Το μάθημα των ΘρησκευτικώνΠέρυσι τον Οκτώβριο, οι ανακοινώσεις του τότε υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Νίκου Φίλη από το βήμα της Βουλής, ότι δηλαδή το μάθημα των Θρησκευτικών πρόκειται να αλλάξη χαρακτήρα, είχαν σαν αποτέλεσμα να προκληθή θύελλα αντιδράσεων σε όλη την εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και στον εκκλησιαστικό χώρο. Ακολούθησε η συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τον Πρωθυπουργό, τον υπουργό Παιδείας και τον υπουργό Εθνικής Αμύνης, όπου ο κ. Ιερώνυμος, εξερχόμενος από την συζήτηση είχε δηλώσει, «οι όποιες παρεξηγήσεις λύθηκαν», ο δε κ. Καμμένος χαρακτηριστικά είχε πει τότε «η Εκκλησία και η Πολιτεία προχωρούν ενωμένες μέσα στο πνεύμα του διαλόγου». Μάλιστα από το πρωθυπουργικό γραφείο είχε αναφερθή ότι «Κατά την συνάντηση υπήρξε γόνιμος διάλογος και αποκαταστάθηκαν οι εκατέρωθεν παρεξηγήσεις, ως ουσιαστικό βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της συνεννοήσεως ανάμεσα στην Εκκλησία και την Πολιτεία. Και από τις δύο πλευρές εκφράστηκε η βούληση ο διάλογος να συνεχιστεί». Κατά την συνάντηση εκείνη είχε αποφασισθή η υποχρεωτικότητα του μαθήματος, η μη μείωση των ωρών διδασκαλίας και η ορθόδοξη κατεύθυνσή του καθώς και η δημιουργία επιτροπών και από τις δύο πλευρές, ώστε να καταλήξουν, μετά από συζητήσεις, στο τέλος του χρόνου, στην οριστική μορφή των νέων προγραμμάτων.
Ο Αρχιεπίσκοπος, στην Σύνοδο της Ιεραρχίας τον Οκτώβριο, είχε θέσει το ερώτημα σε εκείνα τα μέλη της Ιεραρχίας, τα οποία διαφωνούσαν με την συμφωνία που είχε επιτευχθή «Τι θέλετε; Πόλεμο και αίμα»; Και είχε δικαιολογήσει την στάση του λέγοντας ότι επίκειται η αναθεώρηση του Συντάγματος και ότι υπάρχει η δέσμευση από την Κυβέρνηση, όπως λέγεται, ότι δεν θα πειραχθή το άρθρο 3 ούτε η παράγραφος 3 του άρθρου 13, με τα οποία διέπονται οι σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία, αλλά και ορίζονται οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και είχαν ορισθή τότε τρεις Ιεράρχες, ο Ύδρας κ. Εφραίμ, ο Μεσογαίας κ. Νικόλαος και ο Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, για να να διεξάγουν τον διάλογο με την Πολιτεία για το μάθημα των Θρησκευτικών. Και μάλιστα οι Μητροπολίτες Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος και Σιατίστης κ. Παύλος είχαν αρνηθή να συμμετάσχουν στην επιτροπή αυτή, επειδή διαφωνούσαν με την απόφαση να ξεκινήση ο διάλογος από μηδενική βάση και όχι με βάση το παλαιό πρόγραμμα διδασκαλίας του μαθήματος.
Ακολούθησε η γνωστή δήλωση του Αρχιεπισκόπου για το πρόσωπο του κ. Φίλη, όπου μεταξύ των άλλων είχε αναφέρει ότι «ο κ. Φίλης είναι ένας προβληματικός άνθρωπος. Άλλα λέει το βράδυ και άλλα λέει το πρωί, είναι ασυνεπής. Και το λέω αυτό ως Αρχιεπίσκοπος. Ασυνεπής στις σχέσεις και στα λόγια του», με αποτέλεσμα την παύση του κ. Φίλη και την ανάληψη των καθηκόντων από τον κ. Γαβρόγλου ως νέου υπουργού. Στις πρώτες δηλώσεις του ο νέος υπουργός, μεταξύ των άλλων, είχε τονίσει «Το εννοώ καμμία απολύτως αλλαγή δεν θα γίνη, γιατί και ο Αρχιεπίσκοπος έχει συμφωνήσει στο Μέγαρο Μαξίμου με τον κ. Φίλη και τον πρωθυπουργό για το τι θα ακολουθήσουμε και βεβαίως θα το ακολουθήσουμε. Περιμένουμε τις προτάσεις επιτροπής που έχει συγκροτήσει η Εκκλησία για τα προγράμματα σπουδών και θα τα αξιολογήσουμε, ώστε να οδηγηθούμε στη συγγραφή βιβλίων». Ο δε Μητροπολίτης Δημητριάδος, σε συνέντευξή του, ανέφερε «ετοιμάζεται το υλικό για τα νέα βιβλία από την επιτροπή που έχει ορισθή από την Ιεραρχία και αφού γίνουν δεκτές οι προτάσεις της επιτροπής από την Ιεραρχία στην συνέχεια θα συζητηθούν με την αντίστοιχη επιτροπή της Πολιτείας, ώστε στο τέλος της χρονιάς, όπως έχει συμφωνηθή τον Οκτώβριο, να καταλήξουν σε ένα κοινό συμπέρασμα, ώστε τα νέα βιβλία να είναι ορθοδόξου χαρακτήρα και το μάθημα να διδάσκεται από τους θεολόγους».
Το πρόβλημα του μαθήματος των Θρησκευτικών έγκειται στο γενικότερο πρόβλημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Στην όλη προσπάθεια της Πολιτείας να αλλάξη τον Ορθόδοξο Χριστιανικό χαρακτήρα της Ελλάδος τα τελευταία σαράντα χρόνια θεσπίζει μία σειρά από νόμους, όπου μεταξύ των άλλων νομιμοποιείται η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η θέσπιση του πολιτικού γάμου, η αποτέφρωση των νεκρών, διαγράφεται το θρήσκευμα από τις ταυτότητες, γίνεται η χρήση του όρου θρησκευτική ουδετερότητα για το Κράτος, ακόμα καταργείται ο θρησκευτικός όρκος από τους βουλευτές, όταν αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους κάτι που αντιβαίνει προς το Σύνταγμα. Έτσι και η προσπάθεια της Πολιτείας τα τελευταία χρόνια να αλλάξη τον χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών σε θρησκειολογικό οφείλεται στο πλαίσιο της αλλαγής του χριστιανικού χαρακτήρα της Χώρας μας, ενώ για την Εκκλησία ο ορθόδοξος χαρακτήρας του μαθήματος είναι επιβεβλημένος, όπως και η υποχρεωτική παρακολούθησή του, διότι η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών στα σχολεία είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, την στιγμή μάλιστα που το Σύνταγμα ορίζει ότι «η Παιδεία σκοπό έχει εκτός των άλλων και την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων».
Για την Εκκλησία το ζήτημα του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι καθοριστικής σημασίας, αφού, όπως έχει ορισθή, στις 8 και 9 Μαρτίου η Ιεραρχία θα συνεδριάση για το θέμα αυτό, για τρίτη φορά μέσα σε έξι μήνες. Και μάλιστα ορίσθηκε να πραγματοποιηθή και έκτακτη συνεδρία το απόγευμα της πρώτης ημέρας, με θέμα τα Θρησκευτικά και την διδασκαλία τους στην Μέση Εκπαίδευση. Εισηγητής δε στην έκτακτη αυτή συνεδρία θα είναι ο συνοδικός Μητροπολίτης κ. Ιερόθεος. Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου σε δηλώσεις του στην εφημερίδα Καθημερινή τον Νοέμβριο είχε ταχθή με το παλαιό πρόγραμμα σπουδών και είχε αναφέρει ότι «στο τρέχον πρόγραμμα με την μεθοδολογία του, να γίνουν μερικές βελτιώσεις, δηλαδή να εισαχθούν σε κάθε βιβλίο –όχι σε κάθε μάθημα– μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ανάλογα με την θεματολογία του βιβλίου, αφού όμως δοθή προτεραιότητα στην ορθόδοξη παράδοση, την οποία ακολουθεί η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών». Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι η έκτακτη αυτή συνεδρία ορίσθηκε λίγο μετά από δημοσιεύματα που ανέφεραν ότι η Κυβέρνηση είναι αποφασισμένη αλλά και ανυποχώρητη να εφαρμόση τις επιλογές της και ότι ακόμα και εάν δεν υπάρξη χρόνος να γραφτούν νέα βιβλία το υπουργείο θα αντικαταστήση όλα τα παλαιά σχολικά βιβλία με την νέα χρονιά με τον «Φάκελο Θρησκευτικά». Χαρακτηριστική δε ήταν η δήλωση του προέδρου του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, κ. Γερ. Κουζέλη, ο οποίος ανέφερε ότι «θα υπάρξουν σαρωτικές αλλαγές».
Είναι φανερό ότι οδηγούμαστε και πάλι σε μία νέα σύγκρουση της Εκκλησίας με την Πολιτεία για το μάθημα των Θρησκευτικών. Και είναι απορίας άξιον, γιατί η Κυβέρνηση σε μία τόσο ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την Χώρα μας, όταν μάλιστα κατηγορείται ότι το έργο της δεν έχει να επιδείξη τίποτε το σπουδαίο, αθετεί και πάλι τον λόγο της. Όμως το ερώτημα που τίθεται είναι ποιός τελικά είναι ο “προβληματικός”, αφού αν και αντικαταστάθηκε ο κ. Φίλης η κυβέρνηση συνεχίζει να είναι ασυνεπής τόσο στις σχέσεις της όσο και στα λόγια της με την Εκκλησία. Δυστυχώς, επειδή η Εκκλησία είναι ο μόνος θεσμός, ο οποίος μπορεί να αντιδράση στην αποχριστιανοποίηση και στον αφελληνισμό, στον οποίο οδηγείται η Πατρίδα μας, εξ αιτίας των επιλογών της Πολιτείας, ο “πόλεμος” και το “αίμα” δείχνει να είναι μονόδρομος.Γ.Κ.Τ.