ΤουΝίκου Τσούλια

Η όλη υπόθεση της μάθησης στη χώρα μας είναι ουσιαστικά υπόθεση σχολική και εκπαιδευτική πρωτίστως και επαγγελματική δευτερευόντως. Δεν έχει αυταξία και δεν συνδέεται με τη ανάπτυξη ενός μορφωτικού και πολιτισμικού ρεύματος και αυτό επιδρά ανασταλτικά στην κοινωνική πρόοδο του τόπου μας.

Στο ζήτημα αυτό διαμορφώνουμε ως λαός και μια μεγάλη αντίφαση. Ενώ θεωρούμε τη μάθηση και την εκπαίδευση των παιδιών μας ως το απόλυτα μείζον κοινωνικό μας πρόταγμα, δεν συνδέεται αυτή η προτεραιότητα με μια γενική φιλομαθησιακή αντίληψη, αλλά έχει απλά και μόνο στενά χρησιμοθηρικό περιεχόμενο για την επαγγελματική εξέλιξη και μάλλον «μια και έξω» αποκατάσταση των νέων.
Το στενά σχολειοκεντρικό «παράδειγμα» της μάθησης διαφαίνεται από τα πιο απλά στοιχεία μιας σχετικής προσέγγισης. Δεν διαβάζουμε, και η σχέση μας με το βιβλίο είναι φοβερά ελλειμματική και στρεβλή. Δεν διαβάζουμε για να μάθουμε ούτε για να μορφωθούμε σε μια κατεύθυνση ετερογνωσίας και αυτογνωσίας. Διαβάζουμε για μικρό χρονικό διάστημα στη ζωή μας συνολικά και κυρίως …για να περάσει η ώρα. Τα αναγνώσματα είναι μάλλον τα διαβαστερά μυθιστορήματα και η ανάλαφρη …λογοτεχνία των ευπώλητων βιβλίων, οι αθλητικές εφημερίδες και τα εμπορικού τύπου φυλλάδια.
Η αγορά και ο κύκλος του βιβλίου είναι φοβερά περιορισμένος και συνδέεται κυρίως με το είδωλο της «νέας κοπέλας». Οι δημόσιες βιβλιοθήκες μας …βλέπουν τη σκόνη να συσσωρεύεται στα βιβλία τους. Η εικόνα του ανοιχτού βιβλίου στα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι σπάνια και προκαλεί εντύπωση. Ακόμα πιο σπάνια είναι η εικόνα μας να διαβάζουμε στο γραφείο ή στο σαλόνι και η τηλεόραση να είναι κλειστή – κάτι τέτοιο θα ήταν ιεροσυλία στην κρατούσα υποκουλτούρα μας. Καμαρώνουμε με κίβδηλο πάθος για τους προγόνους μας, αλλά αν γίνει κάποια έρευνα ως προς το πόσοι Έλληνες έχουν διαβάσει έστω και ένα βιβλίο του Αριστοτέλη, το αποτέλεσμα θα είναι παρόμοιο με αντίστοιχης έρευνας σε ξένη χώρα! Μπορώ να ισχυριστώ – κάπως απλουστευτικά βέβαια – ότι η σχέση μας με την αρχαία ελληνική γραμματεία είναι μόνο γλωσσική και σχολική!
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της αντιπνευματικότητας έχει συμβεί και κάτι άλλο. Ταυτίζουμε σε μεγάλο βαθμό τηγνώσημε τηνπληροφορίαθεωρώντας ότι η διαδικασία της μάθησης είναι μια δραστηριότητα του σχολείου και του πανεπιστημίου και όσων εκ των επαγγελματιών επιθυμούν να έχουν μια εξέλιξη στο χώρο της εργασίας τους. Και εδώ προκύπτουν αρκετά μείζονα ερωτήματα. Αφού η τάση για μάθηση είναι έμφυτη – σύμφωνα και με το μεγάλο μας φιλόσοφο Αριστοτέλη -, πώς έχουμε κατορθώσει να στομώσουμε αυτή την τάση; Γιατί το σχολείο, το εκπαιδευτικό μας σύστημα και εμείς οι εκπαιδευτικοί δεν έχουμε καλλιεργήσει το πρώτο των πρώτων καθηκόντων μας και των ουσιωδών επιταγών της αγωγής: να μαθαίνουμε πώς να μαθαίνουμε και να μαθαίνουμε σ’ όλη μας τη ζωή; Γιατί το πολιτικό μας σύστημα δεν κατανοεί ότι για να έχει νόημα και αξία η δημοκρατία θα πρέπει να έχουμε δημιουργήσει ενεργούς πολίτες με άποψη για τα δημόσια πράγματα αλλά και για την ίδια τη ζωή, όπως συνέβαινε αιώνες και αιώνες πριν στην αθηναϊκή γη;
Αν προχωρήσουμε τη συζήτησή μας στο ποιο θα μπορούσε να είναι το «σώμα της μάθησης», έχω μια συγκεκριμένη πρόταση. Το περιεχόμενο της Γενικής Παιδείας, όπως αυτό περίπου παρέχεται στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα του εν λόγω «σώματος». Πιο συγκεκριμένα, τα γνωστικά αντικείμενα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης – και κυρίως του Γυμνασίου – παρέχουν τη βάση, την οποία όλοι πρέπει να κατέχουμε. Εδώ εννοώ όλα τα μαθήματα, ακόμα και εκείνα που μας φαίνονταν δύσκολα στο σχολείο. Για παράδειγμα το διάβασμα των Μαθηματικών, που εμπίπτει σ’ αυτή την κατηγορία, προσφέρει σημαντικά στοιχεία ορθολογισμού και καλλιέργειας του παραγωγικού και επαγωγικού λόγου, αρκεί να αναλογιστούμε την παιδαγωγική σημασία του «συνεπάγεται» στη μεθοδολογία τους και της συλλογιστικής διαδρομής των αποδείξεων. Και αυτό αφορά βέβαια την εξέλιξη όλων των σχολικών βιβλίων. Να αναθεωρήσουμε αλλά και να ανατρέψουμε τη σημερινή κρατούσα εικόνα της ακόμα και προ δεκαετιών σχέσης μας με το σχολικό βιβλίο των μαθητικών χρόνων ή της ευκαιριακής στήριξης των παιδιών μας στο διάβασμά τους! Αυτός ο πυρήνας μπορεί να συμπεριλάβει και τα γνωστικά αντικείμενα των δύο τύπων του Λυκείου, με εξαίρεση τα πολύ εξειδικευμένα βιβλία.
Τα σχολικά βιβλία υπάρχουν σχεδόν σε κάθε σπιτικό˙ εύκολα τα βρίσκουμε. Δεν αγαπιούνται δυστυχώς από πολλούς μαθητές και δεν βρίσκουν φωλιά στο δωμάτιό τους για τη μετασχολική ζωή τους – και ακόμα είναι πολύ φθηνά στην αγορά. Αν αρχίσουμε να ανάβουμε μια μικρή φλόγα μάθησης, θα εκπλαγούμε από τη μετέπειτα αντίδρασή μας, από τις φωτιές που θα απλώνονται στις ανησυχίες μας και στις δράσεις μας. Θα θέλουμε να διαβάζουμε ξανά και ξανά και θα γίνει η ανάγνωση καθημερινή μας ανάγκη και πρώτιστη και όμορφη επιλογή. Θα διαπιστώσουμε ότι θα αγαπήσουμε ένα μαθησιακό πεδίο – κάποιου παλιού μας ονείρου ή μιας υποσυνείδητης επιθυμίας ή μιας τωρινής πνευματικής μας αναζήτησης – και το πιο πιθανό να θελήσουμε να αποκτήσουμε μια πλήρη εικόνα περί αυτού του πεδίου. Από εκείνη τη στιγμή θα έχει αλλάξει η ζωή μας˙ θα έχουμε εισέλθει στον κόσμο του πνεύματος και θα νιώσουμε την ομορφιά του κόσμου και τη γοητεία του ίδιου του εαυτού μας…