Υπέρ της αλλαγής των σχολικών βιβλίων της ιστορίας και της μετατροπής των συμβουλίων στα ΑΕΙ σε γνωμοδοτικά τάσσεται η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου σε συνέντευξη της, στην “Καθημερινή”.

«Τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας πρέπει να αλλάξουν. Πρέπει να πάψει να μπαίνει σε καλούπια εθνόμετρου η έρευνα και η άποψη των επιστημόνων για την Ιστορία και όπως αυτή διδάσκεται στο σχολείο», δηλώνει η αναπληρώτρια υπουργός.

Στην Ελλάδα , συνεχίζει, εθνική ιστορία θεωρείται ό,τι κάποιοι έχουν επιβάλει . Δηλαδή αυτό που οι ίδιοι θεωρούν πως αποτελεί την εθνική ιστορία των Ελλήνων. . «Για παράδειγμα, η Μικρασιατική Καταστροφή είναι ένα μεγάλο εθνικό γεγονός. Όμως δεν συνέβη επειδή οι Έλληνες είναι Έλληνες με μια συγκεκριμένη μοίρα, αλλά είναι μεγάλο εθνικό γεγονός επειδή το προσφυγικό είναι μεγάλο ζήτημα στην ανθρώπινη ιστορία. Έτσι πρέπει να το ερμηνεύουμε για να έχουμε πλήρη ιστορική γνώση».

Η Σ Αναγνωστοπούλου παρουσιάζοντας τη διαφορά ιστορικής και εθνικής ταυτότητας, σημειώνει ότι ο εθνικιστής έχει «τη μανία ότι τα κατορθώματα του έθνους του, αποτελούν εθνική ιδιομορφία». Εξηγεί δε, ότι «ο εθνικιστής θεωρεί ότι ο Κολοκοτρώνης υπήρξε επειδή ήταν Έλληνας και επειδή ο ηρωισμός είναι ίδιον της φυλής, ενώ ο ιστορικός τον κατατάσσει ως ηρωική μορφή μιας ευρωπαϊκής περιόδου επαναστάσεων».

Ερωτηθείσα για το κρυφό σχολείο σημειώνει ότι «εάν υπήρχε ή όχι αφορά την ιστορική έρευνα» και ότι η Ορθόδοξη εκκλησία είχε θρησκευτικά σχολεία. Επισημαίνει ακόμη, ότι στη δημόσια ιστορία το σχολείο ως δημόσιο αγαθό είναι προϊόν του έθνους-κράτους. Για την υπόθεση της Μαρίας Ρεπούση, η οποία είχε εκφράσει παρεμφερείς απόψεις η Σ. Αναγνωστοπούλου, ομολογεί ότι «φοβήθηκα τον φανατισμό που έστησε έναν άνθρωπο στον τοίχο με τάση απομόνωσής του ως εθνικό προδότη».

Σε ό,τι αφορά την στάση της απέναντι στα Συμβούλια η υπουργός απαντά ότι δεν έπραξαν αυτό για το οποίο ορίστηκαν (εξεύρεση πόρων για τα ιδρύματα) και προσθέτει: «Σε πολλές περιπτώσεις λειτούργησαν αντιδημοκρατικά στο θέμα της προεπιλογής υποψηφίων πρυτάνεων. Συχνά αδυνατούσαν να συνεδριάσουν λόγω της απουσίας πολλών μελών τους στο εξωτερικό, ενώ την ίδια στιγμή εντός των ΑΕΙ δημιουργήθηκε μια δυσλειτουργική δυαρχία ανάμεσα στον πρύτανη και το Συμβούλιο».