Επιπλέον όρους για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, μετά το τέλος του μνημονίου, «βλέπει» ο απερχόμενος Euroworking Group (EWG), Τόμας Βίζερ.   Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή» εξηγεί ότι δεν έχει συζητηθεί η φύση της σχέσης μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών από τον Αύγουστο που ολοκληρώνεται το πρόγραμμα στήριξης.


Ωστόσο, ο ίδιος εκτιμά ότι αυτό θα εξαρτηθεί από τις συμφωνίες που θα γίνουν, αναφορικά με τη χρηματοδότηση της χώρας και κατά πόσο θα υπάρξει ελάφρυνση χρέους.
«Εάν υπάρξει περαιτέρω ελάφρυνση χρέους μετά το τέλος του προγράμματος, τότε λογικό είναι να επιτευχθεί κάποια περαιτέρω συμφωνία», σημειώνει ο κ. Βίζερ και προσθέτει: «ένας βασικός λόγος που οι επενδυτές διστάζουν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα είναι το δικαστικό σύστημα (…) Πόσο βέβαιος μπορεί να είναι ένας επενδυτής ότι θα έχει μια δίκαια και γρήγορη δίκη αν προκύψει κάποιο πρόβλημα; Βλέπουμε τεράστιες διαφορές στα επίπεδα επενδύσεων σε χώρες όπου υπάρχει γρήγορη και προβλέψιμη νομική διαδικασία έναντι άλλων όπου υπάρχει πιο αργή και λιγότερο προβλέψιμη διαδικασία».
Ο Τόμας Βίζερ δεν θεωρεί πως τα αίτια της ελληνικής κρίσης είναι δημοσιονομικά, αλλά σχετίζονται με τα προβλήματα διοίκησης της χώρας. «Οι προσωπικές σχέσεις μετράνε περισσότερο από την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα. Συγκεκριμένες ομάδες της κοινωνίας, από όλα τα κόμματα, «παίρνουν κομμάτια από την οικονομία», υπογραμμίζει.
Ωστόσο, καταλογίζει ευθύνες για τον τρόπο διαχείρισης της ελληνικής κρίσης και στους δανειστές, σχολιάζοντας πως το μεγαλύτερο λάθος που έκαναν οι ευρωπαίοι ήταν ο ίδιος ο σχεδιασμός της τρόικας. «Έπρεπε να είχαμε σχεδιάσει κάτι διαφορετικό. Έχοντας τρεις οργανισμούς αναμεμειγμένους δημιουργήσαμε πολύ ανταγωνισμό ανάμεσά τους και ζήλιες. Το πιο αποτελεσματικό θα ήταν να υπάρχει ένας θεσμός, αλλά ποιος θα ήταν αυτός;» διερωτάται ο επικεφαλής του EWG.
Αναφερόμενος στα δικά του λάθη, δήλωσε πως δεν κατάλαβε από το πρώτο πρόγραμμα πόσο αναγκαία ήταν μια αναδιάρθρωση χρέους. «Αν είχαμε μια αναδιάρθρωση χρέους και πιο συνεργάσιμους Έλληνες ομολόγους, τότε πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Έπρεπε, δυστυχώς, να μάθουμε με τον δύσκολο τρόπο», εξήγησε ο κ. Βίζερ.