Ολόκληρες τις εισφορές (26,95% για σύνταξη + ασθένεια και 37,95% όσοι έχουν υποχρεωτικές «καλύψεις» για επικουρική + εφάπαξ) θα κληθούν να καταβάλουν για το εισόδημα που αποκτούν από «μπλοκάκι» οι μισθωτοί οι οποίοι απασχολούνται παράλληλα ως «ελεύθεροι επαγγελματίες» ενώ συγκρούσεις θα έχουν και όσοι αυτοαπασχολούμενοι σε 1 – 2 εργοδότες δεν καταφέρουν να τους…πείσουν να συμμετέχουν στο κόστος της ασφάλισής τους.

Η εγκύκλιος για τις εισφορές στα «μπλοκάκια» που υπέγραψε ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Τ. Πετρόπουλος διακρίνει 4 κατηγορίες ως εξής:

1 Επιβάλλει τον υποχρεωτικό επιμερισμό των εισφορών εφόσον το εισόδημα προέρχεται από την άσκηση διαρκούς – και όχι ευκαιριακής – επαγγελματικής δραστηριότητας και μόνο από την απασχόληση σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά). Θεωρείται ότι υπάρχει «αποκλειστικότητα» ως προς το/τα πρόσωπο/α που αποδέχεται/ονται τις υπηρεσίες. Και επομένως, επί του εισοδήματος αυτού θα υπολογίζονται εισφορές ύψους 20% για τον κλάδο κύριας σύνταξης, κατανεμημένο κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου. Αντίστοιχα κατανέμονται οι εισφορές υγειονομικής περίθαλψης καθώς και οι εισφορές επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ, για όσους προβλέπεται υποχρεωτική υπαγωγή στην ασφάλιση των κλάδων αυτών.

2 Προβλέπει ότι στις περιπτώσεις ασφαλισμένων που απασχολούνται σε έναν εργοδότη ως μισθωτοί και προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλο αντισυμβαλλόμενο μέσω ΔΠΥ, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4387/2016 περί πολλαπλής δραστηριότητας. Δηλαδή θα πληρώνουν οι ίδιοι τις εισφορές.

3 Επιβάλλει εργοδοτικές εισφορές στις περιπτώσεις ασφαλισμένων που προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες σε έναν εργοδότη, λαμβάνοντας μέρος των αποδοχών τους ως μισθωτοί και μέρος αυτών μέσω ΔΠΥ.
Εξαιρεί από την καταβολή ολόκληρων των ασφαλίστρων τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών ενώ ελεύθεροι επαγγελματίες θα αντιμετωπίζονται οι εταίροι και συνεργάτες δικηγορικών εταιριών (θα καταβάλλουν εισφορές ως μη μισθωτοί).

ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΗΛΩΣΕΙΣ
Για να διασφαλιστεί η εμπρόθεσμη καταβολή των εισφορών και η ενημέρωση των υπόχρεων καταβολής τους, ο ασφαλισμένος οφείλει να αναγράφει στο ΔΠΥ που εκδίδει στον 1 ή στους εργοδότες του ότι υπάγεται στην ευνοϊκή ρύθμιση επιμερισμού των εισφορών. Αντίστοιχα, και μέχρι το τέλος κάθε μήνα μήνα, ο εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει για τον ασφαλισμένο ΑΠΔ, προβαίνοντας σε κατανομή της συμφωνηθείσας αμοιβής ανά μήνα, με βάση τη διάρκεια της σύμβασης. Στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν υποβάλει ΑΠΔ, ο ασφαλισμένος οφείλει να υποβάλει στον ΕΦΚΑ υπεύθυνη δήλωση περί πλήρωσης των νόμιμων προϋποθέσεων, δηλώνοντας ταυτόχρονα το ΑΦΜ του/των αντισυμβαλλομένου/ων του και προσκομίζοντας τυχόν άλλα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσής του. Στη συνέχεια, ενημερώνεται/ονται ο/οι αντισυμβαλλόμενος/οι περί της υποχρέωσης υποβολής ΑΠΔ και καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών. Εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος αμφισβητεί το περιεχόμενο της δήλωσης του ασφαλισμένου, υποβάλλει αντιρρήσεις ενώπιον των αρμοδίων οργάνων του ΕΦΚΑ, αλλά, μέχρι την επίλυση της σχετικής διαφοράς ο αμειβόμενος με «μπλοκάκι» θα πληρώνει ο ίδιος τις εισφορές.

ΤΡΙΤΟΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ
Αν στη διάρκεια του ημερολογιακού έτους παρασχεθεί υπηρεσία και σε τρίτο αντισυμβαλλόμενο, ο ασφαλισμένος οφείλει να το γνωστοποιήσει στον ΕΦΚΑ, με σχετική αίτηση-δήλωση, ώστε να επέλθει η σχετική μεταβολή στο μητρώο και να ενημερωθεί/ούν ο/οι αντισυμβαλλόμενος/οι προκειμένου να απαλλαγεί/ούν από την ανωτέρω υποχρέωση. Όπως και για κάθε άλλη κατηγορία ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων, στο τέλος κάθε έτους θα πραγματοποιείται εκκαθάριση και συμψηφισμός μεταξύ των καταβληθεισών κατά τους παραπάνω μήνες εισφορών και των οφειλόμενων εισφορών, με βάση το πραγματικό εισόδημα που προκύπτει από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας (όπως αυτό προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος).

ΟΡΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Με ετήσια διάρκεια σύμβασης, ισχύει το ετήσιο ανώτατο όριο των 70.320 ευρώ, συνεπώς οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται στο συνολικό ποσό του δελτίου παροχής υπηρεσιών ακόμα και αν αυτό υπερβαίνει ανά μήνα το ποσό των 5.860,80 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται υπέρβαση του ανωτάτου ετησίου ορίου. Σε περιπτώσεις συμβάσεων με διάρκεια μικρότερη του έτους, καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στην κατανομή της συμφωνημένης αμοιβής ανά μήνα ενώ και το ανώτατο όριο λαμβάνεται υπόψη σε μηνιαία βάση (5.860,80 ευρώ). Στην περίπτωση, τέλος, κατά την οποία το ποσό του ΔΠΥ που εκδίδεται μηνιαίως υπολείπεται της ελάχιστης βάσης υπολογισμού εισφορών (586,08 ευρώ) ο ασφαλισμένος υποχρεούται να καταβάλλει τις εισφορές που υπολείπονται του ελάχιστου ποσού κατά το χρόνο της ετήσιας εκκαθάρισης της ασφαλιστικής υποχρέωσης, οπότε και θα οριστικοποιούνται οι εισφορές.

Παραδείγματα

ΓΙΑΤΡΟΣ
Παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση ετήσιας διάρκειας, και αμοιβή ύψους 80.000 ευρώ, για την οποία εκδίδει τρία ΔΠΥ. Η κλινική αποτελεί τον μόνο αντισυμβαλλόμενο του συγκεκριμένου ασφαλισμένου-ιατρού, επομένως αυτός υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Ανεξαρτήτως του αριθμού των ΔΠΥ στις οποίες επιμερίζεται η συμφωνηθείσα αμοιβή, καταβάλλονται εισφορές με βάση το ανώτατο ετήσιο όριο των 70.320 ευρώ, με δεδομένο ότι η σύμβαση είναι ετήσιας διάρκειας. Αν η ω σύμβαση ήταν διάρκειας 10 μηνών, τότε η συμφωνηθείσα αμοιβή θα αντιστοιχούσε σε 8.000 ευρώ/μήνα, συνεπώς οι εισφορές θα υπολογίζονται επί της ανώτατης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των 5.860,8 ευρώ. Στην τελευταία περίπτωση, όμως, ο ασφαλισμένος θα καταβάλει κανονικά εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός) για τους υπόλοιπους δύο μήνες του έτους.

ΓΙΑΤΡΟΣ
Παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση διάρκειας 10 μηνών για την οποία εκδίδει ΔΠΥ αξίας 5.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση, επομένως σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 500 ευρώ. Επ’ αυτής υπολογίζονται εισφορές αντιστοίχως κατανεμημένες σε βάρος του ασφαλισμένου και σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου κατά τα ως άνω αναφερθέντα. Επιπροσθέτως, για το ποσό που υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των αυτοαπασχολουμένων (586,08-500=86,08 ευρώ), ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός).

ΛΟΓΙΣΤΗΣ
Εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρία και παρέχει παράλληλα υπηρεσίες σε άλλη εταιρία με ΔΠΥ. Ο εν λόγω ασφαλισμένος δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, αλλά σε αυτή του άρθρου 36 περί πολλαπλής δραστηριότητας. Επομένως, για τις αποδοχές του από τη μισθωτή εργασία υπολογίζονται εισφορές με βάση το άρθρο 38, για το δε εισόδημά του από την ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος (ΔΠΥ) καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός). Αν ο ίδιος ως μισθωτός σε εταιρία, λαμβάνει και επιπλέον αποδοχές από την ίδια εταιρία με ΔΠΥ δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39 και για το σύνολο του εισοδήματος από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 38. Συνεπώς, επί του εισοδήματος αυτού υπολογίζονται εισφορές μισθωτού και, επομένως, η εταιρία καταβάλει τις εισφορές εργοδότη που αντιστοιχούν στο σύνολο του εισοδήματος (αποδοχές από μισθωτή εργασία και εισόδημα από ΔΠΥ).