα εξαιρούν από την προστασία τους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Το θέμα συνδέεται με την τύχη που θα έχουν όσοι μέχρι σήμερα έχουν κάνει αίτηση και έχουν λάβει προσωρινή διαταγή για προστασία μέσα από τον και το κατά πόσον αυτή η κατηγορία θα χάνει την προστασία εφόσον κάνει εκ νέου αίτηση μέσω της πλατφόρμας και το αίτημα απορριφθεί λόγω μη εκπλήρωσης των κριτηρίων. Να σημειωθεί ότι οι τράπεζες προτείνουν οι περιπτώσεις αυτές να χάσουν την προστασία που τους παρέχει το δικαστήριο, εφόσον μέσω της ηλεκτρονικής διασταύρωσης που θα γίνει μέσα από τη νέα πλατφόρμα διαπιστωθεί ότι δεν πληρούσαν τα ποσοτικά κριτήρια του νόμου Κατσέλη όταν υπέβαλαν την αίτηση. Από την πλευρά της η κυβέρνηση φέρεται τελικώς να υπαναχωρεί από την αρχική της δέσμευση να αρθεί η προστασία για αυτές τις περιπτώσεις, καθώς, όπως υποστηρίζει, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την προστασία και με βάση ποιοτικά χαρακτηριστικά που έχει ο αιτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αν ο αιτών πάσχει από χρόνια ασθένεια που δεν του επιτρέπει την αποπληρωμή των υποχρεώσεών του προς την τράπεζα, ακόμα και αν το εισόδημά του φαίνεται ότι επαρκεί για την πληρωμή της οφειλής του. Το θέμα αυτό θα κρίνει το στοκ των υποθέσεων του νόμου Κατσέλη που φθάνει περίπου τις 100.000 υποθέσεις.

• Στα περιουσιακά και στα εισοδηματικά κριτήρια, καθώς και σε επιμέρους αλλαγές σε σχέση με όσους δεν αποδεχθούν τη ρύθμιση που θα προτείνουν οι τράπεζες. Το περιουσιακό κριτήριο, δηλαδή η συνολική ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, προβλέπεται ότι δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 200% της οφειλής, ενώ το ύψος των καταθέσεων και των χρηματοοικονομικών προϊόντων που πρέπει να έχει ο οφειλέτης προβλέπεται ότι δεν πρέπει να υπερβαίνει το ήμισυ της συνολικής προς ρύθμιση οφειλής. Και τα δύο κριτήρια μελετώνται.

Σε ό,τι αφορά την επίπτωση που θα έχει το νέο πλαίσιο στα κεφάλαια των τραπεζών, μετά τη συνάντηση που είχαν τη Δευτέρα οι επικεφαλής των τραπεζών με τους επικεφαλής στη διεύθυνση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΤτΕ, αποφασίστηκε να ολοκληρωθεί σύντομα από την κεντρική τράπεζα η αξιολόγηση των επιπτώσεων προκειμένου να αποσταλεί στους θεσμούς. Ο χρόνος πάντως μετράει αντίστροφα για την κυβέρνηση που θέλει να έχει καταλήξει στο οριστικό σχέδιο νόμου για την προστασία της πρώτης κατοικίας –ακόμα και αν αυτό δεν έχει ψηφιστεί από τη Βουλή– έως την προσεχή Δευτέρα, προκειμένου αυτό να συζητηθεί και συμφωνηθεί στο Eurogroup της 11ης Μαρτίου.

Στο πλαίσιο των στενών χρονικών περιθωρίων, οι τράπεζες δεσμεύτηκαν να δώσουν στην ΤτΕ τα αναγκαία στοιχεία για τον αριθμό, αλλά και για το ύψος των δανείων που πιθανολογούν ότι θα μπουν στη νέα ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Να σημειωθεί ότι οι τράπεζες έχουν στα χέρια τους μια πρώτη ανάλυση των επιπτώσεων με βάση την εκτίμηση που έχει κάνει PWC και η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, περιορίζει το κόστος των επιπτώσεων στα κεφάλαια μεταξύ 300-400 εκατ. ευρώ. Οι τράπεζες εκτιμούν ότι το κόστος αυτό είναι «ανεκτό», αλλά το τελικό ύψος θα πρέπει να πιστοποιηθεί από την ΤτΕ με βάση τους κανόνες της ΕΚΤ.