29-08-16 Χαιρετισμός του Νίκου Φίλη στην τελετή έναρξης της συνεργασίας του Πανελληνίου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών και του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

“Με ιδιαίτερη χαρά κηρύσσω την έναρξη λειτουργίας του σχολείου διδασκαλίας της ποντιακής που αποτελεί τον πρώτο καρπό της ευρύτερης συνεργασίας που πρόσφατα εγκαινίασαν το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ποντίων Εκπαιδευτικών”, τόνισε ο υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Νίκος Φίλης στον χαιρετισμό του κατά την τελετή έναρξης της συνεργασίας του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών και των Πρυτανικών Αρχών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Την ομιλία εκφώνησε, εκπροσωπώντας το υπουργείο, ο Γ. Γραμματέας Δια Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς Παυσανίας Παπαγεωργίου, καθώς ο υπουργός δεν μπόρεσε να παραστεί στην εκδήλωση, ενόψει της ψήφισης του Νομοσχεδίου για τις Ρυθμίσεις για την Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση, τη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και άλλες Διατάξεις στις 30 και 31 Αυγούστου 2016 στη Βουλή.

Τη στιγμή ακριβώς που είναι διάχυτη η εντύπωση πως ομιλούμενες γλώσσες και διάλεκτοι φθίνουν αν όχι εξαφανίζονται, υπογράμμισε μεταξύ άλλων ο Νίκος Φίλης, προκύπτει η ανάγκη για οργανωμένες πρωτοβουλίες μάθησης, όπως αυτή που αναλάβατε, προκειμένου αυτές οι διάλεκτοι να αναζωογονηθούν και να αποτελέσουν εκ νέου μέσο για επικοινωνία αλλά και – γιατί όχι – για φρέσκια λογοτεχνική και καλλιτεχνική δημιουργία.

Ο ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΝΙΚΟΥ ΦΙΛΗ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ Δ.Σ ΤΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΠΟΝΤΙΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΥΤΑΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Αξιότιμε κ. Πρύτανη,

Αξιότιμε Πρόεδρε του Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών

Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,

Με ιδιαίτερη χαρά κηρύσσω την έναρξη λειτουργίας του σχολείου διδασκαλίας της ποντιακής που αποτελεί τον πρώτο καρπό της ευρύτερης συνεργασίας που πρόσφατα εγκαινίασαν το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ποντίων Εκπαιδευτικών. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία, η οποία κατά κάποιο τρόπο αποτελεί προϊόν του καιρού της. Με αυτό εννοώ ότι δεν θα μπορούσε να έχει αναπτυχθεί κάποιες δεκαετίες νωρίτερα, τότε που προτεραιότητα αποτελούσε η γλωσσική και πολιτισμική ομογενοποίηση του ελλαδικού πληθυσμού και ταυτόχρονα οι παλιότερες γενιές συχνά απέφευγαν να μεταδίδουν στις νεότερες, γλώσσες με περιορισμένη «αξία χρήσης», οι οποίες επιπλέον κουβαλούσαν το στίγμα της διαλέκτου «ως κατώτερου εκφραστικού μέσου». Έκτοτε, η γλωσσική ομογενοποίηση συντελέστηκε αμετάκλητα μέσω της εκπαίδευσης και των μαζικών μέσων επικοινωνίας και ταυτόχρονα, η αναπαραγωγή των λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών και διαλέκτων δεν μπορεί πλέον να εξασφαλιστεί μέσα από την οικογένεια και το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη για οργανωμένες πρωτοβουλίες μάθησης όπως αυτή που αναλάβατε. Και η ανάγκη αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι η αξία της γλώσσας – της μητρικής ή της ιστορικής γλώσσας μιας ομάδας – δεν εξαντλείται στην αξία χρήσης που προανέφερα. Υπάρχει ταυτόχρονα και η συναισθηματική και συμβολική αξία, υπάρχει και η ιστορική, αισθητική και πολιτισμική αξία.

Γλώσσα ή διάλεκτος;

Σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες γλωσσολόγους, από την άποψη της γραμματικής δομής και του λεξιλογίου δεν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στις γλώσσες και τις διαλέκτους. Για τη διαφορά των δύο χαρακτηριστική είναι η φράση του γλωσσολόγου Max Weinreich που συνήθιζε να επαναλαμβάνει και ο αείμνηστος Τάσος Χριστίδης «Γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό». Η ποντιακή και η κυπριακή θεωρούνται «διάλεκτοι» της νέας ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο, όπως σημειώνει ένας άλλος γλωσσολόγος, ο Φοίβος Παναγιωτίδης, η ελληνική γλώσσα αποτελεί με τη σειρά της σύνθεση της μοραΐτικης, της κρητικής, της επτανησιακής και – φυσικά – της καθαρεύουσας. Αυτό το συγκεκριμένο «κράμα» έμελε να είναι η επίσημη και κοινή γλώσσα που ομιλείται και καλλιεργείται στην Ελλάδα, την Κύπρο και τις ελληνικές παροικίες ανά τον κόσμο λόγω του ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε όχι στην Κύπρο, στην Τραπεζούντα ή στη Θεσσαλονίκη αλλά στη Νότια Ελλάδα, από όπου και επεκτάθηκε. Τα ρωμαίικα-ποντιακά αποτελούν λοιπόν μια από τις πολλές γλωσσικές ποικιλίες στο εσωτερικό της ελληνικής γλωσσικής οικογένειας.

Ενδεικτικό σε σχέση με τα παραπάνω είναι το γεγονός ότι ενώ στην ύστερη περίοδο του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας, η γλώσσα διδασκαλίας ήταν η καθαρεύουσα, λίγα χρόνια αργότερα και σε ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον – αυτό της ΕΣΣΔ – αναπτύχθηκε μια έντονη επιστημονική και ιδεολογική διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα, το ποια δηλαδή θα ήταν η επίσημη γλώσσα εκπαίδευσης (καθαρεύουσα, δημοτική ή τα ρωμαίικα-ποντιακά) καθώς και για το ποια μορφή θα έπαιρνε η γραφή της, με την επικράτηση τελικά της δημοτικής και του εικοσαγράμματου φωνητικού αλφάβητου.

Ο πολύ σημαντικός ποιητής, δημοσιογράφος και διανοούμενος της εποχής Κώστας Τοπχαράς (Κανονίδης), που έγραψε και την πρώτη γραμματική της ρωμαίικης-ποντιακής γλώσσας, υπήρξε αρχικά ένθερμος οπαδός του δημοτικισμού αλλά ακολούθως μετακινήθηκε στο στρατόπεδο των υποστηρικτών της ποντιακής. Το 1931 έγραφε στη δημοτική γλώσσα: «Βέβαια η Ποντιακή δεν ξεπερνά τα σύνορα της διαλέκτου και δεν αποτελεί ιδιαίτερη γλώσσα… Ο σκοπός του δασκάλου πρέπει να είναι η διδασκαλία της δημοτικής που είναι η κοινή γλώσσα και η ποντιακή διάλεκτος είναι μια πραγματικότητα στο πλαίσιο της οποίας η διδασκαλία αυτή θα γίνει». Λίγο αργότερα και αφού έχει ήδη εκδώσει την ποντιακή γραμματική του, ο Τοπχαράς γράφει στα ποντιακά αυτή τη φορά: «Η δημοτική είναι ζωντανή γλώσσα, αλλά όχι για τις μάζες μας, επειδή η γλώσσα αυτή δεν ομιλείτο και δεν ομιλείται από τις μάζες των εργαζομένων Ρωμιών της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά από τους κατωμερίτες τους Έλληνες, κάτω στην Ελλάδα».

Το γεγονός αυτό – που ασφαλώς ανήκει σε τελείως διαφορετική εποχή και πλαίσιο – το αναφέρω προκειμένου να καταδείξω ότι η προσπάθεια να βρουν χώρο και θέση οι γλωσσικές ποικιλίες που διαφοροποιούνται – εν προκειμένω σημαντικά – από την κοινή διάλεκτο που αποτελεί την επίσημη γλώσσα του έθνους-κράτους δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι μια ιστορία με παρελθόν. Ενδεχομένως να έχει φτάσει ο καιρός για κάποιες από αυτές, τη στιγμή ακριβώς που είναι διάχυτη η εντύπωση πως φθίνουν αν όχι εξαφανίζονται, να αναζωογονηθούν και να αποτελέσουν εκ νέου μέσο για επικοινωνία αλλά και – γιατί όχι – για φρέσκια λογοτεχνική και καλλιτεχνική δημιουργία.

Ελπίζοντας ότι δεν σας κούρασα, εύχομαι καλή επιτυχία στο επιμορφωτικό σας σεμινάριο και καλή αρχή για τη δημιουργική περιπέτεια του σχολείου σας.

Μαθέστε να καλατσέβετε ρωμαίικα…