Πάτρα, 11 Οκτωβρίου 2015
Απλές σκέψεις πόνου και αγωνίας …
Ιέρεια(754)Νίκαια(787)Κωνσταντινούπολη(2016)
π. Αναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών
Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη τής Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Κάθε εορτή Οικουμενικής Συνόδου είναι αφορμή για ουσιαστική εμβάθυνση στα θέματα πίστεως, διότι οι Σύνοδοι συγκαλούνταν κυρίως και πρωτίστως για την αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούσαν στην Ορθόδοξη πίστη μας.

Με αφορμή λοιπόν αυτή την εορτή τής Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τι είναι Σύνοδος και μάλιστα Οικουμενική; Ποια η θέση της στην Εκκλησία μας; Όλες οι σύνοδοι είναι αλάθητοι ή μπορεί και να σφάλλουν σε θέματα πίστεως; Ασφαλώς τα ζητήματα αυτά είναι ιδιαιτέρως σοβαρά και ευαίσθητα, αν, μάλιστα, τα προσεγγίσουμε σε σχέση με τις σημερινές εκκλησιαστικές εξελίξεις σε πανορθόδοξο επίπεδο, και δεν είναι δυνατό να εξαντληθούν στα πολύ περιορισμένα πλαίσια ενός σημειώματος. Ας προσπαθήσουμε όμως με τις πρεσβείες των Αγίων Πατέρων να τα θίξουμε ακροθιγώς, αφού άλλωστε η Ζ΄ Οικουμενική μάς δίνει πολλές αφορμές και απαντήσεις.
«Ἐκκλησία συστήματος καί συνόδου ἐστίν ὂνομα», σημειώνει επιγραμματικά ο Ι. Χρυσόστομος. Σύμφωνα με τη διατύπωση αυτή, η έννοια της Συνόδου δεν περιορίζεται στο όργανο διοικήσεως της Εκκλησίας, αλλά εκτείνεται σε κάτι πολύ βαθύτερο . είναι ο τρόπος υπάρξεως της Εκκλησίας.
Για το λόγο αυτό, ακόμα και στην πρώτη Εκκλησία, παρά την προσωπική παρουσία τής μοναδικής αυθεντίας των Αποστόλων, η Εκκλησία συνήλθε σε Αποστολική Σύνοδο για να αντιμετωπίσει τα σοβαρότατα προβλήματα που εμφανίστηκαν στη ζωή της. Και αυτή η πρώτη Σύνοδος με την περίφημη διατύπωσή της «ἒδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», αποτέλεσε την απαρχή του συνοδικού θεσμού στη ζωή της Εκκλησίας.
Οι Σύνοδοι διακρίνονται σε τοπικέςκαι Οικουμενικές. Τοπικέςχαρακτηρίζονται οι Σύνοδοι οι οποίες εκφράζουν μία τοπική Εκκλησία (π.χ. Πατριαρχείο ή Αυτοκέφαλη Εκκλησία), ή περισσότερες της μίας τοπικές Εκκλησίες και των οποίων οι αποφάσεις έχουν εφαρμογή μόνο στα όρια των Εκκλησιών που συμμετέχουν, ενώ Οικουμενικές χαρακτηρίζονται οι Σύνοδοι στις οποίες συμμετείχε και εκφράστηκε ολόκληρη η Εκκλησία του Χριστού.
Η Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί την κατ’ εξοχήν αλάνθαστη έκφραση της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό οι αποφάσεις της, δογματικές και κανονικές, δηλ. σε θέματα πίστεως και εκκλησιαστικής τάξεως, έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε όλη την Εκκλησία, σε όλους τους πιστούς. Όποιος, ανεξάρτητα από τη θέση του στην εκκλησιαστική ιεραρχία, περιφρονεί και δεν αναγνωρίζει απόφαση Οικουμενικής Συνόδου δεν μπορεί να είναι μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και υφίσταται τις κανονικές και πνευματικές κυρώσεις που έχουν ορίσει οι Πατέρες.
Στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας έχουν αναγνωριστεί Επτά Σύνοδοι ως Οικουμενικές, ενώ άλλες δύο που συνήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, οι επί Μ. Φωτίου (879-880) και επί Αγ. Γρηγορίου Παλαμά (1351) αναγνωρίζονται μεν από την εκκλησιαστική συνείδηση ως Η΄ και Θ΄ Οικουμενικές, εκκρεμεί όμως η τυπική αναγνώρισή τους.
ΝΙΚΑΙΑ – 787 μ.Χ.
Η εορταζομένη σήμερα Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Στ΄ και τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη). Στη Σύνοδο συμμετείχαν αντιπρόσωποι από όλες τις τοπικές Εκκλησίες που εκπροσωπούσαν ολόκληρη την Εκκλησία του Χριστού. Ο αριθμός των Πατέρων της Συνόδου ήταν 350 εκ των οποίων 130 ήσαν αρχιμανδρίτες, ηγούμενοι και μοναχοί, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στη Σύνοδο. Κεντρικό ρόλο στη Σύνοδο είχε ο πρόεδρός της Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άγ. Ταράσιος.
Η Σύνοδος στη δογματική της απόφαση, στον «Όρο», καθόρισε ότι οι χριστιανοί λατρεύουμε αποκλειστικά και μόνο τον Τριαδικό Θεό, ενώ αποδίδουμε σχετική τιμητική προσκύνηση στους Αγίους “ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας καί φίλους”. Η σχετική τιμητική προσκύνηση των Αγίων αποδίδεται με την ανέγερση ναών, με ακολουθίες και ύμνους και με την ιστόρηση εικόνων. Η Σύνοδος δογμάτισε ότι η τιμή προς τις εικόνες “ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει καί ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν“. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει η Σύνοδος στην απεικόνιση, στην ιστόρηση του προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού δογματίζοντας ότι αφού ο Κύριος έλαβε σάρκα γενόμενος πραγματικός άνθρωπος είναι όχι μόνο δυνατή αλλά και επιβεβλημένη η εικονογράφησή του, με την οποία η Εκκλησία ομολογεί και κηρύττει την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου.
Παράλληλα με τον καθορισμό της πίστεως, η Σύνοδος αυτή, όπως και κάθε Σύνοδος, καταδίκασε τις αιρέσεις και αναθεμάτισε ονομαστικά τους εκφραστές τους, μεταξύ των οποίων και τους εικονομάχους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα «ὡς νέῳ Ἀρείῳ, Νεστορίῳ καί Διοσκόρῳ».
ΙΕΡΕΙΑ – 754 μ.Χ.
Ή Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος ήρθε ως απάντηση της Αλήθειας του Χριστού σε μια άλλη Σύνοδο που είχε συγκληθεί 33 χρόνια νωρίτερα στα Παλάτια της Ιερείας, περιοχή στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου. Η Σύνοδος εκείνη συνεκλήθη από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ και συμμετείχαν περί τους 350 επισκόπους. Με τις αποφάσεις της καταδικάστηκε ως ειδωλολατρία η προσκύνηση των εικόνων και αναθεματίστηκαν οι υπερασπιστές τους, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άγ. Γερμανός και ο μεγάλος θεολόγος των εικόνων Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός! Ας προσέξουμε αυτό το σημείο: Η Σύνοδος της Ιερείας συνεκλήθη ως Οικουμενική και όμως στην εκκλησιαστική συνείδηση έχει καταγραφεί ως ψευδοσύνοδος, «ψευδοσύλλογος», ληστρική, δηλ. σύνοδος ληστών! Η Ζ΄ Οικουμενική την χαρακτηρίζει «Καϊαφαϊκόν συνέδριον» και την αναθεματίζει με τη χαρακτηριστική φράση «τῷ φρυαξαμένῳ συνεδρίῳ κατά τῶν σεπτῶν εἰκόνων, ἀνάθεμα»!
Παρόμοιες περίπτωση ψευδοσυνόδων-ληστρικών συνόδων που συνεκλήθησαν ως οικουμενικές και πληρούσαν τις εξωτερικές τυπικές προϋποθέσεις οικουμενικότητας ήταν η σύνοδος της Εφέσου (449) με την παρουσία εκπροσώπων από όλες τις τοπικές Εκκλησίες υπό την προεδρία του Αλεξανδρείας Διοσκόρου, καθώς και της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), η οποία και αυτή συνεκλήθη και είχε τις εξωτερικές προϋποθέσεις για να ανακηρυχθεί ως Οικουμενική, αλλά εξελίχθηκε σε ψευδοσύνοδο.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι: ποιο είναι το ιδιάζον στοιχείο που χαρακτηρίζει μια σύνοδο ως Οικουμενική και τι τη διαφοροποιεί από τις ψευδοσυνόδους;Σε αυτό το ερώτημα απάντησε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος δια στόματος του Ιωάννου, του διακόνου της Αγ. Σοφίας, στην λέξη προς λέξη αναίρεση του όρου της ληστρικής εν Ιερεία συνόδου που διασώζεται στα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου:
Για την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο τα κριτήρια αψευδούς Οικουμενικότητας είναι δυο, και δεν εξαντλούνται στα τυπικά της συγκλήσεως (ποιος συγκαλεί, πόσοι και ποιοι συμμετέχουν κοκ):
1. Η αποδοχή των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, από το Σώμα του Χριστού, από ολόκληρη την Εκκλησία. Αν τις αποφάσεις μιας Συνόδου δεν τις αποδεχθεί το πλήρωμα της Εκκλησίας, η Σύνοδος αυτή δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως Οικουμενική, και
2. Η απόλυτη συμφωνία των αποφάσεων με την προγενέστερη πατερική, συνοδική και εκκλησιαστική παράδοση. Ο Άγ. Μάξιμος Ομολογητής είναι απολύτως σαφής : «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἒκρινε». Μια Σύνοδος που δεν ακολουθεί την έως τότε εκκλησιαστική παράδοση όπως αυτή έχει εκφραστεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας και τις Συνόδους, αλλά την περιφρονεί και προσπαθεί να την ανατρέψει, είναι ψευδοσύνοδος, ανεξάρτητα αν σ’ αυτή συμμετέχει μεγάλος αριθμός επισκόπων που εκπροσωπούν όλα τα πατριαρχεία και τις τοπικές εκκλησίες!
Αντιθέτως, μια Σύνοδος που συγκαλείται ως τοπική, από μια και μόνο τοπική Εκκλησία, με μικρό αριθμό επισκόπων, αν στις αποφάσεις της ακολουθεί την εκκλησιαστική παράδοση και εκφράζει την πίστη της Εκκλησίας τότε πληροί τις προϋποθέσεις της οικουμενικότητας και αναγνωρίζεται ως Οικουμενική (βλ. Β΄ Οικουμενική, 381 μ.Χ.).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ – 2016 μ.Χ.
Ας έλθουμε όμως και στο σήμερα. Ως γνωστόν, έχει προγραμματιστεί η σύγκληση της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας», της Πανορθοδόξου Συνόδου, την Πεντηκοστή του 2016 στην Κωνσταντινούπολη.
Κατ’ αρχήν ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν μπορούμε παρά να χαρούμε και να δοξάζουμε τον Θεό, όταν η Χάρις Του επιτρέπει τέτοια σημαντικά γεγονότα στη ζωή της Εκκλησίας μας. Παράλληλα όμως, ως μέλη του Σώματος του Χριστού έχουμε υποχρέωση και ευθύνη, ο καθένας μας ανάλογα με τη θέση και τις δυνατότητες που έχει, να ενδιαφερόμαστε και να μην αδιαφορούμε για τα σοβαρά και κρίσιμα αυτά θέματα. Μάλιστα αυτές τις μέρες που συνεδριάζει στη Γενεύη η Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, η τελευταία και πλέον καθοριστική πριν από τη Σύνοδο, οφείλουμε όλοι μας να ευχηθούμε και να προσευχηθούμε ο Θεός να φωτίζει τα μέλη της, ώστε οι αποφάσεις τους να είναι πραγματικά εν Αγίω Πνεύματι.
Σύμφωνα, όμως, με όσα είπαμε παραπάνω δεν μπορούμε να αποφανθούμε εκ των προτέρων για τη μέλλουσα Σύνοδο, αν για την εκκλησιαστική συνείδηση αναδειχθεί πράγματι σε Ιερή Σύνοδο ή – Θεός φυλάξοι – σε μία ακόμη ψευδοσύνοδο.Ασφαλώς ευχόμαστε και προσευχόμαστε οι αποφάσεις της Πανορθοδόξου Συνόδου να αρχίζουν με το «ἒδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», και να είναι πράγματι θεοφώτιστες.
Βέβαια, κατά καιρούς έχουν εκφραστεί πολλές επιφυλάξεις, τόσο από ακαδημαϊκούς θεολόγους, όσο και από πρόσωπα τα οποία η εκκλησιαστική συνείδηση αναγνωρίζει ως θεοφόρα και χαρισματούχα, για τη σκοπιμότητα, τη διαδικασία και κυρίως τα αποτελέσματα αυτής της Συνόδου. Ασφαλώς δεν είναι της παρούσης η αναλυτική αναφορά στα θέματα αυτά. Επισημαίνουμε όμως με φόβο Θεού και τη δέουσα επιφύλαξη μόνο τρία ζητήματα:
1. Σημαντικό μειονέκτημα, θα τολμούσα να πω σοβαρότατο εκκλησιολογικό έλλειμμα, της διαδικασίας προετοιμασίας και, συνεπώς, της ιδίας της Πανορθοδόξου Συνόδου είναι ο αποκλεισμός του λαού του Θεού από όλες τις διαδικασίες και η πλημμελής, έως ανύπαρκτη, ενημέρωσή του. Οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες συνοδικώς και πανορθοδόξως το 1848 έδωσαν μαθήματα ορθοδόξου εκκλησιολογίας και απεφάνθησανότι «παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοιειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»!
Όμως, αντίθετα με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, η Πανορθόδοξη Σύνοδος, δυστυχώς, προετοιμάζεται επί εννιά δεκαετίες, από το 1920, ερήμην του λαού του Θεού. Και όταν λέμε «λαός του Θεού» εννοούμε ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας, τους λαϊκούς, τις μοναστικές αδελφότητες, το Άγιο Όρος, τους κληρικούς (από διακόνους έως Επισκόπους), τους θεολόγους, τις Θεολογικές Σχολές και όλες τις πνευματικές δυνάμεις της Εκκλησίας μας. Θα έπρεπε να είχε σημάνει πνευματικός συναγερμός (θεολογικών συζητήσεων, πνευματικών ζυμώσεων και κυρίως προσευχής) στο πλήρωμα της Εκκλησίας για τέτοιας εμβελείας εκκλησιαστικό γεγονός!Δυστυχώς όμως τίποτα τέτοιο δεν συνέβη! Οι αρμόδιοι θέλησαν και, εν πολλοίς το πέτυχαν, να κρατήσουν τον πιστό λαό εντελώς μακριά, χωρίς να έχει την παραμικρή συμμετοχή, ούτε καν τη στοιχειώδη ενημέρωση για τις διεργασίες αυτές. Και δυστυχώς, όχι μόνο οι λαϊκοί, αλλά αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ακόμα και οι περισσότεροι Επίσκοποι και Σύνοδοι των Τοπικών Εκκλησιών κρατήθηκαν εντελώς μακριά από την προετοιμασία ενός τέτοιου σημαντικού γεγονότος. Τη διεκπεραίωση αυτής της μοναδικής διαδικασίας ανέλαβε μία μικρή ομάδα προσώπων, που είχαν βέβαια μια συνοδική τυπική εξουσιοδότηση-νομιμοποίηση, αλλά ουσιαστικά για το έργο αυτό ήσαν αποκομμένοι, από το λοιπό πλήρωμα της Εκκλησίας. Απλώς, κάπου-κάπου, ανακοινώνονται ειλημμένες αποφάσεις και τετελεσμένα γεγονότα. Να υπενθυμίσουμε την έμπονη καταγγελία διακεκριμένου Επισκόπου της Εκκλησίας μας ότι τα κείμενα των προσυνοδικών διασκέψεων «είναι άγνωστα στους περισσότερους Αρχιερείς και σε μένα, και παραμένουν σε κάποιες Επιτροπές και Γραφεία, και δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενό τους» [1]! Είναι προφανής η σοβαρότητα της αναφοράς αυτής, που καταδεικνύει το σοβαρότατο εκκλησιολογικό έλλειμμα της διαδικασίας αυτής και συνεπώς και της ιδίας της Συνόδου…
2. Επίσης, σημαντικές επιφυλάξεις έχουν τεθεί από πολλούς για τη θεματολογία της Συνόδου. Σε τέτοιες μεγάλες Συνόδους προτεραιότητα στη θεματολογία πρέπει να έχουν τα ζητήματα πίστεως και να ακολουθούν τα ζητήματα εκκλησιαστικής τάξεως. Λέει πολύ χαρακτηριστικά ο Μ. Αθανάσιος : «Χρή γαρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε περί τῶν πραγμάτων ἒρευναν ποιεῖσθαι». Δυστυχώς όμως από την έως τώρα προετοιμασία της Συνόδου απουσιάζουν εντελώς θέματα οριοθετήσεως της Ορθοδόξου πίστεως έναντι των ποικίλων αιρετικών και πλανεμένων αντιλήψεων και πρακτικών: Τα καινοφανή παπικά δόγματα πρωτείου και αλαθήτου της Α΄ Βατικανής (1870), η νέα εκκλησιολογία της Β΄ Βατικανής (1965), οι προτεσταντικές πλάνες, ο υλισμός, ο αθεϊσμός, η θεοσοφία, ο συγκρητισμός κ.α. δεν φαίνεται να απασχολούν τη Σύνοδο, ωσάν να μην έχουν καμμία επίδραση στη ζωή της Εκκλησίας μας και των μελών της. Αντίθετα, στην προετοιμασία της Συνόδου πλεονάζουν θέματα εκκλησιαστικής τάξεως και ζωής, ορισμένα από τα οποία είναι ήσσονος σημασίας ή έχουν ήδη λυθεί από την παράδοσή μας, για τα οποία όμως, ως μη όφειλε, έχουν αναλωθεί πολλές ώρες συζητήσεων και διορθόδοξης συνεργασίας. Θα είναι τουλάχιστον λυπηρό να επαληθευθεί για την επί 90 χρόνια προετοιμαζομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο η θυμόσοφος αρχαία ρήση «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν», διότι τότε η «οδύνη» αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε όνειδος για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Μη γένοιτο…
Το σοβαρό αυτό κενό στη θεματολογία της Πανορθοδόξου Συνόδου μπορεί να το καλύψει εν πολλοίς η ομόφωνη συνοδική πρόταση του Πατριαρχείου της Σερβίας που ζητά την ένταξη στα θέματα της Συνόδου της τυπικής αναγνωρίσεως των Η΄ και Θ΄ Οικουμενικών Συνόδων, διότι οι Σύνοδοι αυτές έχουν λάβει σοβαρότατες θεολογικές και δογματικές αποφάσεις. Τυχόν ρητή και άμεση απόρριψη του αιτήματος αυτού ή έμμεση απόρριψή του με την παραπομπή σε “συνοδικές” καλένδες του μέλλοντος (απωτέρου ή μάλλον απωτάτου) θα κλονίσει τη θεολογική αξιοπιστία και Ορθοδοξία της Πανορθοδόξου Συνόδου! Αν επιβεβαιωθούν οι φόβοι αυτοί και δεν συζητηθεί το θέμα αυτό τώρα, με προφανή σκοπό να μη δυσαρεστήσουμε το Βατικανό (!), η Πανορθόδοξη Σύνοδος από Σύνοδος της Ορθοδοξίας κινδυνεύει να καταντήσει θεραπαινίδα του Βατικανού! Θα είναι φρικτά τρομερό στα κείμενα της Πανορθοδόξου Συνόδου να γίνει αναφορά στο ΠΣΕ (Παγκόσμιο Συμβούλιο “Εκκλησιών”) – νομιμοποιώντας το ουσιαστικά – και να μην υπάρξει αναγνώριση των Η΄ και Θ΄ Οικουμενικών Συνόδων… Ο Θεός να μην επιτρέψει κάτι τέτοιο!
3. Υπάρχει η πρόταση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την παρουσία στην Πανορθόδοξη Σύνοδο ως “παρατηρητών” παπικών, προτεσταντών, αντιχαλκηδονίων μονοφυσιτών, δηλ. καταδικασμένων αιρετικών από την εκκλησιαστική συνείδηση, από Πατέρες και Οικουμενικές Συνόδους! Ουδέποτε στη δισχιλιόχρονη ζωή της Εκκλησίας, στις τοπικές ή σε Οικουμενικές Συνόδους, υπήρχαν “παρατηρητές”. Μόνο στις δύο παπικές συνόδους του Βατικανού εμφανίστηκε το καθεστώς των “παρατηρητών”! Η Πανορθόδοξη όμως Σύνοδος δεν μπορεί να έχει ως πρότυπο τις παπικές πρακτικές, μεθόδους και μεθοδεύσεις. Επίσης, η Πανορθόδοξη Σύνοδος αποτελεί, πρέπει να αποτελεί, την ύψιστη φανέρωση και έκφραση της ίδιας της Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού καιδεν μπορεί να εκπέσει σε συνέδριο ανταλλαγής απόψεων, ούτε σε μια απλή πανηγυρική εκδήλωση-συνάντηση με κριτήρια και στοχεύσεις “εκ του κόσμου τούτου”…
Στην ιστορία της Εκκλησίας οι αιρετικοί καλούνταν και παρίσταντο στις Συνόδους όχι ως “παρατηρητές”, αλλά για να απολογηθούν ή να εκφράσουν την μετάνοιά τους, και αν επέμεναν στην πλάνη και στην αίρεση καθαιρούνταν, αναθεματίζονταν και αμέσως εκδιώκονταν της Συνόδου και δεν συμμετείχαν στη συνέχεια των εργασιών της. Η παρουσία στην Πανορθόδοξο Σύνοδο ως “παρατηρητών” εκπροσώπων αιρετικών Κοινοτήτων και Ομολογιών που έχουν καταδικαστεί από την πατερική συνείδηση και τις Οικουμενικές Συνόδους νομιμοποιεί την πλάνη και την αίρεση και συνεπώς ακυρώνει την ίδια τη Σύνοδο: Σύνοδος η οποία δε διαστέλλει «αναμέσον βεβήλου και αγίου» (Όρος της Ζ΄ Οικουμενικής), την Ορθοδοξία από την αίρεση, την αλήθεια του Χριστού από τη δαιμονική πλάνη νομιμοποιώντας εκκλησιαστικά την αίρεση δεν μπορεί να είναι πραγματικά Ορθόδοξη, αλλά κινδυνεύει να εκπέσει σε ψευδοσύνοδο και ληστρική. Επί πλέον δε, η παρουσία ως “παρατηρητών” εκπροσώπων αιρέσεων θα έχει σοβαρότατες, καταστροφικές ποιμαντικές προεκτάσεις: 1. θα προκαλέσει σύγχυση στους πιστούς μας εισάγοντας στη συνείδησή τους τη θεοσοφική προσέγγιση “μαζί και διαφορετικά” (δηλ. δεν έχει καμία σημασία το περιεχόμενο της πίστης) και 2. αντί να συντελέσει στην ενότητα της Εκκλησίας μας θα την κλονίσει δίνοντας σοβαρότατα επιχειρήματα για τη δημιουργία ή την εδραίωση σχισμάτων! Ας ευχηθούμε και προσευχηθούμε να μην οδηγηθούμε σε ένα τέτοιο οδυνηρό σημείο, και επιβεβαιωθούν οι χειρότεροι των φόβων …
Θα ήθελα να τελειώσω τις σύντομες αυτές σκέψεις πόνου και αγωνίας με σχετική αναφορά του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, στην οποία είναι εμφανέστατη η αγωνία του για την κατάληξη της Πανορθοδόξου Συνόδου. Γράφει ο Σεβασμιώτατος: «Τό θέμα δέν εἶναι νά συγκληθῆ ἁπλῶς ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, [προσθέτω εγώ: για να ικανοποιηθεί η ρηχή υστεροφημία κάποιων ότι επί ημερών τους συγκροτήθηκε τέτοια Σύνοδος, ή για να επιτευχθούν εθνοφυλετικές στοχοθεσίες κάποιων άλλων] ἀλλά νά παραμείνη στήν ἱστορία ὡς ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη καί νά εἶναι διάδοχη τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς Συνόδου τοῦ 879-80 (Η΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο), τῆς Συνόδου τοῦ 1351 (Θ΄ Οἰκουμενική) καί τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848,στίς ὁποῖες πρέπει νά ἀναφερθῆ, ὅπως γίνεται σέ τέτοιες μεγάλες Συνόδους, γιά νά μήν παρουσιασθῆ ὡς ἀποκεκομμένη ἀπό τίς προηγούμενες Συνόδους, ἀλλ’ ὡς συνέχειά τους. Ἄν δέν γίνη ἀναφορά στίς προηγούμενες Οἰκουμενικές καί Μεγάλες Συνόδους ἤ ἄν ἀναφερθοῦν μόνον οἱ ἑπτά (7) Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί παραλειφθοῦν οἱ ἑπόμενες, τότε θά ὑπάρξη σοβαρό θεολογικό καί ἐκκλησιολογικό πρόβλημα. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική πρόκληση ὄχι ἁπλῶς τῆς ἱστορίας, ἀλλά τῆς πραγματικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀπό μιά θεολογική, ἐκκλησιολογική καί κανονική προοπτική»[2].
Πάτρα, 11 Οκτωβρίου 2015
Εορτή των Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου



[1]http://www.parembasis.gr/index.php/menu-prosfata-arthra-apopseis/347-2014-03-29-13-23-51
[2] ο.π.