Πατερικά καί θεολογικά ἀποσπάσματα χρήσιμα στή σχολική διδασκαλία –  Εὐάγγελος Στ. Πονηρός,  Σχολικός σύμβουλος θεολόγων Πειραιῶς, Δ΄ Ἀθηνῶν, Κυκλάδων

Ὅλα ὅσα ἔχουμε κατά καιρούς δημοσιεύσει γιά τά σοβαρά σφάλματα τῶν προγραμμάτων τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν δημοτικοῦ, γυμνασίου, λυκείου, τά ὁποῖα ἐφαρμόζονται πανελλαδικῶς ἀπό τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016, ἐξακολουθοῦν νά ἰσχύουν, παρ΄ ὅλη τήν ἐπανέκδοση τῶν προγραμμάτων σέ νέα Φ.Ε.Κ. μέ ὑποτυπώδεις τροποποιήσεις τό 2017.

Τά σφάλματα εἶναι ἐν συνόψει τά ἑξῆς: Συνδιδασκαλία ὀρθοδόξου θεολογίας καί θρησκευμάτων μέχρι τοῦ σημείου νά κινδυνεύουν οἱ μικροί μαθητές, τόσο οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ὅσοι καί τυχόν ἑτερόδοξοι ἤ ἑτερόθρησκοι, νά νομίσουν ὅτι ἰσοῦνται ἤ ἀκόμη καί ὅτι ταυτίζονται. Κατάτμηση τόσο τῆς βιβλικῆς ὅσο καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας σέ διάφορες τάξεις καί χωρίς ἀπολύτως καμμία χρονολογική σειρά σέ σημεῖο ὥστε ὁ μαθητής σέ καμμία φάση τῆς σχολικῆς του ζωῆς νά μή τίς διδάσκεται ὡς ἑνιαία σύνολα καί συνεπῶς νά περιέρχεται σέ σύγχυση. Ἀφαίρεση σημαντικῶν στοιχείων ἀπό τή διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ζωῆς καί ἱστορίας. Διασπορά τῆς θρησκειολογικῆς ὕλης σέ ὅλες τίς τάξεις καί αὔξηση τοῦ εὔρους καί τῆς δυσκολίας της. Μή ὀρθόδοξη θεολογική ὁρολογία δυνάμενη νά ὁδηγήσει τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς μαθητές σέ σύγχυση. Οἱ δέ “φάκελοι μαθήματος” οἱ ὁποῖοι ἐκδόθηκαν ὑπό μορφή βιβλίου καί διανεμήθηκαν στά σχολεῖα, προξενοῦν στούς διδάσκοντες ἐξ ἴσου σοβαρά προβλήματα, διότι ἔχουν δημιουργηθεῖ βάσει ὅλων τῶν ὡς ἄνω ἐσφαλμένων ἀρχῶν.

Τά ἐν λόγῳ προγράμματα ἀφήνουν στόν διδάσκοντα τή δυνατότητα νά ἐμπλουτίζει τό προσφερόμενο γιά τήν κάθε θεματική ἑνότητα ὑλικό. Τό πλεονέκτημα αὐτό, κατά κοινή ὁμολογία, δέν δύναται νά ἀντισταθμίσει τήν πληθώρα τῶν μειονεκτημάτων, τά ὁποῖα προξενοῦν προβλήματα σέ διδάσκοντες καί διδασκομένους. Ἐπιχειρώντας νά βοηθήσουμε διδάσκοντες καί διδασκομένους κρίναμε σκόπιμο νά προτείνουμε μερικά κείμενα ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική καί εὐρύτερη θεολογική παράδοση, τά ὁποῖα πιστεύουμε ὅτι θά εἶναι χρήσιμα στή διδασκαλία. Τά συλλέξαμε μέ ἀφορμή τόν φάκελο μαθήματος τῆς Γ΄ γυμνασίου, τόν ὁποῖο κρίναμε ἀρκετά φτωχό σέ στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀφοροῦν σέ ἄκρως σημαντικά καί οὐσιώδη θέματα. Ὁ διδάσκων ἔχει τή δυνατότητα νά τά χρησιμοποιεῖ κατά πολλούς τρόπους ἀνάλογα μέ τήν κρίση του, τήν ἡλικία καί τήν ὡριμότητα τῶν μαθητῶν του[1], καί φυσικά νά τά συνδυάζει καί μεταξύ τους, διότι στήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή δέν ὑπάρχουν στεγανά.

Α΄. Ξεκινοῦμε ἀπό ἕνα θέμα ὑψίστης σημασίας γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή: ἀπό τήν θεία λειτουργία. Γιά τό θέμα αὐτό ἐπιλέξαμε μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τό ἔργο τοῦ πατέρα τῆς Ἐκκλησίας ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα[2], “Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας”. Λέγει ὁ ἱερός πατήρ ὅσον ἀφορά τό ἔργο τῆς θείας λειτουργίας καί γιά ποιό σκοπό αὐτό ἐπιτελεῖται:

“Ἔργο τῆς ἱερουργίας τῶν θείων μυστηρίων εἶναι ἡ μεταβολή τῶν προσφερομένων δώρων σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Ὁ δέ σκοπός εἶναι ὁ ἁγιασμός τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τή λήψη τῶν μυστηρίων αὐτῶν παίρνουν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, τήν κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί τά παρόμοια ἀγαθά.”[3]

Ὅσον ἀφορᾶ τή σημασία τῶν μυστηρίων γιά τήν Ἐκκλησία, ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος πατήρ, ὅτι δέν εἶναι συμβολική, ἀλλά οὐσιαστικότατη, διότι χορηγεῖ ζωή στά μέλη της:

“Τά ἅγια μυστήρια σημαίνουν τήν Ἐκκλησία, ὄχι ὅμως σάν κάποια σύμβολά της· εἶναι γι΄ αὐτήν ὅ,τι ἡ καρδιά γιά τά μέλη καί ὅ,τι ἡ ρίζα τοῦ φυτοῦ γιά τά κλαδιά καί ὅ,τι ἡ κληματαριά γιά τά κλήματα, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος (Ἰω. 15,5). Διότι ἐδῶ δέν ὑπάρχει μόνο κοινό ὄνομα ἤ ὁμοιότητα ἀναλογίας, ἀλλά πραγματική ταυτότητα.

Διότι τά ἅγια μυστήρια εἶναι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ. Γιά τήν Ἐκκλησία ὅμως τοῦ Χριστοῦ αὐτά εἶναι ἀληθινή “βρῶσις καί πόσις” (Ἰω. 6,55). Καί ὅταν μεταλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία ἀπό αὐτά, δέν τά μεταβάλλει σέ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως τίς συνηθισμένες τροφές, ἀλλά ἡ ἴδια μεταβάλλεται σ΄ ἐκεῖνα μέ τό νά ὑπερισχύουν τά ἀνώτερα. Τό σίδερο, ὅταν ἔρθει σέ ἐπαφή μέ τή φωτιά, γίνεται καί αὐτό φωτιά, δέν κάνει τή φωτιά σίδερο. Καί ὅπως τό πυρακτωμένο σίδερο δέν τό βλέπουμε ὡς σίδερο, ἀλλά ὡς φωτιά μόνο, καθώς τά χαρακτηριστικά του ἐξαφανίζονται ἀπό τή φωτιά, ἔτσι καί τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ: ἄν μποροῦσε νά τή δεῖ καθώς εἶναι ἑνωμένη μέ τόν Χριστό καί κοινωνεῖ τό σῶμα Του, τίποτε ἄλλο δέν θά ἔβλεπε, παρά μόνο τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Γι΄ αὐτό τό λόγο γράφει ὁ Παῦλος: “Ἐσεῖς εἶστε σῶμα Χριστοῦ καί ἐπιμέρους μέλη του” (Α΄ Κορ. 12,27). Ὀνομάζοντας τόν Χριστό κεφαλή κι ἐμᾶς σῶμα, δέν τό κάνει γιά νά φανερώσει τή σχετική μ΄ ἐμᾶς πρόνοια καί παιδαγωγία καί νουθεσία Του, ἤ τή δική μας ὑποταγή σ΄ Αὐτόν. Δέν τό λέγει, δηλαδή ὅπως ἐμεῖς λέμε, ὑπερβολικά βέβαια, τούς ἑαυτούς μας μέλη τῶν συγγενῶν ἤ τῶν φίλων μας. Ἀλλά τό λέγει ἐννοώντας αὐτό ἀκριβῶς πού ἔλεγε, ὅτι δηλαδή οἱ πιστοί ἤδη ζοῦν χάρις στό Αἷμα τοῦτο τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί ἐξαρτῶνται ἀληθινά ἀπό τήν Κεφαλή ἐκείνη καί φοροῦν τοῦτο τό σῶμα.”[4]

 

Συνεχίζουμε γιά τό ἴδιο θέμα μέ ἀποσπάσματα ἀπό τό ἔργο τοῦ Ρώσου λογοτέχνη Νικολάϊ Γκόγκολ[5] “Στοχασμοί στή θεία λειτουργία”. Ἀξιοσημείωτο τυγχάνει τό γεγονός, ὅτι ἐπί σειρά ἐτῶν τό ἐν λόγῳ ἔργο τοῦ Γκόγκολ δέν τό περιελάμβαναν στίς ἐκδόσεις τῶν “ἁπάντων” του, τά ὁποῖα ἔτσι δέν ἦταν πράγματι ἅπαντα. Παραθέτουμε πρῶτα ἕνα ἀπόσπασμα, τό ὁποῖο βρέθηκε στό ἀρχεῖο του μετά τόν θάνατό του, ἔχει διαπιστωθεῖ ὅτι ἀποτελεῖ τό ὕστατο μήνυμά του, εἶναι δέ ἀπαύγασμα ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του:

“Νά εἶστε ψυχές ζωντανές καί ὄχι ψυχές νεκρές. Δέν ὑπάρχει ἄλλη θύρα ἀπ΄ αὐτή πού ἔδειξε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἄν δέν γίνετε σάν τά μικρά παιδιά, δέν θά μπεῖτε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κάνε ἔλεος, Κύριε! Ἀλυσόδεσε πάλι τό σατανά μέ τή δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Πῶς θά κατορθώσω νά φυλάω πάντα μ΄ εὐγνωμοσύνη στήν καρδιά μου τήν ἀνάμνηση τοῦ μαθήματος πού πῆρα;”[6]

“Τό δεύτερο μέρος τῆς τελετουργίας ὀνομάζεται Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων. Ὅπως τό πρῶτο μέρος, ἡ Προσκομιδή, ἀντιστοιχοῦσε στά πρῶτα χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ – στή γέννησή Του, πού ἀποκαλύφθηκε μόνο στούς Ἀγγέλους καί σ΄ ἐλάχιστους ἀνθρώπους, καί στήν παιδική Του ἡλικία, πού ξετυλίχθηκε μέσα σέ μιά μυστηριώδη ἀφάνεια, ὥς τήν ἡμέρα τῆς δημόσιας ἐμφανίσεώς Του στόν κόσμο – ἔτσι καί τό δεύτερο τοῦτο μέρος ἀντιστοιχεῖ στήν παρουσία Του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, στούς ὁποίους δίδαξε τό λόγο τῆς ἀλήθειας. Καί γιά μιάν ἄλλη αἰτία, ὅμως, ὀνομάζεται Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων: Ἐπειδή στά πρῶτα χρόνια τοῦ χριστιανισμοῦ μποροῦσαν νά συμμετέχουν σ΄ αὐτήν ὅσοι προετοιμάζονταν γιά νά γίνουν χριστιανοί, χωρίς νά ἔχουν δεχθεῖ ἀκόμα τό ἅγιο Βάπτισμα, ἐκεῖνοι δηλαδή πού ἦταν στό στάδιο τῆς κατηχήσεως. Πέρα ἀπ΄ αὐτά, καί ἡ ἴδια ἡ μορφή τῆς Λειτουργίας τῶν Κατηχουμένων, πού περιέχει ἀναγνώσματα ἀπό τίς ἐπιστολές καί τά Εὐαγγέλια καί ἐκτενεῖς δεήσεις γενικότερου ἐνδιαφέροντος, εἶναι κατεξοχήν κατηχητική.”[7]

Ὁ ἴδιος ἐξηγεῖ, τί δήλωνε παλαιότερα καί τί μπορεῖ νά σημαίνει γιά τόν σημερινό πιστό ἡ φράση τῆς θείας λειτουργίας “τάς θύρας, τάς θύρας ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν”:

“Σέ καιρούς ἀλλοτινούς ἡ ἐκφώνηση αὐτή (τάς θύρας, τάς θύρας ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν) ἦταν μιά εἰδοποίηση στούς θυρωρούς, πού στέκονταν στίς πύλες τοῦ ναοῦ, γιά νά μήν ἀφήσουν κανέναν ἀπό ἐκείνους πού δέν εἶχαν τό δικαίωμα νά συμμετέχουν στή Λειτουργία τῶν Πιστῶν, νά μπεῖ μέσα. Σήμερα ὅμως εἶναι μιά ὑπόμνηση στούς συναγμένους πιστούς, γιά νά φυλάξουν τίς πύλες τῶν καρδιῶν τους – ὅπου, σύμφωνα μέ τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά κατοικεῖ ἡ ἀγάπη – ὥστε στόν ἐσωτερικό ναό τῆς ψυχῆς νά μήν εἰσχωρήσει τό πνεῦμα τῆς ἔχθρας. Πρέπει πάντως ν΄ ἀνοίξουν κάποιες ἄλλες πύλες τους, τά στόματα καί τ΄ αὐτιά τους, γιά ν΄ ἀπαγγείλουν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Καί γιά νά γίνει αὐτό, τραβιέται τό βῆλο καί ἀνοίγεται ἡ Ὡραία Πύλη, πού εἰκονίζει τήν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως γίνεται κάθε φορά, ὅταν ἡ προσοχή τοῦ νοῦ κατευθύνεται πρός τά ὕψιστα μυστήρια.[8]

Β΄. Οἱ μακαρισμοί, δηλαδή οἱ στίχοι Μτ 5,3-11, οἱ ὁποῖοι περιλαμβάνονται στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνα ἀκόμη σημαντικό θέμα, τό ὁποῖο θά μᾶς ἀπασχολήσει ἐδῶ. Γιά τό θέμα αὐτό ἐπιλέξαμε λίγα χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό τό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης “Εἰς τούς μακαρισμούς”, ἔργο ἐκτενές ἀποτελούμενο ἀπό ὀκτώ λόγους[9].

Ὡς πρός τό τί εἶναι ἡ μακαριότητα, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι εἶναι ἡ συγκέντρωση ὅλων ὅσων εἶναι δυνατόν νά ἐννοήσουμε γιά τό ἀγαθό. Ἀπό αὐτή τή μακαριότητα δέν ἀπουσιάζει τίποτε ἀπό ὅσα ἔχουν ἔλθει σέ ἀγαθή ἐπιθυμία[10]. Οἱ μακαρισμοί ἔχουν, λέγει, διατυπωθεῖ “βαθμίδων δίκην”[11], δηλαδή σάν βαθμίδες κλίμακας, σάν τά σκαλοπάτια μιᾶς σκάλας ὅπως λέμε στήν καθομιλουμένη σήμερα. Τούς συνδέει μάλιστα μέ τήν κλίμακα τοῦ Ἰακώβ λέγοντας ὅτι ὅσους τήν ἀνεβαίνουν τούς ἀνεβάζει πάντοτε πρός τά ὑψηλότερα νοήματα[12].

Ἡ πτωχεία τοῦ πνεύματος, τό προτέρημα ὅσων ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ὀνομάζει στό στίχο Μτ 5,3 “πτωχούς τῷ πνεύματι”, εἶναι κατά τόν ἅγιο πατέρα ἡ ἑκούσια ταπεινοφροσύνη. Καί πρέπει ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος νά συνειδητοποιεῖ, πώς ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί ὅ,τι ἄλλο κακό ἔπαθε ἡ φύση του ὀφείλονται στήν ὑπερηφάνεια[13].

Γιά τόν στίχο Μτ 5,4 “μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται” ἐξηγεῖ ὁ ἱερός πατήρ ὅτι τό πένθος γιά τά παραπτώματα καί τίς ἁμαρτίες εἶναι αὐτό πού πρῶτα ἀπ΄ ὅλα κάνει τόν ἄνθρωπο μακάριο[14]. Ὅμως ὁ πιστός ἐπίσης πενθεῖ, ὅταν συνειδητοποιήσει, ὅτι ὅσα σκεπτόμαστε τώρα μέ τόν νοῦ γιά τό ἀγαθό, ὅλα αὐτά ὑπῆρχαν καί στόν ἄνθρωπο πρίν ἀπό τήν πτώση του. Εἶχε δηλαδή ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀφθαρσία, μακαριότητα, αὐτοκυριαρχία, ἐλευθερία. Δέν εἶχε τή λύπη καί τίς φροντίδες τῆς ζωῆς. Καί βρισκόταν πλησιέστερα στόν Θεό, καὶ ἔβλεπε τό ἀγαθό μέ τήν καθαρή κι ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε προπέτασμα διάνοια. Ζοῦσε δηλαδή στόν παράδεισο καί χαιρόταν μέ ὅσα ἦταν φυτεμένα ἐκεῖ. Πρέπει λοιπόν ἡ ψυχή τοῦ πιστοῦ νά ἀποβλέπει στό ἀληθινό ἀγαθό, καί νά μή βουλιάζει σέ ὅ,τι ἀπατηλό συναντᾶ στή ζωή του[15].

Ὅσον ἀφορᾶ τόν στίχο Μτ 5,5 “μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν”, ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὅταν ὁ Χριστός ἐπαινεῖ τήν πραότητα, δέν ἐπαινεῖ τήν βραδύτητα. Ποτέ δέν βραβεύεται ὁ ἀργός ἀθλητής. Ἔτσι καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει νά σπεύδουμε, ἄν θέλουμε νά ἐπιβραβευθοῦμε ἀπό τόν Θεό[16]. Ὅμως φαίνεται ὅτι ἔτσι δίδαξε ὁ Χριστός, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει μεγάλη εὐκολία πρός τό κακό καί τρέχει εὔκολα πρός τό χειρότερο. Γι΄ αὐτό, ἐπειδή πλεονάζει στήν ἀνθρώπινη φύση ἡ ταχύτητα πρός τό κακό, καλῶς θεωρεῖται μακαριότητα, δηλαδή εὐτυχία, ἡ τέτοιου εἴδους ἡρεμία δηλαδή τό νά μή πράττουμε τό κακό[17].

Ὅσον ἀφορᾶ τόν στίχο Μτ 5,6 ὁ ὁποῖος ἀναφέρει “μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τήν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται”, λέγει μεταξύ ἄλλων ὁ ἱερός πατήρ, “ἄς πεινάσουμε γιά τή σωτηρία μας, ἄς διψάσουμε γιά τό θεῖο θέλημα, τό ὁποῖο εἶναι τό νά σωθοῦμε”. Αὐτά συνεπῶς εἶναι κατά τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ἡ ἀληθινή δικαιοσύνη[18].

Γιά τόν στίχο Μτ 5,7 “μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται” ἀναφέρει ὅτι ἔλεος εἶναι ἡ ἀγαπητική διάθεση γιά ὅσους στεναχωροῦνται ἐξ αἰτίας διαφόρων θλιβερῶν γεγονότων. Ἡ δέ συνηθισμένη σημασία τοῦ στίχου αὐτοῦ εἶναι, ὅτι καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά εἶναι φιλάλληλος καί νά συμπάσχει μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο[19].

Γιά τόν στίχο Μτ 5,8 “μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται”, λέγει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή συνηθίζει νά ταυτίζει τό νά βλέπεις μέ τό νά ἔχεις καί νά μετέχεις. Λοιπόν, λέγει, ὅποιος ἔχει δεῖ τόν Θεό ἔχει ὅλα τά ἀγαθά: τήν ἀτελεύτητη ζωή, ἀφθαρσία καί βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀθάνατη μακαριότητα, τή χαρά πού δέ λήγει, τό ἀληθινό φῶς, τήν πνευματική και γλυκειά φωνή, τήν ἀπρόσιτη δόξα, τήν αἰώνια ἀγαλλίαση, τό κάθε ἀγαθό[20].

Γιά τόν στίχο 5,10 “μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν”, ἐξηγεῖ ὅτι, μᾶς φανερώνει τόν ἀγώνα τῶν μαρτύρων καί τόν δρόμο τῆς πίστεως. Διότι εἶναι στ΄ ἀλήθεια μακαριότητα, δηλαδή εὐτυχία, τό νά διώκεται κάποιος ἐξ αἰτίας τοῦ Κυρίου. Ἐπειδή ἄν κάποιος διώκεται ἀπό τό κακό, τό γεγονός αὐτό γίνεται αἰτία γιά νά γίνει ἀγαθός[21]. Σέ ὅλες τίς διώξεις, τίς ὁποῖες ὑφίσταται ὁ πιστός ἔχει συναγωνιστή τόν ἀγωνοθέτη, τόν διοργανωτή τοῦ ἀγώνα γιά τήν πίστη, δηλαδή τόν Χριστό[22]. Αὐτός ἐν τέλει εἶναι καί τό βραβεῖο τοῦ κάθε ἀγωνιζόμενου καί τό στεφάνι τοῦ νικητῆ, εἶναι ἡ ἀγαθή κληρονομιά τοῦ πιστοῦ. Ἄς μή λυπηθοῦμε λοιπόν ὅταν μᾶς καταδιώκουν, ἀλλά περισσότερο ἄς χαροῦμε. Διότι ἄν μᾶς καταδιώκουν ὅσοι εἶναι τιμημένοι στή γῆ, θά φθάσουμε στό οὐράνιο ἀγαθό, ὅπως ἔχει ὑποσχεθεῖ ἐκεῖνος πού εἶπε ὅτι εἶναι μακάριοι, εὐτυχισμένοι, ὅσοι τούς ἔχουν καταδιώξει ἐξ αἰτίας του. Διότι μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀνήκει σ΄ αὐτούς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

 

Γ΄. Ἀκολούθως θά δοῦμε ὁρισμένα ἀποσπάσματα σχετιζόμενα μέ τό θέμα τῆς ὑπάρξεως τοῦ κακοῦ στόν κόσμο. Ξεκινοῦμε μέ ἀποσπάσματα ἀπό τό ἔργο τοῦ ἁγίου Βασιλείου ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τοῦ μεγάλου “ὁμιλία ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός”, δηλαδή “ὁμιλία γιά τό ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν”. Ὁ μέγας Βασίλειος ἐξηγεῖ πῶς ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ περιέπεσε στό προπατορικό ἁμάρτημα καί ἔγινε αἴτιος τοῦ κακοῦ:

“Ἦταν κάποτε ὁ Ἀδάμ ὑψηλά ὄχι σέ τόπο ἀλλά στήν προαίρεση[23], τότε πού μόλις πῆρε ψυχή καί σήκωσε τό βλέμμα στόν οὐρανό, γέμισε χαρά ἀπ΄ ὅσα εἶδε. Ὑπεραγαποῦσε τόν εὐεργέτη πού τοῦ χάρισε αἰώνια ζωή καί τόν ἀνάπαυσε στίς ἀπολαύσεις τοῦ παραδείσου καί τοῦ ἔδωσε ἐξουσία ὅμοια μέ τῶν ἀγγέλων καί τόν εἶχε κάμει σύντροφο μέ τούς ἀρχαγγέλους καί ἀκροατή τῆς θεϊκῆς φωνῆς. Κι ἐνῷ προστατευόταν μέ ὅλα αὐτά ἀπό τόν Θεό, καί ἀπολάμβανε τά ἀγαθά του, γρήγορα τά χόρτασε ὅλα καί κατά κάποιο τρόπο αὐθαδίασε ἀπό τόν κορεσμό καί προτίμησε αὐτό πού τοῦ φάνηκε χαρωπό στά σάρκινα μάτια του ἀντί γιά τή νοητή ὀμορφιά καί θεώρησε τό γέμισμα τῆς κοιλιᾶς πιό πολύτιμο ἀπό τίς πνευματικές ἀπολαύσεις. Καί ἀμέσως βρέθηκε ἔξω ἀπ΄ τόν παράδεισο, κι ἔξω ἀπό τήν εὐτυχισμένη ἐκείνη διαβίωση. Δέν ἔγινε κακός ἀπό ἀνάγκη, ἀλλά ἀπό ἀπερισκεψία. Γι΄ αὐτό καί ἁμάρτησε ἐξ αἰτίας τῆς κακόβουλης ἀποφάσεως καί πέθανε ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας. “Διότι τό τίμημα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος.” Ἐπειδή ὅσο ἀπομακρυνόταν ἀπό τή ζωή, τόσο προσέγγιζε στόν θάνατο. Ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι ζωή καί ἡ στέρηση τῆς ζωῆς εἶναι θάνατος. Ὥστε ὁ Ἀδάμ μέ τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό κατασκεύασε τόν θάνατό του, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: “νά, ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπό ἐσένα θά χαθοῦν” Ἔτσι λοιπόν, δέν δημιούργησε ὁ Θεός τόν θάνατο ἀλλά ἐμεῖς τόν προκαλέσαμε γιά ἐμᾶς μέ τήν κακή μας γνώμη. Ὅμως βέβαια δέν ἐμπόδισε τήν μέσῳ τοῦ θανάτου διάλυση, γιά τίς αἰτίες γιά τίς ὁποῖες ἤδη εἴπαμε, ὥστε νά μή διατηρήσει ἀθάνατη γιά ἐμᾶς τήν ἀρρώστεια[24].

Ἐπίσης ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος πατήρ, πώς οἱ φυσικές καταστροφές, γιά τίς ὁποῖες μερικοί ἀπερίσκεπτα κατηγοροῦν τόν Θεό ὡς ἄδικο, εἶναι στ΄ ἀλήθεια ἕνα φάρμακο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἔχει σκοπό τή μή γενίκευση τῆς κακίας:

“Ὅπως ὁ ἰατρός εἶναι εὐεργέτης, ἀκόμη καί ἄν ἐπιβάλλει κόπους καί πόνους στό σῶμα, ἐπειδή μάχεται τήν ἀσθένεια καί ὄχι τόν ἀσθενή, ἔτσι καί ὁ ἀγαθός Θεός ὁ ὁποῖος οἰκονομεῖ μέ μερικές τιμωρίες τή σωτηρία γιά τό σύνολο. Καί ἐσύ δέν κατηγορεῖς τόν γιατρό, πού ἄλλα σημεῖα τά χειρουργεῖ, ἄλλα τά καυτηριάζει, ἄλλα δέ τά ἀφαιρεῖ παντελῶς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά καί χρήματα βεβαίως τοῦ πληρώνεις καί τόν ἀποκαλεῖς σωτῆρα, ἐπειδή σταματᾶ τήν ἀσθένεια ὅταν ἐμφανισθεῖ σέ μικρό μέρος πρίν ἐξαπλωθεῖ σέ ὁλόκληρο τό σῶμα. Ὅταν ὅμως δεῖς πόλη νά ἔχει πέσει ἀπό σεισμό πάνω στούς κατοίκους ἤ καράβι νά ἔχει διαλυθεῖ μέ ὅλους του τούς ἐπιβάτες, τότε δέ διστάζεις νά χρησιμοποιεῖς βλάσφημη γλῶσσα εἰς βάρος τοῦ ἀληθινοῦ γιατροῦ καί σωτήρα. Ἔπρεπε ὅμως νά κατανοήσουμε, ὅτι ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀσθενοῦν ἀπό ἐλαφρές καί θεραπεύσιμες ἀσθένειες, δέχονται τίς ὠφέλειες τῶν φροντίδων. Ὅταν ὅμως ἡ ἀσθένεια ἀποδειχθεῖ ἀνώτερη ἀπό τή θεραπεία, τότε καθίσταται ἀναγκαία ἡ ἀφαίρεση τοῦ ἀχρηστευθέντος μέλους, ὥστε νά μή συνεχίσει ἡ ἀσθένεια νά προχωρεῖ καί φθάσει στά ζωτικά ὄργανα. Ὅπως λοιπόν δέν εἶναι αἴτιος ὁ γιατρός γιά τήν ἐγχείριση καί γιά τήν καυτηρίαση, ἀλλά ἡ ἀσθένεια, ἔτσι καί οἱ ἀφανισμοί τῶν πόλεων ἐπειδή ξεκινοῦν ἀπό τήν ὑπερβολή τῶν ἁμαρτημάτων, ἀπαλλάσσουν τόν Θεό ἀπό κάθε κατηγορία.”[25]

Ὁ Ρῶσος ὅσιος ἐπίσκοπος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος[26]ἀσκήτευσε ἐπί εἰκοσιοκτώ ἔτη ἔχοντας παραιτηθεῖ ἀπό τό ἐπισκοπικό του ἀξίωμα. Ὅμως δεχόταν στό κελί του καθημερινῶς περί τίς τριάντα ἐπιστολές ἀπό πιστούς ἀπό ὅλη τή Ρωσία καί προσπαθοῦσε νά ἀπαντήσει σέ ὅλες. Ἔτσι ἄφησε στήν ἀνθρωπότητα πολλές χιλιάδες ἐπιστολές πολύτιμη παρακαταθήκη. Γιά τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, τίς ὁποῖες πολλοί ἄνθρωποι τίς θεωροῦν κακό καί δυστυχία, ὁμιλεῖ ἡ ἑξῆς ἐπιστολή του ἡ ὁποία ἀπευθύνεται σέ κάποιο πιστό, ἀπαντώντας καί στό ἐρώτημα γιατί ὁ Θεός τίς ἐπιτρέπει:

“Λυπᾶμαι πού δέν εἶσθε ἐντελῶς ὑγιής. Εἴθε ὁ Κύριος νά σᾶς χαρίση πλήρη ὑγεία. Ὡστόσο ἡ ἀσθένεια μᾶς διδάσκει τήν ταπείνωση καί τήν ὑποταγή στό θεῖο θέλημα. Ἀνδρίζεσθε καί εὐγνωμονεῖτε τόν Θεό γιά ὅλα. Πιστέψτε ὅτι ὅλα γιά τό συμφέρον μας τά ἐπιτρέπει. Αὐτό ἴσως τώρα δέν τό διακρίνετε, θά τό διαπιστώσετε ὅμως ἀργότερα.

Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μαζί σας. Σᾶς συμβαίνουν πολλά δυσάρεστα. Λυποῦμαι γι΄ αὐτό. Δέν μποροῦμε νά βοηθήσουμε τήν κατάσταση παρά μόνο μέ τήν ὑπομονή καί τήν πεποίθηση στήν θεία βοήθεια. Ὅλα προέρχονται ἀπό τόν Θεό, καί τά εὐχάριστα καί τά δυσάρεστα. Γιά ὅλα πρέπει νά εὐχαριστοῦμε. Διότι καί τά δυσάρεστα παραχωροῦνται γιά τό καλό μας: Γιά τήν ταπείνωση, τήν κάθαρσι, τήν σταθερότητα στήν χριστιανική ζωή καί τήν ἐμπιστοσύνη μας στόν Θεό.

Δέν ἐπιτρέπεται νά γογγύζουμε. Ἄς κάνουμε ὑπομονή τήν περίοδο αὐτή καί θά ἔλθουν φωτεινές ἡμέρες. Ἔχετε θάρρος καί ἀγωνισθῆτε στήν προσευχή. Εἶναι πηγή παρηγορίας. Εἶναι φωτισμός στούς λογισμούς καί δύναμις στόν ἀγῶνα.

Οἱ θλίψεις στήν παροῦσα ζωή εἶναι περισσότερες ἀπό τίς χαρές. Ἄλλοτε τίς στέλνει ὁ Θεός γιά νά ξυπνήσουμε ἀπό τόν πνευματικό ὕπνο, νά σταματήσουμε τίς ἁμαρτίες, νά καθαρισθοῦμε μέ τήν μετάνοια. Καί ἄλλοτε τίς στέλνει γιά νά ὑποταχθοῦμε περισσότερο σ΄ Αὐτόν πού ὅλα τά ρυθμίζει. Νά δείξουμε ἀνδρεία καί ὑπομονή δοξάζοντάς Τον. Σέ κάποια ἀπ΄ αὐτές τίς αἰτίες ὀφείλονται καί οἱ δικές σας θλίψεις. Ἐξετάζετε λοιπόν τόν ἑαυτό σας, εἰρηνεύετε καί ἐμπιστεύεσθε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό σοφό καί ἅγιο.

Σᾶς κυνηγᾶ ἡ μία συμφορά μετά τήν ἄλλη. Ξέρετε τί σημαίνει αὐτό; Ὁ Θεός σᾶς θυμήθηκε! Δέν εἶναι συνηθισμένο νά σκέπτεται κανείς ἔτσι, ἀλλ΄ αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Καί σᾶς θυμήθηκε ὁ Θεός ὄχι μέ ὀργή, ἀλλά μέ ἔλεος. Βέβαια ἐσεῖς νοιώθετε μόνο τήν στέρηση καί τόν χαμό. Δέν βλέπετε ὅμως τό ἔλεος πού κρύβεται πίσω ἀπ΄ αὐτά καί μέσα σ΄ αὐτά.

Σᾶς συκοφάντησαν ἄδικα; Ὑπομένετε καρτερικά. Θά θεωρηθῆ αὐτό ἐπιτίμιο γιά ἐκεῖνα πού πραγματικά φταῖτε. Ἀπό τήν ἄποψι αὐτή ἡ συκοφαντία εἶναι μιά πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά σᾶς. Πρέπει λοιπόν νά ἔχετε εἰρήνη μέ τούς συκοφάντες σας, ὅσο κι ἄν αὐτό σᾶς φαίνεται δύσκολο.

Ἡ ὑγεία σας κλονίσθηκε. Κλονισμένη ὑγεία μπορεῖ νά σημαίνη καί κλονισμένη σωτηρία, ὅταν ἀπό τά χείλη τοῦ ἀσθενοῦς ἀκούγονται γογγυσμοί καί κραυγές ἀπελπισίας. Εἴθε ὁ Κύριος νά σᾶς βοηθήση ν΄ ἀπαλλαγῆτε ἀπό τήν συμφορά αὐτή.

Ἡ ὑγεία καί ἡ ἀρρώστεια εἶναι καί τά δύο μέσα σωτηρίας, ὅταν τά ἐκμεταλλευόμαστε μέ τό πνεῦμα τῆς πίστεως στόν Θεό πού μᾶς ἀγαπᾶ καί προνοεῖ γιά μᾶς. Τά ἴδια ὅμως εἶναι καί μέσα καταστροφῆς, ὅταν τ΄ ἀντιμετωπίζουμε μέ λανθασμένη νοοτροπία.

Συμφιλιωθῆτε λοιπόν μέ τήν δοκιμασία σας. Ὑπομείνετέ την μέ ὑποταγή στόν Κύριο, πιστεύοντας ὅτι ἔτσι θά εὐεργετηθῆτε καί σεῖς καί οἱ οἰκεῖοι σας.

Θημηθῆτε καί τήν καρτερία τῶν ἁγίων μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι μετά τά βασανιστήρια παρέμεναν στήν φυλακή πέντε, δέκα ἤ καί εἴκοσι ἀκόμη χρόνια ἔχοντας ἀνακούφισι καί ἀπόλαυσι τήν ζωντανή ἐλπίδα τοῦ παραδείσου.”[27]

 

Δ΄. Ὁ “φάκελος μαθήματος” τῆς Β΄ γυμνασίου περιλαμβάνει καί τό θέμα “γενοκτονίες”[28]. Ὅμως γιά τό σοβαρότατο ἱστορικό γεγονός τῆς ἐξοντώσεως μεγάλου μέρους τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Ἑλλήνων, Ἀρμενίων καί Ἀσσυρίων κατά τήν περίοδο ἀπό τό 1913 ἕως καί τό 1923, γεγονός τό ὁποῖο συνήθως ὀνομάζουμε μικρασιατική καταστροφή, περιέχει μόνο ἕνα τραγούδι ἑννέα στίχων, τό ὁποῖο ὁμιλεῖ ἐμμέσως γιά τό ἐν λόγῳ ἔγκλημα κατά τῆς ἀνθρωπότητας. Γιά νά βοηθήσουμε τούς συναδέλφους ὥστε νά ἔχουν μία πληρέστερη εἰκόνα αὐτῆς τῆς τραγικῆς σειρᾶς γεγονότων καί νά διδάξουν μέ προσοχή καί πατερική διάκριση στούς μαθητές μας, ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία καί τήν ἀντιληπτικότητά τους, κάποια σχετικά ἀποσπάσματα, παραπέμπουμε στό ἑξῆς δημοσίευμά μας, τό ὁποῖο βρίσκεται ἀναρτημένο σέ διάφορες ἰστοσελίδες καί ἰστολόγια: “Αὔγουστος 1922: Ἡ κορύφωση τῆς τραγωδίας τῶν χριστιανῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.”[29]

 

Ε΄. Ἀκολούθως παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπό τή διδασκαλίαὁρισμένων γερόντων τῆς ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν, μόνασαν καί δίδαξαν κατά τόν εἰκοστό αἰώνα. Τά ἀποσπάσματα δύναται νά χρησιμοποιεῖ ὁ διδάσκων, τόσο ὅταν διδάσκει γιά τή μαρτυρία τῆς ὀρθοδοξίας στόν σύγχρονο κόσμο, ὅσο καί ὅταν διδάσκει ἄλλα ἐπί μέρους θέματα, ὅπως γάμος καί οἰκογένεια, ἀγάπη, ἀνεξικακία, ταπείνωση, μετάνοια καί ἐξομολόγηση κ.λπ.

 

Ἀπό τόν ὅσιο γέροντα Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη[30]ἐπιλέξαμε κατ΄ ἀρχήν ἕνα ἀπόσπασμα, τό ὁποῖο θά ἦταν δυνατόν νά χρησιμοποιηθεῖ σέ θέματα οἰκογένειας καί ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν. Πρέπει νά τονίσουμε, ὅτι ἀπό τό αὐτό πνεῦμα ἐμφορεῖται καί ἀπόσπασμα τοῦ ὁσίου γέροντος Παϊσίου, τό ὁποῖο παραθέτουμε κατωτέρω:

“Ἡ ἀγωγή τῶν παιδιῶν ἀρχίζει ἀπ΄ τήν ὥρα τῆς συλλήψεώς τους. Τό ἔμβρυο ἀκούει κι αἰσθάνεται μέσα στήν κοιλιά τῆς μητέρας του. Ναί, ἀκούει καί βλέπει μέ τά μάτια τῆς μητέρας. Ἀντιλαμβάνεται τίς κινήσεις καί τά συναισθήματά της, παρόλο πού ὁ νοῦς του δέν ἔχει ἀναπτυχθεῖ. Σκοτεινιάζει τό πρόσωπο τῆς μάνας, σκοτεινιάζει κι αὐτό. Νευριάζει ἡ μάνα, νευριάζει κι αὐτό. Ὅ,τι αἰσθανεται ἡ μητέρα, λύπη, πόνο, φόβο, ἄγχος κ.λπ., τά ζεῖ κι αὐτό. Ἄν ἡ μάνα δέν τό θέλει τό ἔμβρυο, ἄν δέν τό ἀγαπάει, αὐτό τό αἰσθάνεται καί δημιουργοῦνται τραύματα στήν ψυχούλα του, πού τό συνοδεύουν σ΄ ὅλη του τή ζωή. Τό ἀντίθετο συμβαίνει μέ τ΄ ἅγια συναισθήματα τῆς μάνας. Ὅταν ἔχει χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη στό ἔμβρυο, τά μεταδίδει σ΄ αὐτό μυστικά, ὅπως συμβαίνει μέ τά γεννημένα παιδιά.”[31]

Γιά τόν θεῖο ἔρωτα, τήν προσευχή, τήν ἀγάπη, καί τήν ταπείνωση ὁμιλεῖ τό ἀπόσπασμα τοῦ ἰδίου ὁσίου γέροντος:

“Νά ἔχετε συνέχεια τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ νοῦς σας θ΄ ἀποκτήσει εὐλυγισία. Ἡ εὐλυγισία τοῦ νοῦ ἔρχεται ἀπ΄ τήν ἐγρήγορση. Ἐγρήγορση εἶναι ὁ ἔρως γιά τόν Θεό. Εἶναι νά ἔχεις πάντα στό νοῦ καί στήν καρδιά σου τόν Χριστό, ἔστω κι ἄν κάνεις ἄλλες δουλειές. Θέλει ἔρωτα πρός τόν Χριστό, λαχτάρα. Μνήμη Θεοῦ θ΄ ἀποκτήσετε μέ τήν εὐχή, “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…”, μέ τίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας, μέ τούς ὕμνους, μέ τό νά φέρνετε στό νοῦ σας τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί χωρία ἀπ΄ τήν Ἁγία Γραφή κι ἀπό ἄλλα πνευματικά βιβλία. Αὐτό, βέβαια, θέλει ἀγαθή προαίρεση· δέν γίνεται μέ ἐξαναγκασμό ἀλλά κυρίως διά τῆς θείας χάριτος. Ἡ θεία χάρις ὅμως, θέλει τίς προϋποθέσεις, τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση.”[32]

Γιά τήν ἀρετή τῆς ἀνεξικακίας μᾶς ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ ὅσιος γέρων Πορφύριος:

“Νά προσέχομε νά μήν ἀγανακτοῦμε γιά τούς ἀνθρώπους πού μᾶς βλάπτουν· μόνο νά προσευχόμαστε γι΄ αὐτούς μέ ἀγάπη. Ὅ,τι κι ἄν κάνει ὁ συνάνθρωπός μας, ποτέ νά μή σκεπτόμαστε κακό γι΄ αὐτόν. Πάντοτε νά εὐχόμαστε ἀγαπητικά. Πάντοτε νά σκεπτόμαστε τό καλό. Βλέπετε τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο. Εὐχόταν: “Κύριε, μή στήσῃς αὐτοῖς τῆν ἁμαρτίαν ταύτην”. Τό ἴδιο πρέπει νά κάνομε κι ἐμεῖς”[33]

 

Ἀπό τόν ὅσιο γέροντα Παΐσιο τόν ἁγιορείτη ἐπιλέξαμε κατ΄ ἀρχήν ἕνα ἀπόσπασμα ἀφορόν στήν ἐντός τοῦ γάμου συμβίωση τῶν συζύγων καί μπορεῖ ὁ διδάσκων νά τό χρησιμοποιεῖ, ὅταν διδάσκει θέματα σχετικά μέ τήν οἰκογένεια:

“Μοῦ λένε μερικοί ἄνδρες: “Δέν συμφωνῶ μέ τήν γυναίκα μου· εἴμαστε ἀντίθετοι χαρακτῆρες. Ἄλλος χαρακτήρας ἐκείνη, ἄλλος ἐγώ! Πῶς κάνει τέτοια παράξενα πράγματα ὁ Θεός; Δέν θά μποροῦσε νά οἰκονομήση μερικές καταστάσεις ἔτσι, ὥστε νά ταιριάζουν τά ἀνδρόγυνα, γιά νά μποροῦν νά ζοῦν πνευματικά;”. “Δέν καταλαβαίνετε, τούς λέω, ὅτι μέσα στήν διαφορά τῶν χαρακτήρων κρύβεται ἡ ἁρμονία τοῦ Θεοῦ; Οἱ διαφορετικοί χαρακτῆρες δημιουργοῦν ἁρμονία. Ἀλλοίμονο, ἄν ἤσασταν ἴδιοι χαρακτῆρες! Σκεφθῆτε τί θά γινόταν, ἄν λ.χ. καί οἱ δύο θυμώνατε εὔκολα· θά γκρεμίζατε τό σπίτι. Ἤ, ἄν καί οἱ δύο ἤσασταν ἤπιοι χαρακτῆρες, θά κοιμόσασταν ὄρθιοι! Ἄν ἤσασταν τσιγκούνηδες, θά ταιριάζατε μέν, ἀλλά θά πηγαίνατε καί οἱ δύο στήν κόλαση. Ἄν πάλι ἤσασταν ἁπλοχέρηδες, θά μπορούσατε νά κρατήσετε σπίτι; Θά τό διαλύατε, καί τά παιδιά σας θά γύριζαν στούς δρόμους. Ἕνα στραβόξυλο, ἄν πάρη ἕνα στραβόξυλο, ταιριάζουν μεταξύ τους – ἔτσι δέν εἶναι; Θά σκοτωθοῦν ὅμως σέ μιά μέρα! Γι΄ αὐτό, τί γίνεται; Οἰκονομάει ὁ Θεός ἕνας καλός νά πάρη ἕνα στραβόξυλο, γιά νά βοηθηθῆ, γιατί μπορεῖ νά εἶχε καλή διάθεση, ἀλλά νά μήν εἶχε βοηθηθῆ ἀπό μικρός.”[34]

Γιά τό ἴδιο θέμα μᾶς ὁμιλεῖ καί τό ἑπόμενο ἀπόσπασμα, ὅπου τονίζεται ἡ ἀνάγκη συνδέσεως τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας μέ τόν πνευματικό της. Ὁ ὅσιος γέρων ξεκινᾶ ἀπαντώντας στό ἐρώτημα ποιά βιβλία μποροῦν νά βοηθήσουν τούς συζύγους:

Ἐκεῖνο πού βοηθάει τό ἀνδρόγυνο εἶναι νά μή δικαιολογεῖ καθένας τόν ἑαυτό του. Ἄν δικαιολογοῦν τόν ἑαυτό τους, ὅσα πνευματικά βιβλία κι ἄν διαβάσουν, δέν ὠφελοῦνται. Ἄν ἔχουν καλή διάθεση, ἔχουν πνευματικό καί τοῦ κάνουν ὑπακοή, δέν θά ἔχουν προβλήματα. Χωρίς πνευματικό διαιτητή δέν γίνεται. Τό καλύτερο εἶναι νά ἔχουν τά ἀνδρόγυνα τόν ἴδιο πνευματικό. Ὄχι ἄλλον πνευματικό ὁ ἄνδρας καί ἄλλον ἡ γυναίκα. Δύο ξύλα, ἄν τά πελεκήσουν δύο μαραγκοί, ὅπως νομίζει ὁ καθένας, δέν θά μπορέσουν ποτέ νά ἐφαρμόσουν. Ἐνῶ, ὅταν ἔχουν τόν ἴδιο πνευματικό, ὁ πνευματικός πελεκάει τά ἐξογκώματα – τά ἐλαττώματα – τοῦ ἑνός, πελεκάει καί τά ἐξογκώματα τοῦ ἄλλου, καί ἔτσι ἐξομαλύνονται οἱ δυσκολίες. Ἀλλά σήμερα, ἀκόμη καί ἀνδρόγυνα πού ζοῦν πνευματικά, ἔχουν διαφορετικό πνευματικό. Σπάνια ἔχουν καί οἱ δυό τόν ἴδιο πνευματικό, γι΄ αὐτό καί δέν βοηθιοῦνται. Ἔχω ὑπ΄ ὄψιν μου ἀνδρόγυνα πού ταίριαζαν, ἀλλά δέν εἶχαν τόν ἴδιο πνευματικό γιά νά τούς βοηθήση, καί χώρισαν. Καί ἄλλα πού ἐνῶ δέν ταίριαζαν, ἐπειδή εἶχαν τόν ἴδιο πνευματικό, ἔζησαν ἁρμονικά.”[35]

Κι ἐδῶ ὁ ὅσιος γέρων Παΐσιος, ὅπως εἴδαμε καί γιά τόν γέροντα Πορφύριο, θεωρεῖ σημαντική τήν σωστή ἀνατροφή, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἤδη ἀπό τήν περίοδο τῆς ἐγκυμοσύνης:

“Ἡ ἀνατροφή τοῦ παιδιοῦ ἀρχίζει ἀπό τήν ἐγκυμοσύνη. Ἄν ἡ μητέρα πού κυοφορεῖ συγχύζεται καί στενοχωριέται, τό ἔμβρυο μέσα στήν κοιλιά της ταράζεται. Ἐνῶ, ὅταν ἡ μάνα προσεύχεται καί ζῆ πνευματικά, τό παιδάκι στήν κοιλιά της ἁγιάζεται. Γι΄ αὐτό ἡ γυναίκα, ὅταν εἶναι ἔγκυος, πρέπει νά λέη τήν εὐχή, νά μελετάη λίγο ἀπό τό Εὐαγγέλιο, νά ψάλλη, νά μήν ἔχη ἄγχος, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι νά προσέχουν νά μήν τήν στενοχωροῦν. Τότε τό παιδί πού θά γεννηθῆ θά εἶναι ἁγιασμένο καί οἱ γονεῖς δέν θά ἔχουν πρόβλημα μαζί του, οὔτε ὅταν εἶναι μικρό, οὔτε ὅταν μεγαλώση.”[36]

Οἱ γονεῖς πρέπει νά διαπαιδαγωγοῦν τά παιδιά πρός τόν Χριστό, μᾶς διδάσκει ὁ ὅσιος γέρων:

“Οἱ μητέρες, χωρίς νά ζορίζουν τά παιδιά, πρέπει νά τά μαθαίνουν ἀπό μικρά νά προσεύχονται. Στά χωριά τῆς Καππαδοκίας οἱ κάτοικοι ζοῦσαν ἔντονα τήν ἀσκητική παράδοση. Πήγαιναν μέ τά παιδιά τους στά ἀσκητήρια καί ἐκεῖ ἔκαναν μετάνοιες καί προσεύχονταν μέ δάκρυα, καί ἔτσι μάθαιναν καί τά παιδιά νά προσεύχωνται. Οἱ Τσέτες[37], ὅταν πήγαιναν τό βράδυ νά τούς ληστέψουν, περνοῦσαν ἔξω ἀπό τά ἐκκλησάκια, ἄκουγαν κλάματα καί ἀποροῦσαν. “Καλά, τί γίνεται; ἔλεγαν. Αὐτοί τήν ἡμέρα γελᾶνε καί τήν νύχτα κλαῖνε;”. Δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν τί συμβαίνει.

[…]

Οἱ γονεῖς πρέπει νά βοηθοῦν μέ διάκριση τά παιδιά ἀπό μικρά νά πλησιάσουν στόν Χριστό καί νά ζήσουν ἀπό μικρά τίς ἀνώτερες χαρές, τίς πνευματικές. Ὅταν ἀρχίσουν νά πηγαίνουν στό σχολεῖο, πρέπει σιγά-σιγά νά τά μάθουν νά μελετοῦν κάποιο πνευματικό βιβλίο καί νά τά βοηθοῦν νά ζοῦν πνευματικά. Τότε θά εἶναι ἀγγελούδια καί μέ τήν προσευχή τους θά ἔχουν μεγάλη παρρησία πρός τόν Θεό.”[38]

Ἀπό τόν ἴδιο ὅσιο πατέρα ἐπιλέξαμε ἕνα ἀπόσπασμα, τό ὁποῖο ὁμιλεῖ γιά τό χρέος τῶν τέκνων νά φροντίζουν ἐν τέλει τούς γέρους γονεῖς τους καί μάλιστα χωρίς νά γογγύζουν:

“Πῶς κατάντησε ὁ κόσμος! Καί στά Φάρασα καί στήν Ἥπειρο[39]γηροκομοῦσαν ἀκόμη καί τά ζῶα. Καλά τά μουλάρια, ἀλλά καί αὐτά τά ζῶα πού τό κρέας τους τρωγόταν δέν τά ἔσφαζαν. Τά γέρικα βόδια λ.χ. μέ τά ὁποῖα ὄργωναν, τά σέβονταν, τά περιποιοῦνταν, τά γηροκομοῦσαν, γιατί ἔλεγαν: “Φάγαμε ψωμί ἀπό αὐτά”. Δηλαδή τά ζῶα πού ἦταν ἐργατικά καί δούλευαν στό χωράφι εἶχαν καί καλά γεράματα. Καί τότε οἱ ἄνθρωποι δέν εἶχαν τά μέσα πού ἔχουν σήμερα. Ἔπρεπε μέ τόν χειρόμυλο νά ἀλέθουν τό ρόβι, νά τό κάνουν ψιλό, γιά νά μπορῆ τό καημένο νά τό φάη. Ὁ σημερινός ὅμως κόσμος ξέφυγε· ἀνθρώπους δέν γηροκομοῦν, ποῦ νά γηροκομήσουν τά ζῶα!

[…]

Πολλά ἀνδρόγυνα δυσανασχετοῦν γιά τίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζουν στήν οἰκογένειά τους ἀπό τίς ἰδιοτροπίες καί τήν γκρίνια τῶν παππούδων πού γηροκομοῦν. Ξεχνοῦν τίς ἀταξίες πού ἔκαναν οἱ ἴδιοι ἤ τή γκρίνια καί τίς παραξενιές πού εἶχαν, ὅταν ἦταν παιδιά. Δέν θυμοῦνται πού δέν ἄφηναν τούς γονεῖς τους νά ἡσυχάσουν μέ τά κλάματα καί τά καμώματά τους.”[40]

Στό ἐρώτημα πῶς νά φέρεται κάποιος, ὁ ὁποῖος ἀδικεῖται, μέ τό ὁποῖο ἐρώτημα εἴδαμε πρωτύτερα ὅτι ἐπίσης ἀσχολήθηκε καί ὁ ὅσιος Θεοφάνης ὁ ἔγκλειστος, ἀπαντᾶ καί ὁ ὅσιος Παΐσιος ἐπ΄ ἀφορμῇ κάποιου πιστοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ δήλωσε ὅτι ὅταν τόν ἀδικοῦν ἡ καρδιά του σκληραίνει. Ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ γέρων:

“Γιά νά μή σκληραίνη, ποτέ νά μή σκέφτεσαι ὅτι φταίει ἤ πόσο φταίει ὁ ἄλλος πού σέ ἀδικεῖ, ἀλλά πόσο φταῖς ἐσύ. Βλέπεις, ὅταν οἱ ἄνθρωποι μαλώνουν μεταξύ τους, ὅλοι τους λένε ὅτι ἔχουν δίκαιο, μόνον πού παίρνουν περισσότερο δίκαιο ἀπ΄ ὅσο δικαιοῦνται, γι΄ αὐτό καί διαφωνοῦν συνέχεια. Πηγαίνουν στήν ἀστυνομία π.χ., καί ὁ καθένας λέει: “μέ ἔδειρε ὁ τάδε” – δέν λέει πόσο τόν ἔδειρε αὐτός! – καί τοῦ κάνει μήνυση. Ἄν σκεφτόμασταν ὅτι ὁ πιό ἀδικημένος εἶναι ὁ Χριστός, θά δεχόμασταν μέ χαρά τήν ἀδικία.”[41]

Γιά τό ὅτι ἡ καλή πράξη δέν πρέπει νά γίνεται μέ ὑπολογισμό καί μέ προσδοκία ἀνταμοιβῆς μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ὅσιος γέρων στό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα:

“Νά μή κάνουμε τό καλό μέ ὑπολογισμό, γιά νά πάρουμε μισθό, ἀλλά νά ἀγωνιζώμαστε ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό· νά προσέχουμε νά μήν ἔχη μέσα τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο, φιλαυτία, ἰδιοτέλεια κ.λπ. Νά ἔχουμε στόν νοῦ μας ὅτι ὁ Χριστός μᾶς βλέπει, μᾶς παρακολουθεῖ, καί νά προσπαθοῦμε νά μή Τόν στεναχωροῦμε. Διαφορετικά ξεφτίζει καί ἡ πίστη μας καί ἡ ἀγάπη μας.”[42]

Ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο ὁ χριστιανός νά ἐπιμελεῖται τήν ὑγεία τῆς συνειδήσεώς του μᾶς φανερώνουν οἱ ἀκόλουθες διδαχές τοῦ ὁσίου γέροντος:

“Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν παρακολουθῆ τόν ἑαυτό του καί δέν ξεσκονίζη τήν συνείδησή του, ἡ συνείδησή του πιάνει σιγά-σιγά πουρί καί γίνεται ἀναίσθητος. Ἁμαρτάνει καί εἶναι σάν νά μή συμβαίνει τίποτε.

[…]

Ὁ ἄνθρωπος γιά νά εἶναι σίγουρος ὅτι αὐτό πού κάνει εἶναι αὐτό πού τοῦ λέει ἡ συνείδησή του, πρέπει νά παρακολουθῆ τόν ἑαυτό του καί νά τόν ἐκθέτη στόν πνευματικό του. Γιατί μπορεῖ νά ἔχη καταπατήσει τήν συνείδησή του καί νά νομίζη ὅτι πάει καλά. Ἤ νά ἔχη φτιάξει λανθασμένη συνείδηση καί ἐνῶ ἔχει κάνει ἔγκλημα, νά νομίζη ὅτι ἔκανε εὐεργεσία. Ἤ, ἀκόμη, νά ἔχη τήν συνείδησή του ὑπερευαίσθητη καί νά πάθη ζημιά.”[43]

Γιά τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση ὁμιλοῦν τά ἑπόμενα δύο ἀποσπάσματα, τά ὁποῖα ἐπιλέξαμε ἀπό τόν ἀνεξάντλητο πνευματικό πλοῦτο τοῦ ὁσίου γέροντος. Σέ ἐρώτημα ἐάν εἶναι σωστή ἡ σκέψη τοῦ πιστοῦ ὁ ὁποῖος πιστεύει μέσα του ὅτι ὁ Χριστός θά τοῦ φερθεῖ μέ ἐπιείκεια, ἀπαντᾶ ὁ ὅσιος:

“Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη μεγάλη ταπείνωση, ἀναγνωρίζη τό σφάλμα του, αἰσθάνεται τήν ἐνοχή του σέ μεγάλο βαθμό καί ὑποφέρη, τότε ὁ Χριστός θά φερθῆ μέ ἐπιείκεια καί θά τόν συγχωρήση. “Παιδί μου, θά τοῦ πῆ, μήν τό σκέφτεσαι πιά· πάει ἔληξε”. Ἄν ὅμως δέν συναισθάνεται τήν ἐνοχή του καί ἀναπαύη τόν λογισμό του ὅτι ὁ Χριστός θά φερθῆ μέ ἐπιείκεια καί εὐσπλαχνία, αὐτό εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο. Δηλαδή ὁ Χριστός θά βραβεύση τούς ἁμαρτωλούς;”[44]

“Μέ τήν ἐξομολόγηση πετάει ὁ ἄνθρωπος ἀπό μέσα του ὅ,τι ἄχρηστο ἔχει καί καρποφορεῖ πνευματικά. Μιά μέρα ἔσκαβα τόν κῆπο μου, γιά νά φυτέψω λίγες ντοματιές. Ἐκείνη τήν ὥρα ἦρθε κάποιος καί μοῦ λέει: “Τί κάνεις, Γέροντα;”. “Τί νά κάνω; τοῦ λέω, ἐξομολογῶ τόν κῆπο μου”. Καλά, Γέροντα, μοῦ λέει, χρειάζεται καί ὁ κῆπος ἐξομολόγηση; “Ἀσφαλῶς χρειάζεται. Ἔχω διαπιστώσει πώς ὅταν τόν ἐξομολογῶ, βγάζω δηλαδή ἔξω τίς πέτρες, ἀγριάδες, ἀγκάθια κ.λπ., τότε βγάζει ἐπίσημα κηπευτικά, ἀλλιῶς οἱ ντομάτες γίνονται κιτρινιάρικες, καχεκτικές!”[45]

Τελευταῖο ἀπόσπασμα ἀπό τόν ὅσιο Παΐσιο διαλέξαμε ἕνα σχετικό μέ τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως. Ὅσα λέγει ἐδῶ ὁ γέρων ἀφοροῦν τόν πνευματικό, ὅμως ἐφαρμόζουν ἄριστα καί στόν ἐκπαιδευτικό, διότι καί ἐκεῖνος ἔχει νά κάνει μέ ψυχές ἀνθρώπων, τίς ὁποῖες ὀφείλει νά τίς βοηθήσει νά ἀναπτυχθοῦν ἐν Χριστῷ:

“Χρειάζεται διάκριση καί ξανά διάκριση, ὅταν ἔχη κανείς νά κάνη μέ ψυχές. Στήν πνευματική ζωή δέν ὑπάρχει μία συνταγή, ἕνας κανόνας. Ἡ κάθε ψυχή ἔχει τήν δική της ποιότητα καί χωρητικότητα. Ὑπάρχουν δοχεῖα μέ μεγάλη χωρητικότητα καί δοχεῖα μέ μικρή χωρητικότητα. Ἄλλα εἶναι πλαστικά καί δέν ἀντέχουν πολύ καί ἄλλα εἶναι μεταλλικά καί ἀντέχουν. Ὅταν ὁ πνευματικός γνωρίση τήν ποιότητα καί τήν χωρητικότητα τῆς ψυχῆς, θά ἐνεργῆ ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητες καί μέ τήν κληρονομικότητα πού ἔχει, καί μέ τήν πρόοδο πού ἔχει κάνει. Ἡ συμπεριφορά του θά εἶναι ἀνάλογη μέ τήν κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται ὁ ἐξομολογούμενος, μέ τήν ἁμαρτία πού ἔκανε, καί μέ ἕνα σωρό ἄλλα. Στόν ἀναιδῆ θά προσέξη νά μή δίνη δικαίωμα γιά ἀναίδεια. Τήν εὐαίσθητη ψυχή θά κοιτάξη πῶς νά τήν βοηθήση νά ἀντιμετωπίση μέ ἀνδρισμό τά προβλήματά της.”[46]

 

Ἀπό τή γενικότερη ἁγιορειτική ἀσκητική παράδοση ἐπιλέξαμε τά ἑξῆς ἀποφθέγματα τοῦ γέροντος Ἀνθίμου τοῦ Ἀγιαννανίτου[47], τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τήν ἀγάπη, τήν ἀνεξικακία, τήν ταπείνωση, τή μακροθυμία καί τήν προσευχή:

“Ὁ παπα-Ἄνθιμος ὁ Ἀγιαννανίτης, ὁ Πνευματικός, συμβούλευε: “Πρόσεχε, παιδί μου, διότι ἡ κακία ὑποβιβάζει τόν ἄνθρωπο στήν κτηνώδη κατάσταση τῶν θηρίων, στά ὁποῖα ἐπικρατεῖ τό δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου, ἐνῶ ἡ ἀγάπη μᾶς οἰκοδομεῖ καί μᾶς ἀνεβάζει στό ὕψος τῆς ὁλοκλήρωσης ὅλων τῶν ἀρετῶν πρός μίμηση τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων.

Ἡ ταπείνωση εἶναι τό θεμέλιο, πάνω στό ὁποῖο οἰκοδομοῦνται ὅλες οἱ ἀρετές, ἔχοντας ὡς ἐπισφράγισμα τήν ἀγάπη.

Τό πάθος τοῦ θυμοῦ εἶναι ἡ φωτιά, ἡ ὁποία καίει τούς νέους βλαστούς τῶν ἀρετῶν καί δέν ἐπιτρέπει τήν ἀνάπτυξή τους. Ὁ θυμός εἶναι ἕνα ἀπό τά τέκνα τοῦ καταραμένου πάθους τῆς ὑπερηφανείας.

Ἡ προσευχή μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεό, ὅταν προσφέρεται ἀπό ψυχή καθαρή ἀπό πάθη, καί ὅταν ὁ νοῦς μας ἔχη περιορίσει τόν περισπασμό ἀπό τίς μέριμνες τοῦ κόσμου.

Ἡ ἀγάπη μας φανερώνεται ὄχι ὅταν ἀγαποῦμε αὐτούς πού μᾶς ἀγαποῦν, ἀλλά κυρίως ὅταν ἀγαποῦμε ὅσους μᾶς ἐχθρεύονται.

Ὁ καλύτερος δάσκαλος τῶν ἀρετῶν εἶναι τό φωτεινό παράδειγμα τῆς ἐνάρετης ζωῆς, ἐνῶ τά λόγια, ὅσο σοφά κι ἄν εἶναι, ὅταν δέν προφέρονται μέσα ἀπό τό βίωμα, εἶναι καρπός ὑποκρισίας.”[48]

 

Στ΄. Ἡ προσευχή τῆς ὀρθοδοξίας εἶναι τό τελευταῖο θέμα τό ὁποῖο θά μᾶς ἀπασχολήσει ἐδῶ. Θά δοῦμε σέ ἀπόδοση στή σύγχρονη ἑλληνική ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, θαυμάσιο ἔργο καί αὐτό ὅπως ὅλα ὅσα βγῆκαν ἀπό τή γραφίδα του, “Λόγοι εἰς τήν προσευχήν”. Ἀποτελεῖται ἀπό πέντε λόγους καί ἀναλύει τήν Κυριακή προσευχή. Στό ἀκολουθοῦν ἀπόσπασμα ἐξηγεῖ ὁ ἱερός πατήρ τί προσφέρει ἡ προσευχή στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου:

“…μέ τήν προσευχή ἐπιτυγχάνεται ἡ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ. Κι ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μέ τό Θεό, ἔχει χωρισθεῖ ἀπό τό διάβολο. Ἡ προσευχή εἶναι φύλακας τῆς σωφροσύνης, χαλιναγωγεῖ τό θυμό, καταστέλλει τήν ὑπερηφάνεια, καθαρίζει ἀπό τή μνησικακία, διώχνει τό φθόνο, καταργεῖ τήν ἀδικία, ἐπανορθώνει τήν ἀσέβεια. Ἡ προσευχή εἶναι δύναμη τῶν σωμάτων, φέρνει χαρά στό σπίτι, χορηγεῖ εὐνομία στήν πόλη, παρέχει ἰσχύ στήν ἐξουσία, δίνει τή νίκη κατά τή διάρκεια τοῦ πολέμου, ἐξασφαλίζει τήν εἰρήνη, ξαναενώνει τούς χωρισμένους, διατηρεῖ στή θέση τους τούς ἑνωμένους. Ἡ προσευχή εἶναι τό ἐπισφράγισμα τῆς παρθενίας, ἡ πιστότητα τοῦ γάμου, ὅπλο στούς ὁδοιπόρους, φύλακας ὅσων κοιμοῦνται, θάρρος τῶν ξύπνιων, στούς γεωργούς φέρνει τήν εὐφορία, στούς ναυτιλλομένους χαρίζει τή σωτηρία. Ἡ προσευχή γίνεται συνήγορος τῶν δικαζομένων, ἐλευθερία τῶν φυλακισμένων, ἀνάπαυση τῶν κουρασμένων, παρηγοριά τῶν λυπημένων, χαρά γιά τούς χαρούμενους, παρηγοριά στούς πενθοῦντες, δόξα γι΄ αὐτούς πού ἔρχονται σέ γάμο, γιορτή στά γενέθλια, σάβανο γι΄ αὐτούς πού πεθαίνουν. Ἡ προσευχή εἶναι συνομιλία μέ τό Θεό, θεωρία τῶν ἀοράτων, πληροφόρηση γιά ὅσα ἐπιθυμοῦμε, ὁμοτιμία μέ τούς ἀγγέλους, προκοπή στά καλά ἔργα, ἀποτροπή ἀπό τά κακά, διόρθωση γιά κείνους πού ἁμαρτάνουν, ἀπόλαυση τῶν παρόντων ἀγαθῶν, ὑπόσταση τῶν ἀγαθῶν τοῦ μέλλοντος.”[49]

 

Γιά τήν ρωμαιοκαθολική προσευχή, γιά τούς ρωμαιοκαθολικούς ἁγίους καί θεολόγους οἱ ὁποῖοι τήν προωθοῦν, ὅσο καί γιά τά σφάλματα τά ὁποῖα τή χαρακτηρίζουν, ἔχουμε σαφῶς διατυπωμένες γνῶμες τῶν Ρώσων ἁγίων καί ἐπισκόπων Θεοφάνους τοῦ ἐγκλείστου[50]καί Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ[51]:

“Ὁ ἐπίσκοπος Θεοφάνης γνώριζε πολύ καλά τό δυτικό μυστικισμό. Μ΄ ὅλο ὅμως πού δέ συμφωνοῦσε καθόλου μαζί του, τόν ἀντιμετώπιζε μᾶλλον συγκαταβατικά. Κι αὐτό σέ ἀντίθεση μέ τόν ἄλλον ἅγιον ἐπίσκοπο, τόν Ἰγνάτιο Μπριαντσανίνωφ, πού καταδίκαζε μέ αὐστηρότητα τόν δυτικό μυστικισμό, ἐπειδή χρησιμοποιοῦσε ἀνεξέλεγκτα τή φαντασία στήν προσευχή. Ὁ Ἰγνάτιος ἔγραφε γιά τή Μίμηση τοῦ Θωμᾶ Κεμπησίου[52]: “Προσπαθεῖ νά ὁδηγήσει τόν ἀναγνώστη ἄμεσα στήν ἕνωση μέ τό Θεό, χωρίς προηγουμένως νά καθαρθεῖ μέ τή μετάνοια. Τό βιβλίο αὐτό ἑπομένως ἐμπνέει εὐχαρίστηση καί ἡδονή σ΄ ἐκείνους πού εἶναι ἀπροετοίμαστοι καί ἀδαεῖς στά δόγματα τῶν ἁγίων πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί δέν ἔχουν ἐξοικειωθεῖ μέ τή μετάνοια. Τή μίμηση ἀγαποῦν ἰδιαίτερα οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού εἶναι αἰχμάλωτοι τῶν αἰσθήσεών τους. Ἔτσι μπορεῖ νά εὐχαριστηθεῖ κανείς χωρίς ν΄ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή φιληδονία”.

Σκληρότερος ἦταν ὁ ὅσιος Ἰγνάτιος πρός τόν Ἰγνάτιο Λογιόλα καί τόν Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης πού τούς θεωροῦσε πλανεμένους.

Ὁ ὅσιος Θεοφάνης πίστευε ὅτι εἶναι δυνατό νά ὠφελεῖται κανείς ἀπό τήν ἀνάγνωση πνευματικῶν βιβλίων πού γράφτηκαν ἀπό καθολικούς συγγραφεῖς, ἀλλά συμβούλευε νά γίνεται ἡ ἀνάγνωσή τους μέ πολλή προσοχή: Ἔγραφε γιά παράδειγμα κάπου:

“Οἱ καθολικοί ἔχουν πολλούς ταπεινούς καί φίλεργους συγγραφεῖς, ὅπως καί οἱ προτεστάντες. Τίς ἀλήθειες πού εἶναι κοινές γιά ὅλους τούς χριστιανούς τίς ἐκθέτουν καλά. Ἔτσι μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε κάποια ἀπό τά ἔργα τους, ὄχι ὅμως “μέ δεμένα μάτια”, χωρίς δηλαδή νά προσπαθοῦμε νά διακρίνουμε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ποῦ ἐλλοχεύει τό ψέμα κι ἡ πλάνη”[53].

Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὁ μέν ὅσιος Ἰγνάτιος ἀπορρίπτει ἐξ ὁλοκλήρου ἔχοντας πρῶτα μελετήσει ἐντελεχῶς καί διαπιστώσει τά νοσογόνα σημεῖα, ὁ δέ ὅσιος Θεοφάνης δέχεται ἐκλεκτική μελέτη ὑπό τήν προϋπόθεση νά ἔχουμε τή διάκριση νά ξεχωρίζουμε τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος. Σέ καμμία ὅμως περίπτωση δέν ὑπῆρξε ὀρθόδοξος ἅγιος ἤ ἀσκητής, ὁ ὁποῖος νά ἐπιχείρησε νά ἐξισώσει ἤ νά ταυτίσει μέ τήν προσευχή τῆς ὀρθοδοξίας τίς μετά τό σχῖσμα ἀπόπειρες τῶν ρωμαιοκαθολικῶν πρός ἀποκατάσταση τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς.

 

 

 

[1] Ἐννοεῖται, ὅτι ὅσα ἐδῶ προτείνουμε δέν ἐξαντλοῦν κατά κανένα τρόπο τούς θησαυρούς τῶν πατερικῶν ἔργων γιά τά θέματα στά ὁποῖα ἀφοροῦν. Ἀποτελοῦν ἁπλῶς σύντομες προτάσεις γιά σχολική χρήση.

[2] Ἔζησε τόν ΙΔ΄ αἰώνα, κατά προσέγγιση 1322-1392

[3] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας, Μετάφραση Ἀντ. Γ. Γαλίτης, Β΄ ἔκδοση, ἐκδ. Τό περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 21.

[4] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 125.

[5] 1809-1852.

[6] Νικολάϊ Γκόγκολ, Στοχασμοί στή θεία λειτουργία, ἐκδ. Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Αττικῆς 2007, σ. 7

[7] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 45-6.

[8] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 92.

[9] Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 66, σ. 369-426.

[10] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 370.

[11] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 377.

[12] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 398.

[13] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 373.

[14] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 383.

[15] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 387.

[16] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 379.

[17] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 380.

[18] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 394.

[19] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 400.

[20] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 407.

[21] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 422.

[22] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 423.

[23] Δηλαδή ἡ θέλησή του ζητοῦσε τά ὑψηλά, ἐπιθυμοῦσε τόν Θεό.

[24] Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, κεφ. 7.

[25] Ὁμιλία ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, κεφ. 3.

[26] 1815-1894.

[27] Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου, Ἀπάνθισμα ἐπιστολῶν, Μετάφρασις ἐκ τοῦ ρωσσικοῦ Ἀρχιμ. Τιμοθέου, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1984, σ. 72-74.

[28] Ἡ θρησκεία στή ζωή, στήν ἱστορία καί στόν πολιτισμό, Πορεία μέσα ἀπό ἀντιθέσεις, Φάκελος Μαθήματος, Ἔντυπο ὑλικό στά Θρησκευτικά Β΄ Γυμνασίου, Ὑπουργεῖο Παιδείας, Ἔρευνας καί θρησκευμάτων, Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς, Ἰνστιτοῦτο Τεχνολογίας Ὑπολογιστῶν καί Ἐκδόσεων “Διόφαντος”, Ἀθήνα 2017, σ. 83.

[29] Τό δημοσίευμα αὐτό ἀναρτήθηκε στίς 28/8/2017 στήν ἑξῆς διαδικτυακή διεύθυνση: http://thriskeftika.blogspot.gr/2017/08/1922.html#more

Ἐπίσης ἀναρτήθηκε στίς 2/9/2017 στήν ἑξῆς διαδικτυακή διεύθυνση: enromiosini.gr/arthrografia/αὔγουστος-1922-ἡ-κορύφωση-τῆς-τραγωδίας/

[30] 1906-1991.

[31] Γέρων Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Βίος καί λόγοι, Η΄ ἔκδοση, Ἱερά μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2007, σ. 415.

[32] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 298.

[33] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 447-8.

[34] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Λόγοι Δ΄, Οἰκογενειακή ζωή, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος” Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2010, σ. 39-40.

[35] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Λόγοι Γ΄, Οἰκογενειακή ζωή, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος” Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2010, σ. 252-3.

[36] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, τόμ. Δ΄, σ. 84.

[37] Ἐπεξήγηση δική μας: οἱ “τσέτες” ἦταν Τοῦρκοι ληστές.

[38] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, τόμ. Δ΄, σ. 160-161.

[39] Ὡς γνωστόν, ὁ ὅσιος γέρων γεννήθηκε στά Φάρασα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τά ὁποῖα ὑπάγονται στήν ἁγιοτόκο Καππαδοκία καί μεγάλωσε καί ἀνατράφηκε στήν Ἥπειρο.

[40] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, τόμ. Δ΄, σ. 139-140.

[41] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Λόγοι Γ΄, Πνευματικός ἀγώνας, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον “Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος” Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2001, σ. 71.

[42] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 120.

[43] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 125-6.

[44] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 149.

[45] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 246.

[46] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σ. 280.

[47] 1913-1996.

[48] Ἀπό τήν ἀσκητική καί ἠσυχαστική ἁγιορειτική παράδοση, Ἅγιον Ὄρος 2011, σ. 427-8.

[49] Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Λόγοι εἰς τό Πάτερ Ἡμῶν, εἰσαγωγή κείμενο, μετάφραση, σχόλια, ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1983, σ. 51-53.

[50] 1815-1894.

[51] 1807-1867.

[52] 1380-1471.

[53] Πέτρος Μπότσης, Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος, Οἱ τρεῖς σταυροί, Ἀθήνα 2014, σ. 53-54.