H «καταιγίδα των εξετάσεων» που ενέσκηψε στο Λύκειο αλλάζει δραστικά τον ρόλο του εκπαιδευτικού. Ετσι, οι εκπαιδευτικοί παρουσιάζονται σαν τον Iανό, τον αρχαίο θεό των Pωμαίων, με δύο πρόσωπα: του δασκάλου και του τεχνοκράτη-ελεγκτή. Οσο περισσότερο απλώνονται οι εξεταστικές δοκιμασίες και αυξάνεται η βαθμολογική τους κρισιμότητα για την επιλογή/απόρριψη των μαθητών, τόσο συρρικνώνεται ο παιδαγωγικός ρόλος των εκπαιδευτικών και γενικότερα ο μορφωτικός ρόλος του σχολείου.
Παραφράζοντας τον ποιητή, ισχύει ότι «όταν ακούω τράπεζα θεμάτων και εθνικό οργανισμό εξετάσεων, ανθρώπινο κρέας μού μυρίζει». Οι περίπου 75.000 μαθητές-πειραματόζωα της Α’ Λυκείου θα εξεταστούν σε θέματα που θα προέρχονται κατά 50% από τράπεζα θεμάτων και σε αυξημένη ύλη που είναι αδύνατο να καλυφθεί διδακτικά, έστω και στοιχειωδώς. Οι γραφειοκράτες του υπουργείου αναμασούν τα περί «ποιοτικής διδασκαλίας», «κριτικής ικανότητας και αναστοχασμού των μαθητών», αλλά οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί που αναπνέουμε καθημερινά κιμωλία και αφουγκραζόμαστε την αγωνία των μαθητών μας, γνωρίζουμε ότι η μετατροπή του Λυκείου σε απέραντο εξεταστικό ναρκοπέδιο εντείνει τη στείρα απομνημόνευση, μετατρέπει τους μαθητές μας σε «άλογα κούρσας» με αποτέλεσμα την προσφυγή στα φροντιστήρια για προμήθεια συνταγών επιτυχίας.
Τότε η παραπαιδεία κερδίζει έδαφος ως «σώμα και ως πνεύμα» μέσα κι έξω από τον σχολικό χώρο, εκτρέποντας το εκπαιδευτικό έργο στη δική της λογική. Πέρα από τον μαζικό αποκλεισμό των υποψηφίων, κυρίως από τις ασθενέστερες τάξεις και στρώματα και τις απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, οι εξετάσεις επιβάλλουν έναν ολοκληρωτικό έλεγχο στην εκπαιδευτική διαδικασία από το Δημοτικό μέχρι το Πανεπιστήμιο. Ειδικότερα ως «καλό» σχολείο αναγορεύεται αυτό που μιμείται το φροντιστήριο. Αυτό δηλαδή που καλουπώνει και παραδίδει αποσπασματικές γνώσεις χρήσιμες για τις εξετάσεις. Στο νέο Λύκειο το «πνεύμα του φροντιστηρίου» δεν έχει απλά δημιουργήσει τις δικές του αποικίες στον σχολικό χώρο, αλλά έχει επικρατήσει ολοκληρωτικά, έχει επιβάλει τη λογική του, στις διαδικασίες της σχολικής τάξης.
Αν ρίξει κάποιος μια ματιά στα αναλυτικά προγράμματα και τα σχολικά βιβλία θα έρθει έκπληκτος με ένα αντιφατικό φαινόμενο. Τα βιβλία είναι «γεμάτα» γνώσεις, αγγίζουν όλο και πιο πολλές και όλο και πιο σύγχρονες πλευρές της επιστήμης και του πολιτισμού και όμως οι μαθητές που μορφώνονται από αυτά τα βιβλία δεν μπορούν να σκεφθούν κριτικά. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ποσοτικό αλλά κυρίως ποιοτικό.