ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΑΚΑΣΑΣ

Παρατηρεί με περιέργεια τον χώρο και τους θαμώνες του εστιατορίου. Δεν είναι η πρώτη φορά που έχει γευματίσει σε αυτό. «Μ’αρέσει η αρχιτεκτονική του, τα ξύλινα μέρη του διάκοσμου» λέει, καταλαβαίνοντας από το βλέμμα μου την έκπληξη για την εξοικείωσή του με ιδιαίτερα, φολκλόρ, στοιχεία μιας ελληνικότητας τα οποία πολλοί ξένοι σχολιάζουν «από μακριά». Παραγγέλνει ελληνικές γεύσεις αλλά σε αυτό που αληθινά ξαφνιάζομαι είναι στην επιλογή ποτού: «ένα τσίπουρο άνευ, παρακαλώ» λέει στον σερβιτόρο σε ελληνικά με άψογη προφορά. Ο Ρίτσαρντ Χάντερ είναι καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Κέμπριτζ. Η σχέση του με την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση ξεκίνησε πριν από περίπου μια εικοσαετία με διαλέξεις στο ΑΠΘ. Το 2012 άνοιξε μια νέα σελίδα, καθώς εκλέχθηκε πρόεδρος του Συμβουλίου Ιδρύματος (Σ.Ι.) του ΑΠΘ. Εναν τότε νεοσύστατο θεσμό, που δέχεται οξύτατη κριτική από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που επιδιώκει να τον υποβαθμίσει, αλλά και από μερίδα της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Γνώστης της ελληνικής κουλτούρας, ο κ. Χάντερ γνωρίζει την πιθανή απειλή που νιώθουν οι κατεστημένοι πόλοι εξουσίας εντός των ΑΕΙ απέναντι στο Σ.Ι. Ωστόσο, επιμένει να πιστεύει στην ανάγκη μεταρρύθμισης της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στον σημαντικό ρόλο των Σ.Ι. «Δεν θα παραιτηθώ από το Συμβούλιο του ΑΠΘ. Εάν το κάνω, θα είναι σαν να εγκαταλείπω την προσπάθεια να βοηθήσουμε τη νέα γενιά, τα παιδιά που επέλεξαν να μη φύγουν στο εξωτερικό. Θα είναι σαν να προδίδω αυτούς στους οποίους θέλω να δώσω μία ελπίδα ότι με αξιοκρατία μπορούν να προχωρήσουν». Παρόλο που λέει ότι «τα Συμβούλια είναι ένας καινοτόμος θεσμός για τα ελληνικά πανεπιστήμια», θεωρεί ότι πολεμήθηκαν εκ των έσω, όχι επειδή δεν ταιριάζουν στην παράδοση των ελληνικών ΑΕΙ, αλλά κυρίως επειδή ήλθαν να ανατρέψουν μηχανισμούς που ευνοούν την αναξιοκρατία και την κομματοκρατία. «Δέχθηκα την πρόταση για το Συμβούλιο, γιατί η Θεσσαλονίκη και το ΑΠΘ είναι μέρος της ζωής μου. Πολλοί καθηγητές με υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό και είχα την αίσθηση ότι βρίσκομαι… σπίτι» λέει.

– Πού αποδίδετε την υποδοχή;

– Πολλοί πανεπιστημιακοί είναι θετικοί απέναντι στα Συμβούλια, καθώς υπήρχαν προσδοκίες για τον ρόλο που θα παίξουν σε ζητήματα όπως η διαφάνεια και η αξιοκρατία στα ΑΕΙ. Δεν νομίζω ότι είναι μυστικό. Ο τρόπος εκλογής και εξέλιξης των πανεπιστημιακών δεν συνάδει με τις διεθνείς πρακτικές. Εχουμε καθηγητές που ευνοούν τους δικούς τους ανθρώπους. Υπάρχει το σύστημα της πατρωνίας και στο ακαδημαϊκό αλλά και στο διοικητικό προσωπικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι επιλέγονται είναι χαμηλών προσόντων. Ωστόσο, ένα τέτοιο σύστημα δημιουργεί στα ΑΕΙ συνθήκες εσωστρέφειας, δεν ενθαρρύνει τους νέους άριστους επιστήμονες να βασίσουν την πορεία τους πάνω στο επιστημονικό τους έργο.

– Εχει αλλάξει το κλίμα προς τα Συμβούλια;

– Τα Συμβούλια ιδρύθηκαν, χωρίς το εύρος των αρμοδιοτήτων που έχουν σε άλλες χώρες της Δύσης. Αλλά ακόμη και υπό το πλαίσιο αυτό μπορούν να βοηθήσουν τα ελληνικά ΑΕΙ, για παράδειγμα σε επίπεδο στρατηγικής, στην ανάπτυξη σχέσεων και τη δημιουργία διαύλων με την οικονομία και τους Ελληνες της Διασποράς. Ομως, για να απαντήσω στην ερώτηση, πρέπει να πω ότι από την αρχή αντιμετωπίσαμε προσκόμματα διαφόρων ειδών. Ξεκινήσαμε από το μηδέν και υπήρξαν ουκ ολίγες αντιδράσεις από τις τότε διοικήσεις των ιδρυμάτων. Αλλά και οι ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας μετά την Αννα Διαμαντοπούλου που θεσμοθέτησε το 2011 τα Συμβούλια, δεν τα βοήθησαν, δεν πίεσαν τα ιδρύματα να εφαρμόσουν τον νέο νόμο. Ετσι, αναλάβαμε καθήκοντα το 2013 και δαπανήσαμε δύο χρόνια προσπαθώντας να διευθετήσουμε απλά λειτουργικά ζητήματα. Τώρα υπάρχει απογοήτευση ακόμη και σε μέλη Συμβουλίων, με δεδομένη τη θέση της κυβέρνησης για τα Συμβούλια. Εχει εκδοθεί η θανατική καταδίκη τους αλλά δεν έχει εκτελεστεί ακόμη η απόφαση.

– Ομως, επιμένετε να ελπίζετε.

– Οι Ελληνες γονείς έχουν καταλάβει ότι η επιστροφή των ΑΕΙ σε ένα μοντέλο λειτουργίας του παρελθόντος, τα στρεβλά του οποίου γνωρίζουν από τις δικές τους σπουδές, δεν είναι η λύση στα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα πανεπιστήμια είναι χώρος για να υπηρετούνται η παιδεία και η έρευνα. Από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις αλλά και μερίδα πανεπιστημιακών συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τα ΑΕΙ όχι ως χώρο αριστείας αλλά ως δεξαμενή ψήφων, πελατειακών σχέσεων και βολέματος, δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη της παιδείας. Και αυτό θα το πληρώσει η χώρα.

Ο χαρακτήρας των Ελλήνων και τα στερεότυπα των άλλων

«Πήγα σε ένα παραδοσιακό –μόνο αρρένων– σχολείο, που ήταν βασισμένο πάνω στο βρετανικό σύστημα. Η διδασκαλία των λατινικών ήταν υποχρεωτική για δύο χρόνια και κατόπιν ο μαθητής μπορούσε να επιλέξει ανάμεσα στα λατινικά και τη γεωγραφία. Οταν ήμουν 11 χρόνων, μου ήλθε η ιδέα να ασχοληθώ με τα αρχαία ελληνικά, γιατί θεωρήθηκα (απρόσμενα!) καλός στα λατινικά. Ομως, δεν υπήρχε δάσκαλος αρχαίων, και έτσι ένας πολύ καλός δάσκαλος που δίδασκε λατινικά, άρχισε να μου διδάσκει αρχαία. Επειδή ένιωθε ότι είχα έφεση στα αρχαία και ότι έπρεπε να προχωρήσω, καθόταν μαζί μου στην αυλή και μου δίδασκε αρχαία. Θυμάμαι να κλίνω ρήματα και άρθρα την ώρα που τα άλλα παιδιά έπαιζαν στο διάλειμμα» περιγράφει ο Ρίτσαρντ Χάντερ, μιλώντας για την απόφασή του να ασχοληθεί με την αρχαία ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό. «Το σχολείο θεωρούσε ότι έπρεπε να αναπτύξει την κάθε ειδική κλίση των μαθητών και να μην αφήνει να πηγαίνει χαμένο το ταλέντο τους, η καλλιέργεια του οποίου είναι, ή οφείλει να είναι, μεταξύ των στόχων ενός εκπαιδευτικού συστήματος» προσθέτει και μάλλον περιττεύει η όποια προσπάθεια σύγκρισης με το ελληνικό σχολείο, όχι μόνο στα μαθητικά χρόνια του πανεπιστημιακού αλλά και τώρα.

Ωστόσο, εκείνος μιλά όχι μόνο για την πρώτη του επαφή με την Ελλάδα μέσα από την αρχαία ελληνική γλώσσα, αλλά και για την αρχή της γνωριμίας του «με τον σύγχρονο ελληνισμό» όπως λέει. «Στη γειτονιά που μεγάλωσα, υπήρχε μία ορθόδοξη εκκλησία την οποία παρατηρούσα κάθε μέρα. Η κοινότητα των Ελλήνων στο Σίδνεϊ και τη Μελβούρνη είναι πολύ μεγάλη. Νομίζω ότι η Μελβούρνη είναι η μεγαλύτερη ελληνική πόλη μετά την Αθήνα» λέει χαμογελώντας. «Εδώ και είκοσι χρόνια επισκέπτομαι συχνά την Ελλάδα, ενώ έχω Ελληνες φοιτητές στο Κέιμπριτζ» προσθέτει.

– Πώς μας βλέπουν οι ξένοι τώρα;

– Κάθε χώρα και λαός έχουν τα δικά τους στερεότυπα. Βέβαια, δεν είναι τα στερεότυπα άσχετα προς την πραγματικότητα, είναι σαν τον καπνό και τη φωτιά. Αυτό μπορεί να έχει δύο πλευρές, θετική και αρνητική. Για παράδειγμα, για τους Ελληνες είναι πολύ σημαντική αξία η αφοσίωση και η στήριξη στην οικογένεια και τους φίλους. Παρότι είναι θετικό αυτό, έχει και την αρνητική του έκφανση. Εφόσον κάποιος θεωρεί καθήκον του πρωτίστως να φροντίζει τους συγγενείς και φίλους του, είναι δύσκολο να αφοσιωθεί ταυτόχρονα στο κοινωνικό σύνολο και να προτάξει το γενικό καλό έναντι του καλού των δικών του ανθρώπων, εάν τα δύο αυτά δεν συμβαδίζουν. Η νοοτροπία αυτή επηρεάζει και τα ΑΕΙ και τη χώρα και οπωσδήποτε σχετίζεται με τα προβλήματά τους.

Αυξάνεται το ενδιαφέρον για τις ελληνικές κλασικές σπουδές

«Λέγεται πως ο στόχος των κομμάτων μέσω της φοιτητικής ψήφου είναι η αύξηση της επιρροής τους σε ένα δυναμικό εκλογικό σώμα και πως αυτό επιδιώκει και ο ΣΥΡΙΖΑ με την επαναφορά της φοιτητικής ψήφου στις πρυτανικές εκλογές» παρατηρεί ο κ. Χάντερ, σχολιάζοντας τη σχετική πρόταση της κυβέρνησης, όπως παρουσιάζεται στο πρόσφατο νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο ίδιος είναι κάθετα αντίθετος: «Τα πανεπιστήμια είναι πολύ σύνθετοι οργανισμοί, από όποια πλευρά και να τα δούμε. Ετσι, η επιλογή ηγεσίας ενός πανεπιστημίου είναι δύσκολη υπόθεση. Θα ήταν καταστροφικό να δώσει κανείς αποφασιστικό λόγο για την ηγεσία ενός ΑΕΙ σε μία μερίδα ανθρώπων, όσο μεγάλη κι αν είναι, που εμπλέκεται με το ΑΕΙ για τέσσερα ή πέντε χρόνια μόνο, και που δεν γνωρίζει τίποτε για τη λειτουργία του ιδρύματος, τη συνθετότητα των υποθέσεων και τους υποψηφίους πρυτάνεις» λέει. Από την άλλη, απορεί πώς μπορεί να καταργηθεί η ηλεκτρονική ψηφοφορία για τις εκλογικές διαδικασίες, σε μία εποχή που οι θεσμοί της δημοκρατίας (διαύγεια αποφάσεων, λογοδοσία μέσω των ΜΜΕ αλλά και των κοινωνικών δικτύων) βασίζεται στις νέες τεχνολογίες.

Αλλωστε, την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών προτείνει ο κ. Χάντερ ως βάση του νέου σχολείου και τη διδασκαλία των ανθρωπιστικών σπουδών. «Ο μαθητής πρέπει να ενθουσιαστεί με αυτό που ακούει από τον δάσκαλο στο σχολείο. Αλλιώς έχει χάσει το ενδιαφέρον του, πόσω μάλλον σε μία εποχή που υπάρχουν τόσα ερεθίσματα και πηγές πληροφορίας και γνώσης για τον μαθητή. Και αυτό είναι γενικό, ισχύει για όλα τα σχολικά αντικείμενα, και όχι μόνο για την αρχαία γλώσσα και τον πολιτισμό» απαντά στην ερώτηση για τον τρόπο διδασκαλίας των ανθρωπιστικών σπουδών στην εποχή που κατακλύζεται από την πληροφορική και τους νέους επιστημονικούς κλάδους. Μάλιστα, ο ίδιος τονίζει ότι το ενδιαφέρον προς τις ανθρωπιστικές σπουδές, και δη τις ελληνικές, είναι αυξητικό σε σχέση με προηγούμενες εποχές. «Οταν εγώ αποφάσισα να σπουδάσω Αρχαία Ελληνική Φιλολογία, οι κλασικές σπουδές στην Αυστραλία και τη Βρετανία δεν ήταν τόσο δημοφιλείς».

– Πού αποδίδετε τη δημοφιλία;

– Σήμερα ο κόσμος έχει μεγάλα ανοιχτά προβλήματα και κατ’ επέκταση ερωτήματα για το πώς θα τα αντιμετωπίσει. Ας κοιτάξουμε γύρω μας. Πώς αντιμετωπίζεις το μείζον προσφυγικό ζήτημα; Με ποιον τρόπο θα επιτύχει κάθε χώρα την ενσωμάτωση των ξένων, πώς θα διαχειριστεί τις θρησκευτικές μειονότητες; Πώς η δημοκρατία θα αντιμετωπίσει αυτά τα θέματα; Γιατί γίνονται πόλεμοι; Από ποιες αξίες πρέπει να διέπεται η πολιτειακή οργάνωση; Και ακόμη, πώς οι γονείς θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους σε έναν τόσο σύνθετο κόσμο; Η μελέτη των αρχαίων κειμένων μπορεί να προσφέρει λύσεις στα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Τα ζητήματα με τα οποία ασχολείται η αρχαία λογοτεχνία και ο πολιτισμός είναι οικουμενικά και διαχρονικά.

– Με ποιον τρόπο οι μαθητές θα έλθουν κοντά σε αυτά τα κείμενα; Είναι μόνο θέμα κλίσης κάποιων που αγαπούν τη γλώσσα, το διάβασμα και ίσως έχουν μία σχετική κουλτούρα από την οικογένεια;

– Το θέμα είναι ο δάσκαλος και ευρύτερα το εκπαιδευτικό σύστημα να αξιοποιεί τα σύγχρονα μέσα για να επιτρέψουν στους μαθητές να κατανοήσουν πόσο μεγάλη σχέση έχει ο αρχαίος κόσμος με τον σύγχρονο. Το να ασχολείται κάποιος μαθητής με τον αρχαίο πολιτισμό δεν σημαίνει ότι πρέπει να σκοτώνεται να μάθει τη μετάφραση των κειμένων. Αντίθετα, πρέπει να κατανοήσει ότι οι ιδέες και οι προβληματισμοί που εκφράζονται στα κείμενα αυτά, πανανθρώπινοι και διαχρονικοί, είναι μέρος της ζωής τού σήμερα, όπως ακριβώς και τα υπερσύγχρονα γκάτζετς με τα οποία πιθανόν να παθιάζεται. Νομίζω ότι η κλασική παιδεία πρέπει να ενσωματωθεί στο σχολείο από τη μικρή ηλικία των μαθητών.

– Πετυχαίνει αυτόν τον ενθουσιασμό προς τη γνώση το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα;

– Οχι, αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Οι νέοι ζουν σε έναν ψηφιακό κόσμο και δέχονται άμεσα την πληροφορία. Αυτό επιδρά στον τρόπο που σκέφτονται και γράφουν και, φυσικά, στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Τον προσλαμβάνουν αποσπασματικά και παθητικά. Πάνω σε αυτό πρέπει να δουλέψει κάθε εκπαιδευτικό σύστημα. Η λύση δεν είναι ο δάσκαλος να διδάξει τους μαθητές με τον τρόπο που εκείνος πήρε τη γνώση στο σχολείο και το πανεπιστήμιο, αλλά να προσαρμόσει τις μεθόδους διδασκαλίας του στα νέα δεδομένα και ενδιαφέροντα των μαθητών. Ο τρόπος μετάδοσης της «παλιάς» γνώσης με βάση τα νέα δεδομένα, αφορά το σχολείο, τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες, τα πανεπιστήμια. Δεν μπορούμε να λέμε: Εγώ αυτό έχω να σου προσφέρω, με αυτόν τον τρόπο, και εάν σου αρέσει. Και ειδικά στην Ελλάδα, το σύστημα παραδόσεων-εξετάσεων που δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις, ενισχύει αυτό το πρόβλημα. Τα ελληνικά πανεπιστήμια οφείλουν να αλλάξουν.

Η συνάντηση
Συναντηθήκαμε μεσημέρι Σαββάτου στο εστιατόριο «Αθηναϊκόν», στον πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους 2 και Πανεπιστημίου, στην περιοχή της Ομόνοιας. Τον συνόδευσαν δύο Ελληνίδες πρώην φοιτήτριές του και πλέον συνεργάτιδες, η πρώτη από το Κέμπριτζ, η δεύτερη από την Ακαδημία Αθηνών. Η παρέα προτίμησε ελαφρά εδέσματα-μεζέδες. Ετσι πήραμε λακέρδα, αυγά με παστουρμά, συκώτι τηγανητό, σουτζουκάκια, φάβα, πατάτες τηγανητές, χωριάτικη σαλάτα, και δύο καραφάκια τσίπουρο (εγώ δύο μπίρες χωρίς αλκοόλ γιατί στη συνέχεια θα οδηγούσα προς το Φάληρο). Ο λογαριασμός ήταν 73 ευρώ.

Oι σταθμοί του

1953
Γεννιέται στο Σίδνεϊ.

1979
Διδάκτωρ Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Cambridge.

1994
Πρώτη μετάφραση βιβλίου του στα ελληνικά.

2001
Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και εταίρος του Κολεγίου Trinity.

2004
Eπίτιμος διδάκτωρ του ΑΠΘ.

2005
Mέλος του Ανώτατου Δ.Σ. του Cambridge.

2007
Πρόεδρος Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών Cambridge.

2012
Πρόεδρος Συμβουλίου ΑΠΘ.

2013
Eταίρος Βρετανικής Ακαδημίας.

2014
Ξένος εταίρος Ακαδημίας Αθηνών.

2015
Εκδίδεται η 18η μονογραφία του.