ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΜΙΝΑ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Μέσα στην εβδομάδα θα βρίσκεται στα χέρια των βουλευτών το νομοσχέδιο για την έρευνα, ένα νομοσχέδιο που εκτός των άλλων ρίχνει “αυλαία” στην ασυδοσία των σχολαρχών, των επιχειρηματιών της εκπαίδευσης, που αναβαθμίζει ποιοτικά τα ιδιωτικά σχολεία, που προστατεύει τα δικαιώματα δασκάλων και καθηγητών.

Τα χρόνια των μνημονίων ένας ασύλληπτα μεγάλος ο αριθμός εκπαιδευτικών απολύθηκε, αν δεν εκβιάστηκε σε συνθήκες “γκρίζας” και επισφαλούς εργασίας μέσα από πρακτικές παράνομων και παράτυπων αξιολογήσεων. Δεκάδες ιδιωτικά σχολεία συνεχίζουν να λειτουργούν χωρίς άδεια, ενώ απλώς αλλάζουν επωνυμία για να ξεφύγουν από τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους. Συνθήκες πλήρους απορρύθμισης χαρακτηρίζουν τη λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων.

Ο νέος νόμος κάνει μόνο το αυτονόητο. Προχωρά στην τήρηση του άρθρου 16 και στην επαναφορά των εργασιακών σχέσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στο υπουργείο Παιδείας. Είναι αυτό εκκεντρικό; Είναι “άκρως σοβιετικό”; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Είναι απλώς αντίθετο στα συμφέροντα της “ιερής συμμαχίας” των σχολαρχών με την πολιτική διαπλοκή, στα συμφέροντα αυτά που μέρες τώρα συγκεκριμένα ΜΜΕ προστατεύουν ευλαβικά.

Η νομική ιστορία της ιδιωτικής εκπαίδευσης στη μεταπολίτευση

“Αγαπητοί συνάδελφοι, το Σύνταγμα πραγματικά προβλέπει δύο φορείς Παιδείας. Ο κανόνας το δημόσιο σχολείο, η εξαίρεση το ιδιωτικό. Προσέξτε, δύο φορείς, όχι δύο Παιδείες. Δύο φορείς και μία Παιδεία. Μια έννοια Παιδείας, ένα νόημα Παιδείας, που οφείλει να πραγματώνεται όμοια τόσο στον χώρο του δημόσιου σχολείου όσο και στο χώρο του ιδιωτικού σχολείου. (…) Αφού μία είναι η Παιδεία, ίδιες πρέπει να είναι οι πρϋποθέσεις δουλειάς του δημόσιου και του ιδιωτικού λειτουργού”.

Θα μπορούσε να είναι σημείο της ομίλιας του Νίκου Φίλη υπέρ του νόμου που ρυθμίζει τη λειτουργία φρονιστηρίων και ιδιωτικών σχολείων και τις εργασιακές σχέσεις σε αυτά. Όμως δεν είναι. Τα παραπάνω έχουν ειπωθεί στις 17 Αυγούστου 1977 από τον Δημήτρη Τσάτσο, έναν εκ των κορυφαίων Ελλήνων συνταγματολόγων, εκείνο το καλοκαίρι που μέσα στη Βουλή συζητούταν ακόμη και η απορρόφηση των ιδιωτικών σχολείων από τη δημόσια εκπαίδευση.

Με το ν. 3855/1958 καθιερώνεται για πρώτη φορά η ουσιαστική εποπτεία της πολιτείας στα ιδιωτικά σχολεία. Ακολουθεί ο ν. 682/1977, ιδιαίτερα προοδευτικός, οι περισσότερες διατάξεις του οποίου ισχύουν έως και σήμερα -εκτός του εργασιακού καθεστώτος δασκάλων και καθηγητών, που διέπεται από τον αντιεκπαιδευτικό νόμο του Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου (2014).

Με τον νόμο του 1977 για πρώτη φορά -επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και επί υπουργίας Γεωργίου Ράλλη- θεσμοθετήθηκε το αυτονόητο: η ιδιωτική εκπαίδευση υπήχθη στις επιταγές του συντάγματος, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 16. “Πιστεύω ότι το ιδιωτικό σχολείο δεν είναι μόνο επιχείρηση. Είναι και ένα λειτούργημα”, έλεγε το καλοκαίρι του 1977 ο Γ. Ράλλης, εισηγούμενος την αποζημίωση των εκπαιδευτικών στην ιδιωτική εκπαίδευση σε περίπτωση απόλυσης.

1977 – 2016: Μια ιστορία στο repeat

Είχαν τότε προηγηθεί 43 μέρες μιας μεγαλειώδους απεργίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, που μέσα σε ένα κλίμα εντεινόμενων διεκδικήσεων, μέσα σε ένα κλίμα έντονης παρουσίας των μαζών στο πολιτικό και κινηματικό προσκήνιο, στα πρώτα εκείνα χρόνια της μεταπολίτευσης, είχε ως αίτημα τη μονιμότητά τους. “Διεκδικούμε το δικαίωμα να μην απολυόμαστε, εάν το υπαγορεύουν τα συμφέροντα του ιδιοκτήτη-επιχειρηματία και μόνον αυτά”, γράφουν σε μπροσούρα της εποχής, και συνεχίζουν: “Ο μη δημόσιος εκπαιδευτικός λειτουργός, όσο δεν είναι κατοχυρωμένος επαγγελματικά, βρίσκεται σε ένα σοβαρό δίλημμα. Να ακούσει τη φωνή της συνείδησής του για το καλό της παιδείας, με τον κίνδυνο όμως να απολυθεί από τον ιδιοκτήτη-επιχειρηματία και να μείνει χωρίς δουλειά ή να υποκύψει στην πίεση που υφίσταται με δυσμενείς επιπτώσεις στη στάθμη της Παιδείας;”. Το δίλημμα του 1977 σήμερα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.

Η απεργία των 43 ημερών έληξε με επιστράτευση. Ψηφίστηκε τότε ο ν. 682/77, που όριζε όχι μόνο πλήρες ωράριο και εργασικό καθεστώς των ιδιωτικών εκπαιδευτικών αντίστοιχο με εκείνων στα δημόσια σχολεία, αλλά και την πρόσληψή τους στο Δημόσιο σε περίπτωση απόλυσης.

Ακολούθησαν επαναλαμβανόμενες κινητοποιήσεις μέχρι να ρυθμιστεί και η μη αναιτιολόγητη απόλυση. “Η ΟΙΕΛΕ τότε ήταν το πρότυπο των συνδικάτων. Καθιερώθηκαν τα επαναλαμβανόμενα απεργιακά πενθήμερα, μέσα από γενικές συνελεύσεις”, θυμάται ο Δημήτρης Κωσταράκος, πρόεδρος του σωματείου ιδιωτικών εκπαιδευτικών Αθήνας τότε. Αποκορύφωμα η 15ήμερη απεργία του 1983, την οποία ακολούθησε ο νόμος 1351/83. Απαγόρευε τις απολύσεις, μέχρι να ψηφιστεί νέος νόμος. Πάντως, ώς το 1989 το ζήτημα εξακολούθησε να μη ρυθμίζεται νομοθετικά.

Μεσολάβησε όμως ο ν. 1566/85, που με το άρθρο 62 πήγαινε ένα βήμα μπροστά το νομικό καθεστώς του ’77: “Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί όλων των κλάδων και ειδικοτήτων της ιδιωτικής γενικής εκπαίδευσης, εφόσον απολύονται με καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους ή καταργούνται οι σχολικές αυτές μονάδες, προσλαμβάνονται στη δημόσια εκπαίδευση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου με τον βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο που κατέχουν, εάν υπάρχουν εκπαιδευτικές ανάγκες, ύστερα από αίτησή τους και με το βαθμό που έχουν σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται ενόψει της πρόσληψής τους”.

Το 1989 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, επί υπουργίας Βασίλη Κοντογιαννόπουλου, πέρασε εκείνη τη χρονιά διάταξη που άφηνε ελεύθερες τις απολύσεις. 830 σε μια μέρα ο απολογισμός. Στη συντριπτική πλειοψηφία ενεργά στελέχη του εκπαιδευτικού και συνδικαλιστικού κινήματος. “Οι απολύσεις παρέμειναν έκτοτε ελεύθερες, με μόνο όρο να περνούν από τα εκπαιδευτικά συμβούλια”, σχολιάζει ο σημερινός πρόεδρος της ΟΙΕΛΕ, Μιχάλης Κουρουτός.

Επόμενη νομοθέτηση το 2002. Ο ν. 2986 επί υπουργίας Πέτρου Ευθυμίου και κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, νόμος καταλυτικός υπέρ των εργαζομένων. Δεκατρείς κυβερνητικοί βουλευτές δεν τον ψήφισαν. Η Ν.Δ. δεσμεύτηκε να τον καταργήσει όταν εκλεγεί. Όμως από το 2004 έως το 2010 κανείς δεν άλλαξε τίποτα.

Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων τα χρόνια των Μνημονίων

Πρώτη επί ΠΑΣΟΚ η Άννα Διαμαντοπούλου εισάγει το 2010 την έννοια της αναιτιώδους καταγγελίας της σύμβασης εργασίας στα ιδιωτικά σχολεία, αν και παραδέχεται λίγους μήνες μετά πως οι καταγγελίες “θα πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένες”. Τον Ιούλιο του 2013 ακολουθεί εγκύκλιος της Ν.Δ. η οποία μεταφέρει τις εργασιακές σχέσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στο υπουργείο Εργασίας και στο Ενιαίο Μισθολόγιο. “Με την απόφαση αυτή οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων κερδίζουν ετησίως περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ, την ώρα που οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί και τα ασφαλιστικά ταμεία ζημειώνονται κατά 28 και 30 εκατ. ευρώ αντιστοίχως τον χρόνο”, τόνιζε η ΟΙΕΛΕ. Ακολουθεί νέα μεγάλη απεργία των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Προσφεύγουν στο ΣτΕ, το οποίο αποφαίνεται υπέρ της αναστολής της εγκυκλίου. Το 2014 όμως ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, με πρόσχημα τις μνημονιακές δεσμεύσεις, φέρνει τον νόμο 4254, υπάγοντας τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς στο υπουργείο Εργασίας.

Η ΟΙΕΛΕ χαρακτήρισε τον νόμο “ληξιαρχική πράξη θανάτου” της ιδιωτικής εκπαίδευσης, καταγγέλλοντας ότι εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των σχολαρχών, που ήδη από το 2011 προσέφυγαν στην τρόικα ζητώντας τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων των εργαζόμενων. Ανάμεσα στα αιτήματα των σχολαρχών; Αν οι γονείς δεν έχουν να πληρώσουν δίδακτρα, αυτά να πληρώνονται από τους διδάσκοντες, να μην αντικατασταθεί κανένα σχολικό λεωφορείο και να επιβαίνουν στα ίδια μαθητές όλων των σχολικών βαθμίδων, από το νήπιο ώς το λύκειο, και σαφώς… άρση των εν ισχύ διατάξεων του ν. 682/1977.

Τι προβλέπουν οι νέες διατάξεις;

* Δεν περιορίζονται πλέον οι ώρες των δραστηριοτήτων πέρα από το ωρολόγιο πρόγραμμα. Όμως, για εργασίες πέραν του πλήρους ωραρίου τους, οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί αποζημιώνονται όπως οι δημόσιοι. Η τελευταία εγκύκλιος της ΕύηςΧριστοφιλοπούλου (2012) περιόριζε τις δραστηριότητες στις ώρες που περισσεύουν “από τη διαφορά ανάμεσα στις ώρες που προβλέπει το εκάστοτε ισχύον Ωρολόγιο Πρόγραμμα και το ανώτατο όριο των 40 ωρών εβδομαδιαίως”. Οι σχολάρχες σήμερα έχουν κληθεί σε διάλογο για την υπουργική απόφαση επί των παρεκκλίσεων. Ωστόσο δεν έχουν απαντήσει.

* Δεν μπαίνει περιορισμός στην ενισχυτική διδασκαλία. Απλώς καταργείται η δυνατότητα ίδρυσης φροντιστηρίου μέσα στο σχολείο, προκειμένου να αποτραπεί η μη εφαρμογή του ωρολόγιου προγράμματος, ειδικά στις τελευταίες τάξεις του λυκείου. Μια σχολική μονάδα που διέπεται από το Σύνταγμα δεν μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες “τελειοποίησης” των μαθητών για τις εξετάσεις, όταν η απόκτηση των απαιτούμενων γνώσεων θα έπρεπε να καλύπτεται από το πρόγραμμα μαθημάτων.

* Τα αγγλικά και οι ξένες γλώσσες δεν απαγορεύονται. Δεν θα ιδρύονται όμως κέντρα ξένων γλωσσών μέσα στα σχολεία. Γιατί συχνά δίδασκαν εργαζόμενοι χωρίς τα τυπικά προσόντα, τα οποία τώρα ο νόμος ελέγχει. Άρα διασφαλίζεται η ποιότητα της γνώσης.

* Καταπολεμάται η γραφειοκρατία. Οι εγκύκλιοι του 2006 και του 2012 προέβλεπαν ότι “η αίτηση για έγκριση παρέκκλισης υποβάλλεται από το ενδιαφερόμενο ιδιωτικό σχολείο στην οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης το αργότερο μέχρι 30 Απριλίου”. Δηλαδή κάθε δραστηριότητα ήθελε 5 μήνες για να εγκριθεί. Στην πράξη αυτό συχνά καταστρατηγούταν. Τέτοια ήταν η ασυδοσία ορισμένων σχολαρχών. Τώρα, πάντως, αρκεί η έγκριση από την οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης, μέσα σε λίγες μέρες.

* Μπαίνει φραγμός στις αναιτιολόγητες απολύσεις. Φέτος αποσυνδέεται ο βαθμός του απολυτηρίου από τον βαθμό των πανελληνίων και οι εκπαιδευτικοί είναι πιο “επιρρεπείς” στους εκβιασμούς των σχολαρχών για να βάζουν βαθμούς, ώστε οι απόφοιτοι των ιδιωτικών να έχουν μεγαλύτερη μοριοδότηση με το απολυτήριο. Είναι όμως δίκαιο αυτό; Δεν είναι λίγα εξάλλου οι καταγγελίες που έχουν στα χέρια τους οι αρχές για πλαστούς τίτλους απολυτηρίων από ιδιωτικά σχολεία, στον Περαιά, στην Άρτα κ.α.

* Ο ιδιοκτήτης συνεχίζει, πάντως, να μπορεί να απολύει. Ελεύθερα τα δύο πρώτα χρόνια, με την υποχρέωση όμως να καταβάλλεται αποζημίωση δύο μηνών. Στην εξαετία, μπορεί να καταγγείλει χωρίς αιτιολογία τη σύμβαση μόνο για το 33% των εκπαιδευτικών. Μετά η σύμβαση μετατρέπεται σε αορίστου χρόνου. Σε περίπτωση απόλυσης, οι εργαζόμενοι προσφεύγουν στο αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο. Καταβάλλεται αποζημίωση ενός μηνός για κάθε έτος εργασίας, έως τα 25 χρόνια.

Τι προβλέπεται για τα φροντιστήρια και τα κέντρα ξένων γλωσσών

* Εξασφαλίζονται συνθήκες διδακτικής επάρκειας. Το ωράριο εργασίας που διαμορφώνεται στις 21 ώρες, δεν αφορά κυρίαρχα το κόστος εργασίας, αλλά τις συνθήκες. Το καλοκαίρι οι ιδιοκτήτες ισχυρίζονταν ότι δεν ήθελαν ΦΠΑ 23%, γιατί τα φροντιστήρια είναι εκπαιδευτήρια. Δεν μπορεί σήμερα να μην αναγνωρίζουν λοιπόν εκπαιδευτικό ωράριο στους εργαζομένους. Με τη θέσπιση των 21 ωρών κάθε εργαζόμενος θα συμπληρώνει 25 ένσημα τον μήνα. Με αυτόν τον τρόπο λύνεται και το ζήτημα των εισφορών.

* Παύει η αδήλωτη και “μαύρη” εργασία. Η οικεία διεύθυνση εκπαίδευσης γνωρίζει τι γίνεται στα φροντιστήρια. Το παιχνίδι για το πόσο γραφειοκρατικό ή μη, αλλά και πόσο ουσιαστικό θα είναι αυτό θα κριθεί στην υπουργική απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, με αυτό τον τρόπο διασταυρώνονται τα στοιχεία και καταπολεμάται η κλοπή των ασφαλιστικών εισφορών, που στερεί και το επίδομα ανεργίας των εργαζομένων, τους καλοκαιρινούς μήνες. Ελέγχεται και η “γκρίζα” εργασία, καθώς υπάρχουν καταγγελίες εργαζομένων σε φροντιστήρια και κέντρα ξένων γλωσσών για αμοιβές κάτω των 3 ευρώ την ώρα.

* Οι αργίες και διακοπές κατοχυρώνονται, παραμένοντας πάντως μειωμένες για το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Η νέα ρύθμιση λειτουργεί συμπληρωματικά με την αποσύνδεση του βαθμού απολυτηρίου από τις πανελλήνιες και το νέο σύστημα, με στόχο των προστασία των μαθητών από την αντιπαιδαγωγική 7ήμερη ολοήμερη εργασία, που τους κάνει να αποστρέφονται τελικά το σχολείο. Παράλληλα προστατεύει τα δικαιώματα των καθηγητών. Σε κάθε περίπτωση, προέχει η συνολική αλλαγή της φιλοσοφίας που διέπει το εκπαιδευτικό σύστημα, ώστε οι μαθητές να στρέφονται στην ανάπτυξη της προσωπικότήτας τους και την αξιοποίηση του ελέυθερου χρόνου τους για τη διερεύνηση άλλων κλίσεων.

Είπαν:

Λευτέρης Γείτονας (ιδιοκτήτης εκπαιδευτηρίων Γείτονα): “Ένας συνετός και υπεύθυνος σχολάρχης δεν απολύει κανέναν αναιτιολόγητα. Όταν λέω σχολάρχης, λοιπόν, δεν εννοώ επιχειρηματίας. Το κλειδί βρίσκεται στην ακαδημαϊκή αποτελεσματικότητα. Πιστεύω ότι ο υπουργός Παιδείας θα πάρει τις σωστές αποφάσεις, που όμως δεν θα διαταράσσουν το υγιές κομμάτι της ιδιωτικής εκπαίδευσης”.

Δήμητρα Παπανικολάου – Αναγνώστου (πρόεδρος συλλόγου γονέων Λεόντειου Λυκείου Πατησίων): “Θέλω να μπορώ να προσφέρω στα παιδιά μου εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Με τις νέες ρυθμίσεις δεν μου είναι σαφές υπό ποιες προϋποθέσεις θα εγκρίνονται. Πάντως, σε κάθε περίπτωση πρέπει να διασφαλίζονται τα εργασιακά δικαιώματα. Δεν θα πληρώσω κανέναν σχολάρχη που δεν τηρεί ό,τι λέει ο νόμος”.

Δημήτρης Κωσταράκος (πρόεδρος του ΣΙΕΛ Αθήνας, 1977-1982): “Σήμερα η οικονομική και πολιτική συγκυρία ίσως να μην επιτρέπει στην κυβέρνηση να επαναλάβει τις προοδευτικότερες των ρυθμίσεων της δεκαετίας του 1970 και του 1980. Όμως επιτρέπει να γίνει το αυτονόητο, να επανέλθει η αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών”.

Μιχάλης Κουρουτός (πρόεδρος ΟΙΕΛΕ): “Η νέα ρύθμιση πραγματώνει το όραμα δεκαετιών του κλάδου μας για την αναγνώριση του ρόλου του ιδιωτικού εκπαιδευτικού ως λειτουργού Παιδείας, τον ρόλο των ιδιωτικών σχολείων ως φορέων δημόσιου και κοινωνικού αγαθού και τη θέση της ιδιωτικής εκπαίδευσης ως ισότιμου πυλώνα μέσα στο ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα. Καταπολεμά φαινόμενα ασυδοσίας και ανομίας, όπως η μαύρη και αδήλωτη εργασία, η έκδοση πλαστών και παράνομων τίτλων σπουδών, η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή. Και υπάρχει ουσιαστική παρέμβαση στον χώρο των φροντιστηρίων, όπου για δεκαετίες επικρατούσε κυριολεκτικά χάος”.

Μιχάλης Χατζηδάκης (πρώην εργαζόμενος σε ιδιωτικό σχολείο): “Απολύθηκα 4 χρόνια πριν, επειδή διεκδικούσα τα δεδουλεύμενα μου από μεγάλο και γνωστό εκπαιδευτήριο. Με την ισχύουσα νομοθεσία οι εκπαιδευτικοί είμαστε αναλώσιμοι, μπορούν να μας απολύσουν στα 5, στα 10 ή 15 χρόνια. Ο νέος νόμος δίνει και πάλι τη δυνατότητα της κρίσης στον ιδιοκτήτη. Σε ποια άλλη επιχείρηση περνάει κανείς από τόσα στάδια κρίσης;”

Ν. Φίλης στην “Α”: Προστατεύουμε τα κοινωνικά δικαιώματα έναντι της αγοραίας επίθεσης

Ο Εθνικός και Κοινωνικός Διάλογος για την Παιδεία αφορά το σύνολο της εκπαίδευσης χωρίς εξαιρέσεις. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση έχει ως στόχο ένα σχολείο ποιότητας και ισότητας. Στο πλαίσιο αυτό, προχωρούμε στη νομοθεσία για την ιδιωτική εκπαίδευση. Νομοθετούμε με βάση το Σύνταγμα (άρθρο 16), που ορίζει ότι η ιδιωτική παιδεία είναι δημόσιο λειτούργημα, που ασκείται από ιδιωτικό φορέα, ο οποίος υπόκειται σε κρατικό έλεγχο και εποπτεία.

Μέσα στο πνεύμα της δημοκρατικής μεταπολίτευσης, μετά τη μεγάλη κινητοποίηση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, η κυβέρνηση Καραμανλή με υπουργό τον Γ. Ράλλη, τον Αύγουστο του 1977, ψήφισε τον νόμο που προστάτευε τον ιδιωτικό εκπαιδευτικό, με στόχο τη διασφάλιση της αξιοπιστίας της εκπαίδευσης. Η μνημονιακή κυβέρνηση κατήργησε τον νόμο αυτό, μέσα στο κλίμα της γενικότερης συκοφάντησης της δημοκρατικής μεταπολίτευσης. Η κυβέρνηση της Αριστεράς ψήφισε πριν από έναν μήνα τον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Χάρτη Δικαιωμάτων. Και τώρα εναρμονίζεται προς τις συνταγματικές αλλά και τις ευρωπαϊκές προβλέψεις.

Ορισμένοι ιδιοκτήτες σχολείων επιχειρούν να δημιουργήσουν συνθήκες «κινήματος κατσαρόλας» σε πλήρη σύμπλευση με το καθεστώς της διαπλοκής, αλλά και τη σημερινή Ν.Δ. που έχει εγκαταλείψει τις ιδρυτικές αρχές του Κωνσταντίνου Καραμανλή και αντιμετωπίζει τη μόρφωση ως εμπόρευμα, λανσάροντας την άκρατη ιδιωτικοποίηση μέσω της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος. Το νομοσχέδιο λοιπόν για την ιδιωτική εκπαίδευση έχει ουσιαστική αλλά και συμβολική σημασία και σηματοδοτεί την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων έναντι της αγοραίας επίθεσης. Είναι μάχη για τη δημοκρατία στο σχολείο, που σημαίνει και την κατοχύρωση της αξιοπρέπειας του εκπαιδευτικού.