Μία καλὴ ἀνάμνησις
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. ∆ιονυσίου Τάτση
ΜΕΤΑ ΑΠΟ τριάντα ἑπτά χρόνια ξαναβρέθηκα στήν πρώτη µου ἐνορία γιά τό µνηµόσυνο κάποιου γνωστοῦ. Ἡ συγκίνησή µου ἦταν µεγάλη. Βρισκόµουν σ᾿ ἕνα ναό, γιά τόν ὁποῖο εἶχα κοπιάσει πολύ ὡς νέος ἱερέας, προκειµένου νά τόν φέρω σέ ἕνα µέτρο.
Θυµᾶµαι ὅτι ὑπῆρχαν οἱ οἰκονοµικές δυνατότητες νά γίνουν πολλά, ἀλλά γιά δεκαετίες δέν γινόταν τίποτα, γιατί ἔλειπε ὁ ζῆλος πού πρέπει νά διακρίνει τούς ἱερεῖς. Πρώτη µου ἔγνοια ἦταν νά περιποιηθῶ τό ἱερό. Νά τακτοποιήσω τά χρήσιµα πράγµατα, νά ἀναδείξω τά καταχωνιασµένα κειµήλια, νά καταστρέψω τά ἄχρηστα πού εἶχαν συσσωρευτεῖ καί νά κλείσω τήν δίοδο τῶν τρωκτικῶν. Τό τέµπλο ἦταν ὡραῖο καί ἐπιβλητικό. Ξυλόγλυπτο, µέ ἐνδιαφέρουσες εἰκόνες καί περίτεχνες παραστάσεις. Σέ δεύτερη φάση καθάρισα τόν κυρίως ναό, τό γυναικωνίτη καί τίς δύο ἀποθῆκες πού ὑπῆρχαν στίς βάσεις τῶν δύο καµπαναριῶν. Ὅλα αὐτά τά ἔκανα µόνος µου, δίχως κανένα θόρυβο. Ἡ προσπάθειά µου µέ γέµιζε χαρά, παρόλο πού εἶχα καί ἕνα δισταγµό. Ὁ προκάτοχός µου, γέροντας ἱερέας, δέν εἶχε ἀποδεσµευτεῖ ἀπό τό ναό καί ἔβλεπε τίς ἀλλαγές ὡς καταστροφή τοῦ δικοῦ του βασιλείου, γιά τό ὁποῖο ὅµως ποτέ δέν εἶχε ἐνδιαφερθεῖ οὔτε εἶχε κουραστεῖ. Παρόλο πού εἶχε τή δύναµη νά µή ἐκδηλώνεται µπροστά µου, µέσα του ἔβραζε, γι᾿ αὐτό καί ὅλα τά ἔβλεπε περιττά καί χωρίς καµιά ἀξία. Ἔτσι συµβαίνει συνήθως. Οἱ µεγάλοι δέν βλέπουν µέ καλό µάτι τίς προσπάθειες τῶν νεωτέρων, στούς ὁποίους καταλογίζουν ἐπιπολαιότητα, ἀπειρία καί ἔλλειψη σεβασµοῦ στήν παράδοση.
Οἱ ἐνορίτες µου ὡστόσο εἶχαν ὀρθό κριτήριο καί ἔβλεπαν τίς προσπάθειές µου µέ ἰδιαίτερη χαρά καί µέ βοηθοῦσαν µέ πολλούς τρόπους. Κλείνω ἐδῶ τήν ἀνάµνησή µου καί συνεχίζω τά τῆς ἐπισκέψεώς µου στήν παλιά ἐνορία. Μετά τή θεία λειτουργία καί τό µνηµόσυνο, µέ πλησίασε κάποια κυρία καί µέ χαιρέτησε µέ ἔκδηλο σεβασµό.
-Ποιά εἶσαι, τὴ ρώτησα.
-Εἶµαι ἡ κόρη τῆς Ἀλεξάνδρας, πού µένατε στό σπίτι µας καί σήµερα διαβάσατε στό µνηµόσυνο καί τό ὄνοµά της, γιατί πέθανε πρίν πέντε µέρες σέ ἡλικία 93 ἐτῶν. Ἔχω, πάτερ, τήν εἰκόνα τοῦ Μυστικοῦ ∆είπνου, πού µᾶς εἴχατε δώσει. Χαίροµαι πού σᾶς ξαναβλέπω µετά ἀπό τόσα πολλά χρόνια.
-Ἔχω τίς καλύτερες ἀναµνήσεις ἀπό τό χωριό σας.
-Καί ἐµεῖς, πάτερ, ἀπό σᾶς.
Μέ συγκίνησε ἰδιαίτερα ὁ λόγος της. Ὄχι πώς εἶχα κάνει κάτι στήν ἐνορία. Ἁπλῶς εἶχα προσφέρει ὅ,τι εἶχα, ὄχι ὅ,τι ἔπρεπε. Οἱ δυνάµεις µου ἦταν µικρές.
Θυµήθηκα τότε ὅτι ἡ ἀείµνηστη µητέρα της ἦταν ἀπό νέα χήρα, γιατί εἶχε χάσει τόν ἄντρα της στόν ἐµφύλιο πόλεµο. Σέ µένα εἶχε σεβασµό, τόν ὁποῖο καταλάβαινα ἀπό τήν ἔκφραση τοῦ προσώπου της καί ὄχι ἀπό τά λόγια της. Τό ἴδιο συνέβαινε καί µέ τόν ἀδελφό της, ὁ ὁποῖος παρόλο πού δέν ἐρχόταν στήν ἐκκλησία ἀπέναντί µου ἦταν εὐγενής καί πρόθυµος νά µέ ἐξυπηρετήσει σέ καθετί πού εἶχα ἀνάγκη.
Κλείνω τοῦτο τό κείµενο µέ συγκίνηση καί εὔχοµαι οἱ ἱερεῖς νά δείχνουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τούς ναούς καί τούς ἐνορίτες τους. Γιατί βλέπω ὅτι στήν ἐποχή µας οἱ περισσότεροι ἐργάζονται ὡς ἐπαγγελµατίες καί ὄχι ὡς διάκονοι τοῦ Θεοῦ.
Ορθόδοξος Τύπος, 8/1/2016