Η απόφαση του ΣτΕ για το μάθημα των Θρησκευτικών προκάλεσε δικαιολογημένα πολλές αντιδράσεις, με πρώτη εκείνη που εκδηλώθηκε στους κόλπους του ίδιου του Ανώτατου Δικαστηρίου από τους πέντε συμβούλους που μειοψήφησαν. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις ουδόλως επιτάσσουν να προσδοθεί στο μάθημα αυτό ομολογιακός ή κατηχητικός χαρακτήρας, «διότι τούτο θα ισοδυναμούσε όχι με ‘ανάπτυξη’ θρησκευτικής συνείδησης […], αλλά με ‘επιβολή’ θρησκευτικής συνείδησης συγκεκριμένου περιεχομένου».

Αυγή – Γράφει ο Σάββας Κονταράτος ομότιμος καθηγητής της ΑΣΚΤ

Εύλογα ο τέως υπουργός Παιδείας Ν. Φίλης, με άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» της 22ας Μαρτίου, εξέφρασε την ικανοποίησή του για την επιχειρηματολογία της μειοψηφίας των δικαστών που δικαιώνει την πρωτοβουλία του να εκσυγχρονίσει αυτό το μάθημα. Έχοντας όμως αποκομίσει πικρή πείρα από την ενδοτικότητα της πολιτικής ηγεσίας στις απαιτήσεις της Ιεράς Συνόδου, επισήμανε και «την ανάγκη να προωθηθεί στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση ο χωρισμός Εκκλησίας – κράτους, ώστε να εκλείψουν αφορμές παρερμηνείας σε βάρος των δικαιωμάτων των πολιτών και της δημοκρατικής τάξης». Είναι πράγματι προφανές ότι η πλειοψηφία του ΣτΕ ερμήνευσε το Άρθρο 16, παρ. 2 του Συντάγματος βάσει άλλων αναχρονιστικών διατάξεών του, που συστήνουν ένα κάθε άλλο παρά ουδετερόθρησκο πολίτευμα.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που έχουν καταστήσει επιτακτική την αναθεώρηση του Συντάγματος, και στην προβλεπόμενη κοινοβουλευτική διαδικασία δεν μπορεί παρά να τεθεί και το ζήτημα του χωρισμού Εκκλησίας – κράτους. Η σχετική συζήτηση πρέπει να διεξαχθεί με τη δέουσα σοβαρότητα και να μην εκτραπεί σε ευτελείς αντεγκλήσεις μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς ή πιστών και απίστων. Σεβαστές πρέπει να γίνουν και οι αντιρρήσεις που θα εκφραστούν από βουλευτές με συντηρητικές πεποιθήσεις. Ωστόσο, το αίτημα του χωρισμού είναι ώριμο πλέον στη συνείδηση όχι μόνο των βουλευτών όσων κομμάτων το έχουν περιλάβει σε προγράμματα ή διακηρύξεις τους (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, Δημοκρατική Συμπαράταξη, Ποτάμι), αλλά, πιστεύω, και της πλειονότητας εκείνων που ανήκουν στη φιλελεύθερη συνιστώσα της Ν.Δ. Έτσι, αν δεν επικρατήσουν μικροκομματικές σκοπιμότητες, μπορεί να εξασφαλιστεί ευρύτατη συναίνεση υπέρ της αναθεώρησης των συναφών με το ζήτημα άρθρων.

Υπενθυμίζω ότι τον Ιούνιο του 2016 κυκλοφόρησε από την εφημερίδα «Η Καθημερινή» με τον τίτλο «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα» το πόνημα έξι πολιτών με ευδόκιμη δημόσια παρουσία (Ν. Αλιβιζάτου, Π. Βουρλούμη, Γ. Γεραπετρίτη, Γ. Κτιστάκι, Στ. Μάνου και Φ. Σπυρόπουλου), στο οποίο, προκειμένου να διασφαλιστεί η θρησκευτική ουδετερότητα της Πολιτείας, έχει απαλειφθεί κάθε αναφορά στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας. Περιέργως, οι συντάκτες του δεν προκάλεσαν την μήνιν της Ιεράς Συνόδου, ίσως επειδή δεν ανήκουν στην Αριστερά. Προσωπικά, πάντως, δεν συμφωνώ με μια τόσο ακραία λύση και με άρθρο μου στην «Αυγή» της 6ης Νοεμβρίου 2016 είχα υποστηρίξει ότι στο αναθεωρημένο Σύνταγμα πρέπει να αναγνωριστούν οι απαράγραπτοι ιστορικοί και πολιτισμικοί δεσμοί του έθνους με την παράδοση της Ορθοδοξίας, ώστε να δικαιολογείται η διατήρηση των καθιερωμένων θρησκευτικών εορτών και συμβόλων στον δημόσιο βίο, καθώς και όποιων εθιμικών προνομίων της Εκκλησίας δεν εμπλέκονται στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας.

Με μια τέτοια πρόβλεψη στο νέο Σύνταγμα εναρμονίζεται και θα καταστεί απρόσβλητη η επιχειρούμενη αναμόρφωση του μαθήματος των Θρησκευτικών από ομολογιακό σε θρησκειολογικό, ώστε τούτο να αποβεί ουσιώδες και υποχρεωτικό στο πλαίσιο της παρεχόμενης στη χώρα μας εγκύκλιας παιδείας. Η αμερόληπτη παρουσίαση των βασικών δοξασιών, εμπειριών και λατρευτικών πρακτικών που χαρακτηρίζουν τα διάφορα θρησκεύματα μπορεί να οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση του θρησκευτικού φαινομένου ως πολυδύναμης και πολύμορφης έκφανσης του ανθρώπινου πνεύματος στην προσπάθειά του να προσδώσει νόημα στην ύπαρξη του κόσμου, της ζωής και του θανάτου.

Εύλογο είναι να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα θρησκεύματα με ευρύτερη διάδοση στον σημερινό κόσμο και ιδιαίτερα στον χριστιανισμό, που εδώ και 2.000 χρόνια συνδέθηκε άρρηκτα με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Όσον αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία θα πρέπει ασφαλώς να εξαρθούν ο πρωταγωνιστικός ρόλος της στον πολιτισμό τής «καθ’ ημάς Ανατολής» και η συμβολή της στη νεοελληνική εθνογένεση κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Άλλωστε, τη γνωριμία με την Ορθοδοξία μπορεί να συμπληρώσει και η διδασκαλία μαθημάτων Ιστορίας και Λογοτεχνίας.