Μπορεί το θέμα μας να τεθεί και αντίστροφα, ότι η αδυναμία της θεσμικής εκπαίδευσης διαμορφώνει έλλειμμα παιδείας και μόρφωσης στη χώρα μας. Αλλά με δεδομένο ότι παιδεία και εκπαίδευση έχουν διαλεκτική σχέση, το μεθοδολογικό μας πρόβλημα είναι σχετικό και ως εκ τούτου μπορούμε να συζητήσουμε στην κατεύθυνση που θέσαμε.

Του Νίκου Τσούλια

Υπάρχει πολιτικό πρόβλημα στο χώρο της παιδείας, με την εξής έννοια. Δεν αρθρώνεται μια βασική πολιτική πρόταση για τον προσανατολισμό της θεσμικής εκπαίδευσης στις εποχές που βρίσκεται σήμερα η χώρα μας. Υπάρχει ένα σύνθετο πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό σκηνικό, ευρωπαϊκό και έντονα διεθνοποιημένο μέσα στο οποίο πρέπει να αναπτυχθεί ένα βασικό πλαίσιο για τον χαρακτήρα της εθνικής παιδείας μας.

Εδώ και χρόνια αδυνατεί η πολιτεία μας να διαμορφώσει μια συνολική άποψη για το τι σχολείο θέλουμε. Εξαντλείται στα διάφορα επιμέρους στοιχεία του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Η εκάστοτε ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας θωρεί ότι κάνει κάποιου είδους μεταρρύθμιση με παρεμβάσεις του τύπου: είτε αναθεώρηση στο σύστημα πρόσβασης των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είτε στην προσθήκη κάποιων νεωτερισμών στον παραδοσιακό ιστό του εκπαιδευτικού συστήματος.

Απτή απόδειξη περί της ορθότητας των προλεχθέντων είναι το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα καθορίζει ουσιαστικά τα εκπαιδευτικά μας ζητήματα στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια το νομοθετικό πλαίσιο της δεκαετίας του 1980, ο Ν. 1566 / 1985. Πρόκειται για τον καταστατικό νόμο – τομή για την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης που διαμόρφωσε και διαμορφώνει τα εκπαιδευτικά ζητήματα της χώρας μας για τρεις και πλέον δεκαετίες. Αυτός ο νόμος εξέφρασε τα αιτήματα και τους στόχους της ελληνικής κοινωνίας και της εκπαιδευτικής κοινότητας, γι’ αυτό και μακροημέρευσε. Είχε όμως και κάτι άλλο. Είχε βασικούς άξονες που συνδέονταν με τους γενικότερους προσανατολισμούς της χώρας μας, είχε ως βασικές ιδέες του αφενός μεν τον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος αφετέρου δε τη συνολική ανανέωση του περιεχομένου του σχολείου.

Τώρα όμως απαιτούνται νέοι καταστατικού περιεχομένου νόμοι που θα συνδεθούν με τις προκλήσεις της εποχής. Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται σε άλλη ιστορική φάση. Τότε ζούσαμε σε μια ιστορικότητα που χαρακτηριζόταν από το διεθνή διπολισμό, από την ανάπτυξη των εθνών – κρατών σε συνθήκες ύστερου καπιταλισμού, από τον κρατικό προστατευτισμό, από τη μεγέθυνση του δημόσιου τομέα παραγωγής. Σήμερα ζούμε σε μια ιστορικότητα όπου τα βασικά της στοιχεία είναι η επικυριαρχία των νόμων της αγοράς, η διεθνοποίηση των πολιτικών θεσμών και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η πολυ – πολιτισμικότητα, η απομείωση του ρόλου των κρατών κλπ.

Απαιτείται, ως εκ τούτου, ένα νέο σχέδιο εθνικής παιδείας που θα μπορεί να διαμορφώνει πολίτες για να ζουν δημιουργικά σε σκηνικό υψηλής διακινδύνευσης και ευρείας αβεβαιότητας, ένα σχέδιο που θα αναπτύσσει κοινωνίες ικανές να ανταποκριθούν στο πολύπλοκο και πολυσύνθετο διεθνές περιβάλλον. Και ακόμα, θα λαμβάνει υπόψη τη σημερινή δύσκολή οικονομική κατάσταση της χώρας, η οποία, ούτως ή άλλως, φαίνεται ότι θα είναι μακράς διαρκείας. Θα λαμβάνει υπόψη, για παράδειγμα, το πώς θα περάσουμε από μια κουλτούρα και έναν πολιτισμό καταναλωτισμού σε μια κουλτούρα παραγωγής, το πώς θα συγκροτηθούν κοινωνίες αλληλεγγύης και ανεκτικότητας.

Δεν γίνεται εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού μας συστήματος με το να αναθεωρήσουμε για μια ακόμη πολλοστή φορά στη διάρκεια της μεταπολίτευσης το σύστημα πρόσβασης ούτε με το να ανακατέψουμε τα γνωστικά αντικείμενα του Λυκείου ούτε με το να προσθέσουμε και μια «ψηφιακή νότα» στη λειτουργία του σχολείου. Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών είναι μια επιμέρους παρέμβαση που έρχεται εκ των πραγμάτων. Αλλά δε συνιστά αφ’ εαυτής εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Μια νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πρέπει να έχει δύο τρεις βασικές εθνικές και κοινωνικές ιδέες, ιδέες που θα προσανατολίζουν τη χώρα για τις επόμενες δεκαετίες. Αισθάνεται κανένας από τους σχεδιαστές της εκπαιδευτικής πολιτικής ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες τους έχουν κάποιο ιστορικό φορτίο, ότι έχουν μια κατεύθυνση εθνικού και κοινωνικού περιεχομένου; Ας μην έχουν λοιπόν αυταπάτες ότι βρίσκονται σε μια κατεύθυνση εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με ιστορικό βάθος. Μια απλή ανάγνωση άλλων προγενέστερων ομοίων πρακτικών με τη γνωστή απόληξή τους θα τους δώσει και το πραγματικό βεληνεκές της ούτως ή άλλως δημαγωγικής και μνημονιακής πολιτικής τους.
Επιπλέον, η σχέση της εκπαίδευσής μας με τη γενικότερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει ασαφής και χωρίς προσανατολισμό. Συμπερασματικά, η εκπαίδευσή μας παραμένει αμήχανη μπροστά στο σημερινό διεθνές σκηνικό. Και αυτό συνιστά μείζον κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα.