Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η Ευρώπη κλυδωνίζεται από πλήθος προβλημάτων. Μόλις λίγες ώρες νωρίτερα, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δήλωσε μετά από την δραματική Σύνοδο Κορυφής και με επίκεντρο το μεταναστευτικό- προσφυγικό πρόβλημα ότι «η ΕΕ είναι βαθιά διχασμένη ανάμεσα σε δύο αντιλήψεις. Mία ακραία συντηρητική, σοβινιστική, αντιμεταναστευτική και μια -θα την χαρακτήριζα- πιο δημοκρατική, πιο ουμανιστική προσέγγιση».

Η ΕΕ είναι αντιμέτωπη με μια σοβαρή θεσμική κρίση, αποφάσεις της δεν εφαρμόζονται, η συνεργασία και η αλληλεγγύη αναζητούνται, ενώ ταυτόχρονα ακροδεξιά, εθνικιστικά και αντιδημοκρατικά κινήματα και κόμματα επιβάλλουν όλο και πιο πολύ την ατζέντα τους. Στην αρχή ήταν το μεταναστευτικό, μετά ήρθαν οι περιορισμοί στο κράτος δικαίου, την ελευθερία του Τύπου και των ΜΜΕ, για να φθάσουμε στο συμπέρασμα του κ. Τσίπρα για την έλλειψη σεβασμού από σειρά χωρών της ΕΕ στις αξίες της δημοκρατικής Ευρώπης.

Επανεμφανίζονται τα φαντάσματα του παρελθόντος

Η κυρία Βιβή Κεφαλά, αναπληρώτρια καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου μιλώντας στο Αθηναϊκό/ Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων με την ευκαιρία συμπλήρωσης ενός αιώνα από το τέλος του Μεγάλου Πολέμου εκφράζει έντονο προβληματισμό για τη σημερινή κατάσταση, επισημαίνοντας ότι «η κατάρρευση του διπολισμού σηματοδότησε την παγκοσμιοποιημένη οικονομία αλλά και άνοιξε τον δρόμο για την επανεμφάνιση φαντασμάτων του παρελθόντος, δηλαδή ενός επιθετικού εθνικισμού, που πλέον μπορεί να εκδηλωθεί -και το κάνει- με αιματηρό τρόπο στα Βαλκάνια».

Παράλληλα, προσθέτει, «με το δέλεαρ της ένταξης και του μερίσματος από τον ευρωπαϊκό Πακτωλό, η Δύση απαιτεί από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες να ανασυγκροτηθούν μόνες τους και να εναρμονιστούν με τα δυτικά πρότυπα. Πρόκειται για μία εξαιρετικά οδυνηρή μετάβαση, την οποία οι πληθυσμοί της Ανατολικής Ευρώπης βίωσαν με ιδιαίτερα τραυματικό τρόπο και στην οποία έπρεπε να προσαρμοστούν, νοιώθοντας ευάλωτοι μπροστά σε έναν άγνωστο κόσμο αλλά και μπροστά στο ενδεχόμενο επανόδου τους στη ρωσική σφαίρα επιρροής».

Αναλύοντας περαιτέρω τα αίτια της κρίσης και την αποτυχία της ΕΕ να πετύχει οικονομική και πολιτική ενοποίηση, η κ. Κεφαλά, μιλώντας στο Αθηναϊκό/ Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, σημειώνει: «Σήμερα, οι χώρες αυτές αποτελούν πλέον κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως ο κόσμος έχει αλλάξει δραματικά. Η Ευρώπη δεν ανήκει πλέον στον «πλούσιο Βορρά», καθώς η πολικότητα της παγκόσμιας οικονομίας έχει αλλάξει και είναι ο Νότος αυτός που δίνει τον τόνο στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι.

Επί πλέον, η Ευρώπη δεν μπόρεσε να απαγκιστρωθεί από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του υπερατλαντικού της εταίρου και, βεβαίως, δεν μπόρεσε να προχωρήσει από την οικονομική ένωση στην πολιτική ενοποίηση. Οι λόγοι για την αποτυχία αυτοί είναι πολλαπλοί: οι ιστορικές διαφορές αλλά και οι διαφορές πολιτικής και οικονομικής ισχύος που χωρίζουν τα κράτη -μέλη δεν έχουν απαλειφθεί, όπως επίσης δεν έχει επιτευχθεί και η εξομάλυνση των μεταξύ τους σχέσεων, πράγμα που αντικατοπτρίζεται στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται και αντιδρούν στο πλαίσιο της ΕΕ, όπως πχ στο ζήτημα των προσφύγων.

Οργή, ανασφάλεια, αποκλεισμοί

Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί η εκτίμηση της κ. Κεφαλά για τη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη, ενώ εκφράζει σοβαρές ανησυχίες όχι για το μακρινό μέλλον, αλλά για το σήμερα στην Ευρώπη.

Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «η κατάσταση αυτή, δείγμα της οποίας αποτελεί η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, επιδεινώνεται δραματικά από τη χρηματοπιστωτική κρίση που πλήττει αρκετές ευρωπαϊκές χώρες αλλά και από την αδυναμία των ευρωπαϊκών κρατών να επιλύσουν το φλέγον ζήτημα της οικονομικής τους ανάπτυξης και της μείωσης της ανεργίας.

Έτσι, συνεχίζει, «χώρες όπως η Πολωνία στηρίζονται κατά πολύ στους οικονομικούς μετανάστες, ενώ στην πρώην Ανατολική Γερμανία το ποσοστό ανεργίας είναι υπερδιπλάσιο από αυτό της πρώην Δυτικής Γερμανίας. Όλα αυτά δημιουργούν στους πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών ένα αυξανόμενο αίσθημα αποστέρησης, οργής και αποκλεισμού αλλά και μία εντεινόμενη ανασφάλεια, που αποτελούν το ιδανικό υπόστρωμα για την επανεμφάνιση του επιθετικού εθνικισμού, του νεοφασισμού, του απολυταρχισμού και της απαξίωσης της Δημοκρατίας. Από το σημείο αυτό μέχρι την εμφάνιση λαϊκιστικών, αυταρχικών, αν όχι νεοφασιστικών καθεστώτων, η απόσταση είναι πολύ μικρή και σε ορισμένες χώρες έχει ήδη διανυθεί. Βεβαίως η δυσαρέσκεια εντείνεται με το ενδεχόμενο ένταξης βαλκανικών κρατών στην ΕΕ, όπως η πΓΔΜ, πράγμα όμως απαραίτητο για την ενίσχυση της περιφερειακής σταθερότητας και ασφάλειας αλλά και την εγκαθίδρυση σχέσεων καλής γειτονίας».

Εκρηκτική κατάσταση- Καταλύτης η αλληλεγγύη

Υπό αυτό το πρίσμα, τονίζει η κ. Κεφαλά «μέσα σε αυτό το αδιέξοδο, η προσφυγική κρίση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η Ευρώπη δημιουργεί μία εκρηκτική κατάσταση όπου αναμειγνύονται αντιθέσεις, ανασφάλειες και φοβικά σύνδρομα, πχ απώλειας ταυτότητας ή επιβουλής κατά του έθνους, με αρνητισμό προς κάθε τι το διαφορετικό και βεβαίως προς τους ξένους, οι οποίοι μετατρέπονται σαν αποδιοπομπαίο τράγο».

«Όλα αυτά», σύμφωνα με την κ. Κεφαλά, «καταργούν τις δημοκρατικές αξίες αλλά και τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού και θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους κόλπους της οποίας φαίνεται να απουσιάζει εντελώς η αλληλεγγύη. Όμως η αλληλεγγύη είναι απαραίτητο στοιχείο, διότι -όπως και στις εθνικές κοινωνίες- αποτελεί τον συνεκτικό ιστό που θα επιτρέψει στις ευρωπαϊκές κοινωνίες να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους, τις απειλές και τις προκλήσεις που εμπεριέχει το διεθνές σύστημα, που σήμερα βρίσκεται σε μετάβαση και το οποίο μοιάζει να εξωθείται στην αναρχία και τη βία, να επιστρέφει δηλαδή στις αρχές του 20ου αιώνα».

Η ζοφερή διαπίστωση- το παρελθόν

Η τελευταία φράση της κ. Κεφαλά ότι σήμερα το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μετάβαση και μοιάζει να επιστρέφει στις αρχές του 20ου αιώνα ανασύρει εφιαλτικές μνήμες και προκαλεί εύλογη ανησυχία, καθώς είναι πολλοί πλέον οι διανοητές που συγκρίνουν τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα με τις συνθήκες πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κάνοντας την αναγκαία ιστορική αναδρομή, η κ. Κεφαλά θυμίζει, μιλώντας στο Αθηναϊκό/ Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ότι ο πόλεμος 1914- 1918 ονομάστηκε «Μεγάλος Πόλεμος», εκφράζοντας το δέος που προκάλεσε εξαιτίας του τεράστιου πλήθους των νεκρών, της έκτασής του, της μακράς του διάρκειας αλλά και των σαρωτικών του αποτελεσμάτων. Πράγματι, την επαύριο του Μεγάλου Πολέμου δύο αυτοκρατορίες -η οθωμανική και η αυστρουγγρική- εξαφανίστηκαν και στη θέση τους εμφανίστηκαν νέα έθνη- κράτη, ενώ μία τρίτη, η ρωσική, κατέρρευσε από την Επανάσταση του 1917. Όσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, επέστρεψαν και αυτές στον απομονωτισμό τους, αφήνοντας όμως ως ηθικό και πολιτικό κληροδότημα τα περίφημα «14 σημεία» του Προέδρου Ουίλσον.

Ωστόσο παρατηρεί η κ. Κεφαλά, «παρά τις σαρωτικές αυτές αλλαγές, το διεθνές σύστημα δεν άλλαξε αλλά είχε παραβιαστεί βάναυσα η θεωρία της ισορροπίας της ισχύος, με την πλήρη εκμηδένιση της Γερμανίας. Κατά συνέπεια, η εκδήλωση του γερμανικού ρεβανσισμού ήταν θέμα χρόνου και δεν άργησε να εμφανιστεί με το ειδεχθέστερο πρόσωπο, αυτό του φασισμού. Έτσι, οδηγούμαστε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξίσου μακροχρόνιο, καταστροφικό και εκτεταμένο αλλά ακόμα πιο φρικτό λόγω της ναζιστικής θηριωδίας, που βρίσκει την πλήρη έκφρασή της στο Ολοκαύτωμα. Εξίσου σαρωτικές όμως ήταν και οι αλλαγές που επέφερε αυτός ο πόλεμος: οι παλιές μεγάλες δυνάμεις υποβαθμίζονται και την θέση τους καταλαμβάνουν οι δύο υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, ενώ η εμφάνιση των πυρηνικών όπλων απομακρύνει το ενδεχόμενο ενός Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου, όχι όμως τους περιφερειακούς πολέμους».

Με αυτά τα δεδομένα, προσθέτει, αποφασίζεται η αλλαγή της διεθνούς έννομης τάξης αλλά και του ηθικού και πολιτικού πλαισίου λειτουργίας του διεθνούς συστήματος, πράγμα που εκφράζεται με τη δημιουργία του ΟΗΕ, της Χάρτας και των οργάνων του, όπως επίσης και με τη δημιουργία των υπόλοιπων διεθνών και περιφερειακών Οργανισμών. Εγκαινιάζεται έτσι μία νέα αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος και το θεσμικό πλαίσιο που την πλαισιώνει στόχο έχει την εξισορρόπηση και την αποτροπή των κρατών από τη χρήση στρατιωτικής βίας.

Μία ακόμα αλλαγή που υφίσταται μεταπολεμικά το διεθνές σύστημα είναι η εμφάνιση δεκάδων νέων κρατών, αποτέλεσμα της αποαποικιοποίησης, αλλά και του χωρισμού του κόσμου σε δύο πόλους και στις αντίστοιχες σφαίρες επιρροής των δύο υπερδυνάμεων. Αν και εποχή ειρήνης, η πολιτική βία είναι παρούσα, καθώς οι δύο υπερδυνάμεις όχι μόνο δεν επιτρέπουν την παραμικρή αμφισβήτηση εκ μέρους των συμμάχων τους αλλά και προσπαθούν να προσεταιριστούν τα νέα κράτη που δημιουργήθηκαν.

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση- τα προβλήματα

Ωστόσο, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Κεφαλά, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 εμφανίζεται στις δυτικές κοινωνίες το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού και της δομικής ανεργίας, με πρώτα θύματα τους μετανάστες. Οι αυξανόμενες οικονομικές δυσχέρειες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών, με εξαίρεση τη Γερμανία, διαψεύδουν την αντίληψη μίας διαρκούς και αυξανόμενης ευημερίας και έχουν αρνητικές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες, όπως την εμφάνιση ακροδεξιών κομμάτων, που καθιστούν υπεύθυνους τους ξένους για όλα τα εθνικά δεινά. Ταυτόχρονα, η τεχνολογική πρόοδος, ο μονεταρισμός και η επέκταση των πολυεθνικών αλλάζουν τους κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού, περιορίζοντας τις δυνατότητες των κυβερνήσεων για δημόσιες δαπάνες και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Την ίδια ώρα, οι Ευρωπαϊκές Οικονομικές Κοινότητες μετατρέπονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία εντάσσονται σχεδόν όλες οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες.

Με βάση την επιστημονική προσέγγιση της κ. Κεφαλά και τις εκτιμήσεις της, είναι προφανές ότι στην ΕΕ δεν αμφισβητείται απλά το οικονομικό μοντέλο. Δοκιμάζεται όλο το οικοδόμημα όπως το οραματίστηκαν οι εμπνευστές του, ένα οικοδόμημα με ανοιχτές και δημοκρατικές κοινωνίες, με θεσμούς που θα υπερασπίζονται τις αξίες της Ευρώπης, την ενοποίηση κυρίως, που θα απέτρεπε στο μέλλον τον διχασμό, τη διαίρεση, τους εθνικισμούς, τη μισαλλοδοξία και τον φασισμό. Το μόνο αισιόδοξο στοιχείο είναι ότι η Ευρώπη, παρά την κρίση της, συνεχίζει να συζητά και να αναζητεί λύσεις. Και αυτό ίσως αποτελέσει το κριτήριο για να αποφευχθεί ίσως η επιστροφή στις αρχές του 20ου αιώνα.