Το μάθημα της έκθεσης, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (και χωρίς να είναι η καλύτερη δυνατή διαμόρφωση για την ανάπτυξη της δυνατότητας των παιδιών να εκθέτουν και να εκφράζουν συγκροτημένα τις απόψεις τους), αποτελεί συχνά έναν αδύνατο κρίκο στη μαθητική πορεία του παιδιού.

Της Ελευθερίας Παπαστεφανάκη*

Ορθογραφία, σύνταξη, πενία ιδεών, λογικά άλματα, αδύνατα επιχειρήματα, αδυναμία κατανόησης του θέματος (που, βέβαια, 99% παραμένει ένα αναμάσημα τετριμμένων θεματικών), χαρακτηρίζουν τα γραπτά μεγάλου αριθμού μαθητών. Εδώ, προκύπτουν τα παράδοξα όμως. Γιατί τα παιδιά (κάθε ηλικίας) αδυνατούν να εκφράσουν κάποιες ιδέες μέσα από το γραπτό λόγο; Φυσικά μπορούμε να αναφέρουμε πολλούς παράγοντες που μας δίνουν απαντήσεις: οικογενειακό περιβάλλον, απουσία εξωσχολικών αναγνωσμάτων, κενά του παιδιού, χαμηλού επιπέδου εξωσχολικές δραστηριότερες κτλ. Εδώ όμως θέλουμε να σταθούμε σε δύο βασικά αιτία, που πιστεύουμε ότι αποτελούν το βασικό κλειδί του προβλήματος. Το πρώτο από αυτά είναι το αρχικό «σοκ» της μετάβασης του παιδιού από τον προφορικό λόγο, στην κατάκτηση του γραπτού λόγου.

Το δεύτερο είναι η απόσταση μεταξύ των έξεων και ενδιαφερόντων που καλλιεργεί το παιδί από τη λόγια και εγγράμματη πραγματικότητα. Αν παρατηρήσουμε ένα παιδί από την ηλικία των 3 – 4 ετών, θα διαπιστώσουμε ότι τόσο λεκτικά, όσο και σωματικά ξέρει πολύ καλά να εκφράζεται, να μετέρχεται λεπτούς κώδικες επικοινωνίας, να αποζητά με χίλιους εκφραστικούς τρόπους την προσοχή της μαμάς του και του μπαμπά του ή να εκφράζει τη δυσφορία του. Αν αρνηθούμε τη σαββατιάτικη έξοδο σε ένα έφηβο παιδί, όσο κακός μαθητής και να είναι στο μάθημα της έκθεσης, τότε θα δούμε να εκρήγνυται, να γίνεται λαλίστατος και να εκφράζει χίλια δυο επιχειρήματα και διαμαρτυρίες, που στερούμε της ελευθερία του, που έχει σκάσει, που θέλει να δει τους φίλους του κτλ. Αν ακούσουμε ένα έφηβο παιδί να μιλά στο τηλέφωνο με το φίλο του (με τις ώρες), θα διαπιστώσουμε ότι ο λόγος του και δομή έχει, και λογικά επιχειρήματα εκφράζει και τις ιδέες του τις εκθέτει άριστα.

Διαπιστώνουμε λοιπόν το παράδοξο˙ ενώ όλα τα παιδιά διαθέτουν πλούσια εκφραστικά μέσα και μπορούν λεκτικά να εκφράσουν ένα καταιγισμό ιδεών ή να εκθέσουν απόψεις και στάσεις προφορικά, όταν κάνουν το άλμα στο γραπτό λόγο κομπιάζουν, φοβούνται και τα χάνουν. Το πρώτο που έχει συμβεί στο παιδί είναι το «σοκ» της μετάβασης από τον προφορικό λόγο, που ήδη κατέχει από το σπίτι του, στο γραπτό λόγο, που το σχολείο προσπαθεί να του διδάξει, ώστε να αποκτήσει έναν καινούριο κώδικα: τη γραπτή μορφή του λόγου (το πρόβλημα αυτό οξύνεται όταν το παιδί προέρχεται και από ένα περιβάλλον, όπου επικρατεί ένα ιδίωμα της εθνικής γλώσσας).

Το σχολείο με τη γλωσσική του πολιτική υποσκάπτει τους διακηρυγμένους στόχους του και εμποδίζει τους μαθητές να διευρύνουν το σημασιολογικό δυναμικό τους με τη γλώσσα του σχολείου. Από εκεί λοιπόν το παράδοξο των καλών ομιλητών και ταυτόχρονα κακών μαθητών στην έκθεση, που χαρακτηρίζει πολλά παιδιά. Η μέθοδος διδασκαλίας λοιπόν, μαζί με την οικογενειακή στήριξη, μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να κατακτήσει σιγά σιγά το δυναμισμό στην γραπτή έκθεση των ιδεών του.

Η διδασκαλία της γραφής μπορεί να διδάσκεται ως φυσική συνέχεια της ζωγραφικής με κείμενα αποκλειστικά των ίδιων των μαθητών και όχι από σχολικά αλφαβητάρια ή αναγνώσματα «ανώτερου» γλωσσικού κώδικα, ή αναμασημένων ιδεών. Η επιτυχής πορεία του μαθητή συνδέεται και με την καλλιέργεια στα νεαρά άτομα «λόγιων» ενδιαφερόντων, όπως την αγάπη για τη λογοτεχνία, την ανάγνωση εφημερίδων, την ενασχόληση με τη μουσική ή το θέατρο. Αυτός είναι ο δεύτερος βασικός παράγοντας, που μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτύξουν την ικανότητα να εκφράζονται με άνεση και γλαφυρότητα μέσω του γραπτού λόγου. Δυστυχώς, όμως, η μεγάλη πλειοψηφία τόσο των γονέων, όσο και των παιδιών (που φυσικά μιμούνται τους ενήλικους), εγκλωβίζονται σε δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, που δεν προάγουν την πνευματική καλλιέργεια και την έκφραση (τηλεόραση, ηλεκτρονικά παιχνίδια, ταινίες του συρμού, μαζική κουλτούρα κτλ).

Η λογοτεχνική παραγωγή (ελληνική ή ξένη) παραμένει άγνωστη στα παιδιά. Πολλοί γονείς δαπανούν αρκετά χρήματα για την αγορά άχρηστων και αντιπαιδαγωγικών παιχνιδιών, ενώ θα μπορούσαν πολύ ουσιαστικότερα να αφιερώσουν λίγο χρόνο για να διαβάσουν με τα παιδιά τους ένα λογοτεχνικό βιβλίο, έτσι ώστε τα παιδιά να αποκτήσουν έναν πλούτο ιδεών και εκφραστικών μέσων. Τελειώνοντας, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι θίξαμε ένα μικρό μόνο (αλλά δομικό) κομμάτι του προβλήματος, καθώς φυσικά στο ζήτημα της έκθεσης εμπλέκονται και πολλοί άλλοι παράγοντες της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι η βαρύτητα του μαθήματος της έκθεσης έκφρασης, είναι μεγάλη, καθώς βοηθά την ανάπτυξη του αισθήματος της επικοινωνίας, που είναι τόσο βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης υπόστασης και της επιτυχούς πορείας του ανθρώπου στον κοινωνικό, επαγγελματικό, προσωπικό, οικογενειακό τομέα της ζωής του.

* Η Ελευθερία Παπαστεφανάκη είναι Φιλόλογος, Υπ. Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης