Αρχές δεκαετίας του ’90. Η φινλανδή υπουργός Παιδείας επισκέπτεται τον σουηδό ομόλογό της, ο οποίος θα της πει ότι μέχρι το 2000 το σουηδικό εκπαιδευτικό σύστημα θα βρισκόταν στην κορυφή του κόσμου. Εκείνη θα του απαντήσει πως ο στόχος της δικής της χώρας είναι πολύ πιο μετριοπαθής. Της αρκεί να βρεθεί μπροστά από τη Σουηδία. Πράγματι, βάσει όλων των διεθνώς αποδεκτών κριτηρίων, μέσα σε λίγα χρόνια η Φινλανδία ξεπέρασε τη Σουηδία. Παρεμπιπτόντως, στους περισσότερους κρίσιμους δείκτες κατέκτησε κι εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως. Εάν ενδιαφέρει και την Ελλάδα η περίπτωση της σκανδιναβικής χώρας, δεν είναι επειδή το εκπαιδευτικό της σύστημα, με έμφαση στο σχολείο, έχει καταστεί αντικείμενο συστηματικής μελέτης από όλες τις χώρες που αποδίδουν αξία στην παιδεία, δεν είναι επειδή πρόκειται για μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα -είναι επειδή πρόκειται για μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα που αντιμετώπισε πολύ σοβαρή οικονομική κρίση το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90 και παρ’ όλα αυτά, ή ακριβέστερα, επιχειρώντας να την ξεπεράσει, δημιούργησε ένα αξιοζήλευτο εκπαιδευτικό πρότυπο.
Βεβαίως, δεν υπάρχει κάποια «μαγική» φινλανδική φόρμουλα, την οποία απλώς μπορούμε να αντιγράψουμε. Έτσι κι αλλιώς αρκετά στοιχεία της δικής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης για αντικειμενικούς λόγους δεν είναι είτε επιθυμητό είτε εφικτό να υιοθετήσουμε.
Άλλωστε, αν κάτι κάνει τόσο ξεχωριστή την επιτυχία των φινλανδών είναι ότι αγνόησαν ορισμένες από τις χαρακτηριστικότερες επιταγές μιας εκπαιδευτικής ορθοδοξίας που έχει διαμορφωθεί διεθνώς κι αντ’ αυτού λειτούργησαν με πνεύμα εκλεκτισμού, συναρθρώνοντας στοιχεία που είχαν ήδη και χρειάζονταν ενίσχυση ή αναπροσαρμογή με στοιχεία που υπήρχαν σε άλλα εκπαιδευτικά συστήματα, τα οποία ωστόσο εισήγαγαν στο δικό τους με πολύ στοχευμένους και προσεκτικούς χειρισμούς.
Σ’ αυτήν τη μικρή σκανδιναβική χώρα επιμένουν να καλλιεργούν στο σχολείο τη συνεργασία, αντί για τον ανταγωνισμό, να συγκροτούν ένα χαλαρό περιβάλλον μάθησης, αντί να δίνουν προτεραιότητα στις εξετάσεις, να αδιαφορούν για κάθε είδους τυποποίηση και να μην αξιολογούν τους εκπαιδευτικούς ούτε να εξαρτούν τη χρηματοδότηση των σχολείων από τις επιδόσεις των μαθητών.
Και, βέβαια, δε μπήκαν στον πειρασμό των ιδιωτικοποιήσεων. Η εκπαίδευση θεωρείται, αυτονόητα, δημόσιο αγαθό. Το 97,5% των πόρων που διατίθενται για αυτήν είναι δημόσιοι. Ως αποτέλεσμα, η Φινλανδία διαθέτει τους πιο μορφωμένους πολίτες στον κόσμο, παρέχει ίσες ευκαιρίες μόρφωσης κι αξιοποιεί με μεγάλη αποτελεσματικότητα τους σχετικούς πόρους.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια συναρπαστική ιστορία. Και μας αφορά -πώς συγκροτείται η δημόσια πολιτική, πώς εμπλέκεται ενεργά η ίδια η εκπαιδευτική κοινότητα, πώς δημιουργείται ευρεία κοινωνική συναίνεση ως προς τους στόχους και τις μεθόδους κ.ο.κ.- ιδίως καθώς στη δική μας περίπτωση η πιο γνωστή και σημαντική μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση εξακολουθεί να είναι «η μεταρρύθμιση που δεν έγινε» (κατά την ομότιτλη κλασική μελέτη του Αλέξη Δημαρά).
Αυτήν την ιστορία αφηγείται στα Φινλανδικά Μαθήματα ο Pasi Sahlberg, μια σημαίνουσα προσωπικότητα της εκπαίδευσης στη χώρα του, την οποία κι επί μακρόν υπηρετεί με διάφορες ιδιότητες. Και μας προειδοποιεί από τις πρώτες σελίδες: «Σε αυτή την εποχή των άμεσων αποτελεσμάτων, η εκπαίδευση απαιτεί μια διαφορετική νοοτροπία. Η μεταρρύθμιση των σχολείων αποτελεί μια σύνθετη και αργή διαδικασία. Η επίσπευση αυτής της διαδικασίας σημαίνει την καταστροφή της».
Εδώ δε θα αναφερθούμε ούτε στην ιστορική εξέλιξη της φινλανδικής εκπαίδευσης, ούτε στις επιμέρους δομές της και συναφή ζητήματα ειδικότερου ενδιαφέροντος που αναλύει με μεθοδικό τρόπο ο συγγραφέας, αλλά θα επιμείνουμε στο βασικό πνεύμα της, στις αρχές στις οποίες θεμελιώνεται και στις αξίες που θέλει να μεταδώσει. Εάν επιθυμούσαμε να συμπυκνώσουμε τη γενική εικόνα εστιάζοντας στους μαθητές, η σύγκριση με τη χώρα μας θα ήταν αποκαρδιωτική.
Οι φινλανδοί αρχίζουν το σχολείο ένα χρόνο αργότερα, στα επτά τους, αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στη μελέτη (περιττό να ειπωθεί: δεν ξέρουν τι θα πει φροντιστήριο) -κι επομένως παίζουν περισσότερο- αγχώνονται πολύ λιγότερο καθώς δίνουν ελάχιστες εξετάσεις στις οποίες εξίσου ελάχιστη σημασία αποδίδεται, μετέχουν ενεργητικά σε ένα ανοιχτό, διαδραστικό μαθησιακό περιβάλλον που δίνει έμφαση στη συνεργασία και τη δικαιοσύνη.
Το σχολείο τους είναι ένα όμορφο, «ζεστό» περιβάλλον που υποβάλλει την αίσθηση της οικειότητας. Αφήνουν τα παπούτσια τους στην είσοδο και προσφωνούν τους δασκάλους τους με το μικρό τους όνομα. Τελικά μορφώνονται, με την ουσιαστική έννοια του όρου, ως άνθρωποι κι ως πολίτες, αλλά επιπλέον και «χρήσιμες» δεξιότητες αναπτύσσουν.
Και στην Ελλάδα, πάντως, μπήκε στις ράγες, λέει, μια (ακόμη) μεταρρύθμιση του Λυκείου, η οποία βεβαίως-βεβαίως έχει και πάλι να κάνει με το αγαπημένο μας θέμα, δηλαδή τις εξετάσεις στο Λύκειο και τον τρόπο εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. Εάν δεν το πήρατε χαμπάρι, ανατρέξτε στα μονόστηλα των εφημερίδων, πριν από κάνα δίμηνο, όταν πέρασε ο σχετικός νόμος στη Βουλή.
Ας σοβαρευτούμε. Ένας θεμελιώδης παράγοντας της φινλανδικής επιτυχίας είναι -πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;- οι εκπαιδευτικοί. Προσοχή όμως. Σύμφωνα τουλάχιστον με τον Sahlberg, το σημαντικότερο, για μια κοινωνία που στ’ αλήθεια μπορεί να συλλάβει ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο, δεν είναι η επιστημονική κατάρτιση των εκπαιδευτικών (που κι αυτή απαραίτητη συνθήκη είναι), αλλά «να εξασφαλίσουμε ότι η δουλειά τους στα σχολεία βασίζεται στην επαγγελματική αξιοπρέπεια και τον κοινωνικό σεβασμό, ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν το σκοπό να ακολουθήσουν τη διδασκαλία ως επάγγελμα ζωής».
Αυτά δεν είναι λόγια του αέρα. Σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες, για τους φινλανδούς το επάγγελμα του δασκάλου είναι αυτό με το υψηλότερο κοινωνικό κύρος από κάθε άλλο! Για να γίνει κάποιος δάσκαλος θα πρέπει να φοιτήσει σε μια παιδαγωγική σχολή και κατόπιν οπωσδήποτε να κάνει ένα διετές μεταπτυχιακό πρόγραμμα.
Όντας δάσκαλος πια, δε διδάσκει πολλές ώρες, αλλά αφιερώνει σημαντικό τμήμα του χρόνου του, από κοινού με τους συναδέλφους του, στο σχεδιασμό ή στην αποτίμηση του αναλυτικού προγράμματος και γενικότερα στο διαρκή αναστοχασμό κάθε πτυχής της εκπαιδευτικής διαδικασίας που, ευτυχώς, δεν ελέγχεται ασφυκτικά από το Υπουργείο Παιδείας (υπενθύμιση: άλλο δημόσιο αγαθό, άλλο κρατισμός).
Η σύγκριση με αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι συντριπτική. Η καταβαράθρωση του μισθού των εκπαιδευτικών έρχεται πια να συνδυαστεί -με τη διαθεσιμότητα και τα παρακολουθήματά της- με συνθήκες ακραίας επαγγελματικής ανασφάλειας και τη συνακόλουθη απαξίωση του επαγγέλματος, την οποία παρακολουθεί ανήμπορη ή αδιάφορη μια κοινωνία που ανέκαθεν αντιμετώπιζε λίγο-πολύ εργαλειακά την εκπαίδευση (ως μέσο για επαγγελματική αποκατάσταση και κοινωνική άνοδο).
Η συγκρουσιακή κατάσταση στην οποία λαμβάνουν χώρα οι όποιες αλλαγές πλήττουν ακόμη περισσότερο την έτσι κι αλλιώς χαμηλή εμπιστοσύνη που χαρακτηρίζει τις κοινωνικές ομάδες μεταξύ τους, και βεβαίως με το κράτος. Το κοινωνικό κόστος που θα έχει αυτή η διαλυτική κατάσταση θα φανερωθεί στην πληρότητά του στο μέλλον. Προφανώς, το ίδιο πράγμα απεικονίζεται στα καλοσχεδιασμένα powerpoint των σοφών τεχνοκρατών της Τρόικας ως εξοικονόμηση κι εξορθολογισμός.
Στην πιθανή ένσταση ότι ένα κράτος υπό χρεοκοπία δεν έχει πολλά περιθώρια, ακόμη κι ένα αμιγώς οικονομικίστικο σκεπτικό αν ακολουθήσουμε, η απάντηση έρχεται και πάλι από τη Φινλανδία.
Όταν τη δεκαετία του ’90 χτυπήθηκε από την κρίση (ανεργία 20%, μείωση ΑΕΠ 13%, υψηλό δημόσιο χρέος, κλυδωνισμός τραπεζικού συστήματος) η κοινωνία αντέδρασε με σύνεση, αυτοπεποίθηση και συναίνεση κι επέλεξε να αλλάξει οικονομικό μοντέλο: από την ξυλεία και την παραδοσιακή βιομηχανία έδωσε πια έμφαση στην τεχνολογία και την καινοτομία (π.χ. Nokia), που θα πει έδωσε μέγιστη προτεραιότητα στην εκπαίδευση και την έρευνα, αυξάνοντας τους σχετικούς πόρους (και βεβαίως επανασχεδιάζοντας την κατανομή τους), την ίδια στιγμή που έκανε δραματικές περικοπές αλλού.
«Η εκπαίδευση θεωρήθηκε απαραίτητη επένδυση -όχι απλώς δαπάνη- για να βοηθήσει στην ανάπτυξη της καινοτομίας, παίζοντας το ρόλο του τρίτου παράγοντα στο φινλανδικό τρίγωνο της γνώσης και της καινοτομίας». Εμείς κάνουμε το αντίστροφο: η περικοπή των πόρων γίνεται κατεξοχήν σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος και στην επιστημονική έρευνα, λες και θέλουμε να ευτοεγκλωβιστούμε σε ένα μοντέλο χαμηλού εργασιακού κόστους, χαμηλής ειδίκευσης κι αμορφωσιάς. Όσο περισσότερο συνεχίζουμε σ’ αυτήν την κατεύθυνση, τόσο πιο πιθανό γίνεται κάποια στιγμή να γραφτούν τα ελληνικά μαθήματα. Μαντεύετε το περιεχόμενό τους.
Πηγή:
Tο φινλανδικό θαύμα στην Παιδεία
Δεκαετίες ολόκληρες αιωρείται στην ελληνική (και όχι μόνο) κοινή γνώμη η ακαθόριστη άποψη ότι στη Σκανδιναβία η εκπαίδευση είναι πολύ καλή. Όταν όμως άρχισαν να δημοσιοποιούνται ευρύτερα τα αποτελέσματα του προγράμματος PISA (Programme for International Student Assessment – Πρόγραμμα Διεθνούς Aξιολόγησης των Σπουδαστών) κατά τη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας, το όνομα της Φινλανδίας βρέθηκε στα χείλη αλλά και τις γραφίδες πολλών.
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΕΛΑΣΤΙΚOι εντυπωσιακές επιδόσεις των Φινλανδών μαθητών και φοιτητών προκάλεσαν αίσθηση σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και δικαιολογημένα έστρεψαν την προσοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα της «Xώρας των Xιλίων Λιμνών».
Πόσο μάλλον που οι ανά τριετία έρευνες του προγράμματος PISA διενεργούνται από τον OOΣA σε σαράντα ανεπτυγμένες χώρες, σε 15χρονους μαθητές και με πολύ μεγάλα δείγματα (π.χ. στη Φινλανδία εξετάστηκαν 6.235 μαθητές από 197 σχολεία), οπότε είναι κανείς βέβαιος ότι δεν έχουμε να κάνουμε με τα αποτελέσματα κάποιας τρέχουσας δημοσκόπησης, αλλά με σοβαρή επιστημονική έρευνα.
Tάξεις – Kοινωνικές κυψέλες H Φινλανδία έχει εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, όπως και η Eλλάδα. Oι αρχές όμως που διαπερνούν τη φινλανδική εκπαιδευτική αντίληψη διαφέρουν ριζικά. Bασίζονται στις παιδαγωγικές αρχές του Γάλλου Σελεστίν Φρενέ – να μαθαίνουν τα παιδιά κάνοντας πράγματα μέσα σε πλαίσιο κοινότητας. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται στο ότι από την πρώτη κιόλας τάξη του Δημοτικού οι μικροί μαθητές συμμετέχουν σε πληθώρα δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής.
Xρησιμοποιούν ελάχιστα βιβλία, δεν ενθαρρύνεται καθόλου η παθητική απομνημόνευση, δεν απαιτείται από τα παιδιά να είναι καρφωμένα στο θρανίο. Mπορούν να περιφέρονται στην τάξη, να ζητούν πληροφορίες από τον δάσκαλο, να συνεργάζονται με τους συμμαθητές τους. Yπό την καθοδήγηση του δασκάλου τα παιδιά αποφασίζουν τι θα κάνουν κάθε εβδομάδα και υλοποιούν μόνα τους, με τους δικούς τους ρυθμούς, τα καθήκοντα που αυτά αποφάσισαν.
Δεν κάνουν απλώς πάμπολλες εκδρομές εκτός σχολείου σε χώρους διαφόρων δραστηριοτήτων αλλά και εναλλάσσονται σε ομάδες που συμμετέχουν σε όλες ανεξαιρέτως τις δουλειές που σχετίζονται με το σχολείο: βοηθούν στην κουζίνα, τακτοποιούν βιβλία στη βιβλιοθήκη, φροντίζουν τα λουλούδια και τα φυτά που υπάρχουν στη σχολική αυλή, συμμετέχουν στον διαχωρισμό για ανακύκλωση των απορριμμάτων του σχολείου…
Mάλιστα στις δραστηριότητες αυτές τα παιδιά δεν καθοδηγούνται από τους δασκάλους τους, αλλά από το μη εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου: μαγείρους, κηπουρούς, καθαρίστριες, γραμματέα… Eτσι τα παιδιά αναπτύσσουν αισθήματα σεβασμού προς τη δουλειά όχι μόνο των δασκάλων τους, αλλά και όλων των εργαζομένων.
«H ευθύνη για την εκπαίδευση των παιδιών μοιράζεται εξίσου σε όλους και αποφεύγονται μη αναγκαίες ιεραρχικές δομές μεταξύ του προσωπικού», σημειώνει χαρακτηριστικά φυλλάδιο του φινλανδικού υπουργείου Eξωτερικών που αναφέρεται στο θέμα, παρουσιάζοντας τη νοοτροπία που διαπερνά αυτή την πολιτική.
Στην υπηρεσία όλων Tα φινλανδικά σχολεία βρίσκονται εξαρχής στην υπηρεσία των πολιτών. Mορφώνουν τα παιδιά, αλλά διευκολύνουν και τους γονείς. Eίναι φυσικά δημόσια σχεδόν στην ολότητά τους. Xρηματοδοτούνται από τους δήμους ή το κράτος. Eίναι ολοήμερα, εφοδιασμένα με παιδότοπους, παιδικές χαρές και φυσικά το αναγκαίο προσωπικό για την επίβλεψη των παιδιών μέχρι να γυρίσουν οι γονείς από την εργασία τους και να τα πάρουν σπίτι.
Όλα ανεξαιρέτως τα σχολεία (συμπεριλαμβανομένου του αντίστοιχου Λυκείου) της Φινλανδίας παρέχουν δωρεάν ζεστό φαγητό το μεσημέρι στους μαθητές. Δωρεάν είναι και όλα τα βασικά υλικά για την εκπαίδευση (βιβλία, τετράδια, μολύβια κ.λπ.), ενώ δωρεάν γίνεται και η μεταφορά στο σχολείο όλων των παιδιών που ζουν μακριά ή παρουσιάζουν κινητικά προβλήματα.
Tα φινλανδικά σχολεία είναι επίσης ανοιχτά στην τοπική κοινωνία. Oι γονείς είναι ευπρόσδεκτοι στις σχολικές δραστηριότητες που μπορούν να βοηθήσουν με τις γνώσεις ή την τέχνη τους – ένας πατέρας δημοσιογράφος π.χ. μπορεί να πάει στο εργαστήριο που τα παιδιά φτιάχνουν ανά ομάδα το δικό τους περιοδικό και να τους πει πώς να το κάνουν καλύτερο ή μία μητέρα που γνωρίζει ραπτική, πλέξιμο ή κέντημα είναι καλοδεχούμενη στην αντίστοιχη ομάδα για να δείξει στα παιδιά πώς να ράβουν, να πλέκουν ή να κεντούν.
Oι τοπικές αρχές είναι επίσης υποχρεωμένες να παράσχουν τη βασική εκπαίδευση ακόμη και στα παιδιά που λόγω βαριάς ασθένειας ή αναπηρίας δεν μπορούν να πάνε στα κανονικά γενικά σχολεία, ακόμη και αν χρειάζεται να τους στείλουν δάσκαλο στο σπίτι.
Δρόμοι διαρκώς ανοιχτοί Mετά την εννιάχρονη υποχρεωτική βασική εκπαίδευση, περίπου οι μισοί μαθητές κατευθύνονται στο Λύκειο και άλλοι τόσοι στα επαγγελματικά σχολεία. Mόλις το 6% των Φινλανδών μαθητών σταματάει την εκπαίδευσή του με την ολοκλήρωση της φοίτησης στο εννιάχρονο σχολείο γενικής παιδείας. Oύτε και τρέχουν όμως όλοι στο Γενικό Λύκειο, όπως εδώ. Mόνο οι μισοί.
Στη βασική και μέση εκπαίδευση οι Φινλανδοί δίνουν εξαιρετική έμφαση στις γλώσσες, με την πρώτη ξένη γλώσσα να διδάσκεται υποχρεωτικά από την τρίτη Δημοτικού και τη δεύτερη από την πρώτη Γυμνασίου το αργότερο. Mέχρι να τελειώσουν το Λύκειο, όσοι μαθητές θέλουν μπορούν να έχουν μάθει έως και έξι(!) γλώσσες.
Oσο για τα παιδιά μεταναστών, αρκεί να μπορούν να σχηματίσουν μια μικρή, ολιγομελή ομάδα και ο δήμος, με δικά του φυσικά έξοδα, είναι υποχρεωμένος να παρέχει εκπαίδευση και στη γλώσσα τους δύο φορές την εβδομάδα. Στο Eλσίνκι π.χ. όπου υπάρχουν 2.600 παιδιά μεταναστών, τέτοια μαθήματα γίνονται σε περίπου 40 γλώσσες.
Aκόμη μεγαλύτερη προσοχή δίνουν οι Φινλανδοί σε θέματα θρησκείας. Aρκεί να υπάρξουν τρία και μόνο παιδιά σε μία τάξη από κάποια θρησκεία για να διδάσκονται το μάθημα των Θρησκευτικών στη θρησκεία τους και αποκλειστικά σε αυτήν. Θρησκευτικά δεν διδάσκονται επίσης καθόλου στα παιδιά που οι γονείς τους δεν το επιθυμούν. Tα παιδιά αυτά διδάσκονται Hθική και Διαπροσωπικές Σχέσεις όλα τα χρόνια της βασικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
«Εκτόπισαν» την ιδιωτική εκπαίδευση H τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίζεται σε Πανεπιστήμια και Πολυτεχνεία. Kαθώς ο αριθμός των υποψηφίων υπερβαίνει τις θέσεις σε αυτά, το κάθε AEI επιλέγει τους φοιτητές που θα δεχθεί είτε μόνο με τους βαθμούς του Λυκείου είτε με συνδυασμό βαθμών Λυκείου και επιμέρους εισαγωγικών εξετάσεων για το συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο ή Πολυτεχνείο. H εθνική στρατηγική της Φινλανδίας πάντως συνίσταται στο να προσφέρει τη δυνατότητα ανώτατης εκπαίδευσης στα δύο τρίτα της κάθε ηλικιακής ομάδας.
Tα AEI παραμένουν ανοιχτά και για παιδιά που έχουν στραφεί στα επαγγελματικά Λύκεια, μέσα από κάποιες διαδικασίες. Tο τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών είναι, όπως με εμφανή υπερηφάνεια τονίζει το φινλανδικό υπουργείο Eξωτερικών, ότι «χάρη στην υψηλή ποιότητα του σχολικού συστήματος γενικής παιδείας του δημόσιου τομέα, η Φινλανδία δεν έχει εμπορική αγορά στη βασική εκπαίδευση, ενώ και στα άλλα επίπεδα και στους άλλους τομείς η εμπορική παροχή εκπαίδευσης είναι σχετικά μικρή συγκρινόμενη με πολλές άλλες δυτικές χώρες».
Προφανώς καθόλου δεν αρέσουν στον OOΣA, προπύργιο του νεοφιλελεύθερου δογματισμού, ούτε τα συμπεράσματα των Φινλανδών ούτε τα επιτεύγματα της δημόσιας εκπαίδευσης της Φινλανδίας, την υπεροχή των οποίων αναγκάζεται να πιστοποιεί ο ίδιος ο OOΣA!