Η διαφήμιση που προμοτάρει κατακλυσμηδόν τελευταία το υπουργείο της καθ’ ημάς (;) Παιδείας από τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα είναι πραγματικά ελκυστική. Και η απορία του συμπαθέστατου πιτσιρικά των διαφημιστικών σποτ προκύπτει εύγλωττη και καθ’ όλα εύλογη: «Τώρα, βέβαια… γιατί μου λένε όλοι να γίνω δικηγόρος;». Για να ακολουθήσει, καπάκι, το ηθικόν δίδαγμα: «Επιτυχία είναι να δουλεύεις πάνω σε αυτό που σου αρέσει, σε αυτό που είσαι καλός.

Και έπρεπε να είναι και ελκυστική και πειστική η διαφήμιση. Γιατί χρησιμοποιείται κατ’ εξοχήν ως το διαφημιστικό περιτύλιγμα της πιο ωμής και αδιάντροπης απόπειρας εξαπάτησης και παγίδευσης της εκπαιδευτικής κοινότητας και ευρύτερα της κοινής γνώμης στα ζητήματα της λυκειακής εκπαίδευσης.

Αξίζει να εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο στα επίδικα αυτού του νομοθετήματος. «Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων», όπως μας πληροφορεί η έντυπη εκδοχή της διαφήμισης, «έχει δρομολογήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου μπορείς να βρεις το δικό σου μονοπάτι, για να βγεις στην αγορά εργασίας, με δεξιότητες που θα σε κάνουν να πετύχεις σε αυτό που πραγματικά σου ταιριάζει, σε αυτό που έχει προοπτική». Και αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» είναι οι «περισσότερες επιλογές», σε σχέση με το παρελθόν, που κομίζει στην εκπαιδευτική αγορά ο προσφάτως ψηφισμένος νόμος για τη μεταγυμνασιακή εκπαίδευση των νέων: το Γενικό και το Επαγγελματικό Λύκειο και οι Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης.

Και όμως, αυτή η περίτεχνη μιντιακή κατασκευή των τεχνοκρατών της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας καταρρέει στην ελάχιστη πνοή του ανέμου σαν χάρτινος πύργος. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος/κάποια από τους επερωτώμενους πιτσιρικάδες μετά από ενδελεχή ενδοσκόπηση αποφαίνεται ότι το δικό του μονοπάτι είναι η γραφιστική ή τα νοσηλευτικά επαγγέλματα ή κάποια άλλη από τις πενήντα τόσες ειδικότητες της τεχνικής εκπαίδευσης που ο ίδιος αυτός νόμος τόσο ασύστολα και ανάλγητα κατάργησε από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Τι θα του απαντούσαν άραγε οι αρχιτέκτονες αυτού του νομοθετήματος; Τι θα απαντούσαν στις χιλιάδες των νέων που ήδη είχαν επιλέξει κάποια από αυτές τις ειδικότητες και από τη μια μέρα στην άλλη κυριολεκτικά είδαν το «δικό τους μονοπάτι» να καταβαραθρώνεται; Τι θα απαντούσαν και στις εκατοντάδες εκπαιδευτικών της επαγγελματικής εκπαίδευσης που είχαν κληθεί παλαιότερα στη δημόσια εκπαίδευση για να κρατήσουν αυτά τα μονοπάτια ανοιχτά στη νέα γενιά και τώρα οι ίδιοι ρίχτηκαν στην ανεργία και την ανέχεια;

Γενική μόρφωση: ουσιώδες εν ανεπαρκεία

Πριν καλά καλά κλείσουν τα δεκαπέντε τους οι απόφοιτοι του Γυμνασίου θα βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με μια κρίσιμη τριπλή επιλογή: Γενικό Λύκειο, Επαγγελματικό Λύκειο ή Σχολή Επαγγελματικής Κατάρτισης; Κι εδώ δεν πρόκειται για μια επιλογή που ανοίγει, αλλά που περιορίζει ασφυκτικά τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές προοπτικές τους. Πρώτ’ απ’ όλα γιατί αυτή η νεότευκτη προκρούστεια κατασκευή λειτουργεί σε βάρος μιας συνολικής, ευρείας και πολυδιάστατης μόρφωσής τους.

Στο Γενικό Λύκειο φαίνεται πως τελικά περισώθηκε, κατά ένα τρόπο, η πρώτη τάξη του υπέρ της γενικής παιδείας και της συνολικής μορφωτικής συγκρότησης των νέων. Από τη δεύτερη τάξη όμως αρχίζουν να τίθενται κρίσιμα εκπαιδευτικά (και ταυτόχρονα επαγγελματικά) διλήμματα: ανθρωπιστικές ή θετικές σπουδές; Ο μονοδιάστατος μορφωτικός προσανατολισμός κορυφώνεται στην τρίτη τάξη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του σχολικού προγράμματος αφιερώνεται σε μαθήματα της «ομάδας προσανατολισμού». Και όπως έχει δείξει η πείρα δεκαετιών, η συνύπαρξη μαθημάτων γενικής παιδείας και μαθημάτων «κατεύθυνσης» ή «δέσμης» αποβαίνει τραγικά σε βάρος των πρώτων. Σχολείο και φροντιστήριο στρέφονται προς την εμπέδωση της «εξεταστέας» ύλης και τα μαθήματα και οι δρατηριότητες γενικής παιδείας περιθωριοποιούνται.

Αντίστοιχο – και προφανώς σοβαρότερο – είναι το πρόβλημα στο Επαγγελματικό Λύκειο, για να κορυφωθεί στον απόλυτο βαθμό στην περίπτωση της Σχολής Επαγγελματικής Κατάρτισης: οι απόφοιτοι που θα επιλέξουν ή θα εξωθηθούν σε αυτή καλούνται να λησμονήσουν ό,τι έχει σχέση με την περαιτέρω γενική μόρφωσή τους και ταυτόχρονα να διαγράψουν από τα μελλοντικά τους όνειρα την προοπτική πρόσβασης στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Εγκλωβίζονται εξαρχής σε μια εφήμερη και επιφανειακή κατάρτιση που ψαλιδίζει εφ’ όρου ζωής τις δυνατότητές τους να βελτιώσουν τη ζωή τους μέσω της απόκτησης μορφωτικών προσόντων υψηλής κοινωνικής αναγνωρισιμότητας και αποδοτικότητας.

Το νέο εκπαιδευτικό κατασκεύασμα, επομένως, καταδικάζει τη νέα γενιά, πέρα από την ανεργία και την οικονομική δυσπραγία, και σε μια περαιτέρω μορφωτική υποβάθμισή τους. Ολοένα και περισσότεροι νέοι και νέες θα αποδίδονται ως πολίτες στην κοινωνία με σοβαρό μορφωτικό έλλειμμα, σε μια περίοδο που οι πάντες επικαλούνται τη σημασία της παιδείας για την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας.

«Τράπεζα θεμάτων» και νομιμοποίηση της αποπομπής από το Λύκειο

«Και γιατί να επιλέξει κανείς τη Σχολή Επαγγελματικής Κατάρτισης και όχι το Γενικό ή το Επαγγελματικό Λύκειο»; θα μπορούσε εύλογα να υποστηρίξει κανείς. Και το συναφές ερώτημα που προκύπτει είναι: «Πρόκειται πραγματικά για επιλογή ανάμεσα στα τρία «παράλληλα» σχολικά μονοπάτια ή για υποχρεωτική και βίαιη εξώθηση των νέων από το Γενικό προς το Επαγγελματικό Λύκειο και τη Σχολή Επαγγελματικής Κατάρτισης;

Όλα δείχνουν ότι πρόκειται, δυστυχώς, για το δεύτερο. Τυπικά, η δυνατότητα επιλογής δεν έχει ακόμα ακυρωθεί. Η πορεία, όμως, από τάξη σε τάξη όσων θα επιλέξουν το Γενικό Λύκειο –και ως ένα βαθμό και το Τεχνολογικό Λύκειο- θα γίνεται μέσα από σε ένα συνεχές εξεταστικό ναρκοπέδιο. Οι σχεδιαστές του νέου Λυκείου έχουν πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε λίγοι τελικά να κατορθώνουν να ξεπερνούν, χωρίς την αναγκαία βοήθεια και στήριξη, τα αυξημένα εμπόδια και τις αλλεπάλληλες δυσκολίες αυτής της επίπονης πορείας. Και σε αυτή την υπόθεση ευνοούνται κυρίως εκείνοι που διαθέτουν, όχι από το σχολείο αλλά από το οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον, τα μέσα, την υποστήριξη και την εκπαιδευτική βοήθεια που θα τους δώσουν την δυνατότητα να αντέξουν σε ένα μακροχρόνιο και σκληρό ανταγωνισμό αποβλέποντας σε μια μακρινή και συχνά αβέβαιη επιτυχία. Γι’ αυτό το λόγο το νέο σύστημα καθιστά το Λύκειο ακόμα πιο αποτελεσματικό μηχανισμό ταξικής επιλογής και διεύρυνσης των μορφωτικών ανισοτήτων.

Η «Τράπεζα Θεμάτων» είναι ένα από τα βασικά στοιχεία αυτού του μηχανισμού αναπαραγωγής και διεύρυνσης των μορφωτικών ανισοτήτων. Εξασφαλίζει στους χειριστές του συστήματος τη δυνατότητα να αυξομειώνουν κατά βούληση τη δυσκολία των προαγωγικών και των απολυτήριων εξετάσεων με έναν φαινομενικά αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο: κληρώνοντας, ανάλογα με τη βούλησή τους, διαβαθμισμένα θέματα υψηλού ή χαμηλού βαθμού δυσκολίας. Ταυτόχρονα, το νέο σύστημα επιτρέπει να κατακλύζεται η κοινή γνώμη με ακριβή ποσοτικά δεδομένα και δείκτες της «αποτελεσματικότητας» κάθε σχολείου, κάθε περιοχής της χώρας αλλά και κάθε μεμονωμένου εκπαιδευτικού. Από εκεί και πέρα, ο δρόμος προς την κατάταξη των σχολείων και των εκπαιδευτικών βάσει των δεικτών επιτυχίας είναι ανοιχτός.

Η επιμονή του υπουργείου Παιδείας να εφαρμόσει τη μέθοδο της κλήρωσης των θεμάτων από το τρέχον σχολικό έτος, παρά τη μεγάλη καθυστέρηση και την ελλιπή προετοιμασία του όλου σχεδιασμού, ίσως δεν είναι τόσο ανεξήγητη. Φαίνεται πως οι αρμόδιοι παράγοντες επιζητούν μια άμεση και «εύγλωττη» δικαίωση της πολιτικής τους τουλάχιστον σε δύο σημαντικά επίδικα της τρέχουσας συγκυρίας: τη μείωση των αποφοίτων του Λυκείου και των εισαγομένων στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ αφενός και την πολιτική των απολύσεων στο δημόσιο τομέα και ειδικότερα στην εκπαίδευση αφετέρου.

Ως προς το πρώτο επίδικο: η προδιαγραφόμενη αποτυχία πολλών μαθητών και μαθητριών να προαχθούν εφέτος από την πρώτη τάξη του Λυκείου εξαιτίας των αυξημένων δυσκολιών του νέου συστήματος θα είναι η καλύτερη επιβεβαίωση της άποψης ότι «δεν κάνουν όλοι για τα γράμματα». Η προσφυγή στα φροντιστήρια, συχνά με μεγάλες θυσίες από μέρους των γονέων, δε θα σταθεί ικανή να μεταβάλει σημαντικά την κατάσταση. Η αποτυχία ενός μεγάλου αριθμού μαθητών και μαθητριών θα χρεωθεί στους ίδιους και η έμμεση αποπομπή και εξώθησή τους προς τα άλλα δύο μονοπάτια, ιδίως προς τη Σχολή Επαγγελματικής Κατάρτισης, θα παρουσιαστεί ως αναγκαία και αναπόφευκτη. Λιγότεροι προαγόμενοι από τάξη σε τάξη, λιγότεροι απόφοιτοι Λυκείου και, προφανώς, περαιτέρω συρρίκνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι κάποιες από τις αναμενόμενες μεσοπρόθεσμες συνέπειες αυτού του εγχειρήματος.

Ως προς το δεύτερο επίδικο: οι αρνητικές επιδόσεις που αναμένεται να παρουσιαστούν σε πολλά σχολεία της χώρας, ιδίως σε υποβαθμισμένες λαϊκές περιοχές, είναι εύκολο να αποδοθούν σε συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς, που δεν έχουν την ικανότητα ή τη διάθεση να εργαστούν αποτελεσματικά για την αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Κατά συνέπεια, η αυστηρή αξιολόγησή τους, πού ήδη έχει θεσπίσει η κυβέρνηση, θα παρουσιαστεί ως αναγκαία και η επιβολή αυστηρών ποινών στους λιγότερο αποτελεσματικούς από αυτούς, από τη μισθολογική και βαθμολογική στασιμότητα ως την οριστική απόλυση, θα προβληθεί ως αναπότρεπτη.

Καταληκτικά, με την εφαρμογή του νέου νόμου για το λύκειο και την τεχνική εκπαίδευση αναμένεται ότι θα αυξηθούν οι δείκτες σχολικής αποτυχίας και σχολικής εγκατάλειψης στη βαθμίδα του Λυκείου, θα ενισχυθούν οι μορφωτικές και κοινωνικές ανισότητες, θα ενταθούν ο αυταρχισμός και η χειραγώγηση των εκπαιδευτικών και θα συρρικνωθεί περαιτέρω η δημόσια εκπαίδευση, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια. Τα επίδικα αυτού του μορφωσιοκτόνου εγχειρήματος πλήττουν εξίσου τη νεολαία, τους γονείς, τους/τις εκπαιδευτικούς και την ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό και η αντιμετώπισή του προϋποθέτει τη συστράτευση σύσσωμης της εκπαιδευτικής κοινότητας και του κόσμου της εργασίας.

* Ο Παύλος Χαραμής είναι πρόεδρος του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ